Το παρελθόν, το παρόν και η μνήμη στο έργο της Άλκης Ζέη (της Βίκυς Πάτσιου)

0
1285

της Βίκυς Πάτσιου  (*) 

 

Από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας η Άλκη Ζέη επιτυγχάνει χάρη στην αμεσότητα, την ευστοχία και την αποτελεσματικότητα της γραφής της να ανανεώσει και να εμπλουτίσει τη θεματολογία, το περιεχόμενο, τη μορφή, και την τεχνική της παιδικής μας λογοτεχνίας επαναπροσδιορίζοντας τελικά την ίδια τη σημασία της και ορίζοντας με το έργο της τους βασικούς σταθμούς της. Η ιδιαίτερη αισθητική και κοινωνική αξία του συνολικού έργου της συγγραφέως τεκμηριώνεται από την αυθεντικότητα της ανάπλασης μιας ιστορικής περιόδου, την ευρηματικότητα και την ευαισθησία στη δημιουργία και την ανάδειξη μοναδικών και ιδιαίτερων αφηγηματικών χαρακτήρων, καθώς και τη συγκρότηση, τη συνοχή, και την αναπαραστατική δύναμη του λόγου. Η διαδικασία της διαχείρισης του παρελθόντος, όπως επιχειρείται στο μυθιστορηματικό έργο της Άλκης Ζέη μέσα από τη συγκρότηση της μνήμης, αναδεικνύει σε τελευταία ανάλυση τον σημαντικό ρόλο που παίζει το παρόν και οι κοινωνικές και ιδεολογικές συνιστώσες του στην κατασκευή ή την ανα-κατασκευή του παρελθόντος, καθώς διαμορφώνει έναν ισχυρό πόλο αμφισβήτησης ή κριτικής του «επίσημου» λόγου για την αγωγή, την εκπαίδευση και την ιστορία.

Η διαπίστωση πως η μνήμη δεν αποτελεί ένα μέσο προκειμένου να αναπαρασταθεί το παρελθόν, όπως πραγματικά υπήρξε, αλλά αποτελεί μια «κατασκευή» που επιτρέπει την ένταξη εκείνου που θυμάται σε μια ευρύτερη συλλογική κοινότητα, μπορεί να συνδεθεί με τη μυθιστορηματική εξιστόρηση ως αφήγηση που διερευνά τον αφετηριακό ρόλο της ιστορικής στιγμής στη δημιουργία επιλογών και συνδυασμών που συγκροτούν την εσωτερική ποιητική του κειμένου. Στο πλαίσιο αυτό η λογοτεχνική γραφή έχει το δικό της μερίδιο στη δημιουργία της εμπειρίας της μνήμης, τη συμπόρευση με την επίσημη μνήμη ή την κριτική της.

H λειτουργία της μνήμης στη λογοτεχνία προσδιορίζει μια σειρά από επιμέρους παράγοντες, των οποίων η ύπαρξη και η δράση έχουν άμεση σχέση με έννοιες όπως «πολιτισμική ταυτότητα», «θέση του υποκειμένου σ’ ένα πολιτισμικό σύνολο», «διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης». Η λογοτεχνική μνήμη παρουσιάζεται ως ένα σημαίνον με σημασίες που υπερβαίνουν τον χώρο της ιστορίας, αλλά και εκείνον της λογοτεχνίας στον οποίο εντάσσεται. Πρόκειται για μια σύνθετη έννοια που εμπεριέχει τόσο την ίδια τη συμφωνημένη παράδοση όσο και την ανατροπή της με την απροσδόκητη εμφάνιση αναφορών σε πρόσωπα, τόπους, γεγονότα και εποχές.

Η Άλκη Ζέη, όπως είναι γνωστό, εμφανίστηκε στα γράμματά μας τα χρόνια της κατοχής από το περιοδικό Νεανική Φωνή με πέντε διηγήματα, που δημοσιεύθηκαν από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 1944. Στη συλλογή διηγημάτων που εκδόθηκε με τίτλο Αρβυλάκια και γόβες και περιλαμβάνει τα έργα «Ένα σταμνί στο παράθυρο», «Αρβυλάκια και γόβες», «Στο Μαρούσι», «Τα λιοντάρια μας δεν τρώνε γάτες», θίγονται τα αγαπημένα για τη συγγραφέα θέματα της επιστροφής στην πατρίδα και της νοσταλγίας του γενέθλιου τόπου, θέματα τα οποία προσδιορίζουν σχεδόν αναγκαστικά τόσο οι βιωματικές εμπειρίες της εξορίας, όσο και τα εξωτερικά ιστορικά και πολιτικά γεγονότα.

Το πλούσιο μυθιστορηματικό έργο της Άλκης Ζέη που ακολουθεί αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην εποχή του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και των ιδεολογικών συγκρούσεων που τον χαρακτήρισαν και γίνεται το αντικείμενο μιας γόνιμης επεξεργασίας δύο διαφορετικών λόγων, του ιστορικού και του μυθοπλαστικού, που το συνθέτουν, καθώς η καλλιτεχνική δημιουργία συμπορεύεται με την ιδεολογική διαμόρφωση της συλλογικής και κοινωνικής ταυτότητας απορρίπτοντας την ιδέα μιας μοναδικής «Ιστορίας» υπέρ της έννοιας των ιστοριών ως συνεχιζόμενης σειράς αφηγηματικών κατασκευών, η κάθε μία από τις οποίες αναπαριστά το παρελθόν από την αφετηρία συγκεκριμένων στιγμών του παρόντος.

Τις τελευταίες δεκαετίες η λογοτεχνία, μαζί με άλλες μορφές τέχνης, επιχειρεί να προσδιορίσει ξανά τις έννοιες της τοπικότητας και της ταυτότητας, καθώς διαχειρίζεται τρόπους δράσης, συμπεριφοράς και έκφρασης με άξονες τη διαφορά και την ετερότητα. Η αυξανόμενη αναγνώριση της πολιτισμικής πολλαπλότητας μπορεί να διασχίσει τις διαχωριστικές γραμμές, να προβάλλει την αποδοχή της σχετικότητας και της ποικιλίας των κοσμοαντιλήψεων και να υιοθετήσει τη διαφορά ανάμεσα στο γενικό και το ατομικό, το παγκόσμιο και το τοπικό, το εθνικό και το αλλότριο.

Σε αρκετά έργα της σύγχρονης νεοελληνικής πεζογραφίας καταγράφεται με τρόπο εμφανή η πρόθεση να αναδειχθούν οι αντιφατικές όψεις του πραγματικού που συνδέονται με τις κοινωνικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες και συνυπολογίζουν τη διάσταση ανάμεσα στο εθνικό και το παγκόσμιο ως συστατικό στοιχείο που ευνοεί ή επιτρέπει την ύπαρξη της διαφοράς, καθώς το λογοτεχνικό έργο μεταβάλλεται σε ένα πεδίο όπου εδραιώνεται η ακύρωση της ομοιομορφίας, ενώ παράλληλα η (συλλογική ή ατομική) ταυτότητα δεν εκλαμβάνεται ως ένα εμπειρικό ή ιδεολογικό δεδομένο που συναπαρτίζεται από προκαθορισμένα στοιχεία, αλλά ως μια διαδικασία που τελεί υπό συνεχή διαμόρφωση. Από το σύνολο της πεζογραφικής παραγωγής των τελευταίων χρόνων εύκολα μπορεί κανείς να διακρίνει μια ιδιαίτερη ομάδα έργων που προτείνουν μιαν πολιτική, ιδεολογική ή πολιτισμική ανάγνωση του παρόντος και διερευνούν ζητήματα ταυτότητας και επανεκτίμησης του ιστορικά συντελεσμένου.

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Άλκης Ζέη που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο με τίτλο Ένα παιδί από το πουθενά (2019) επιβεβαιώνει τη συγκεκριμένη τάση της σύγχρονης νεοελληνικής πεζογραφίας να αποτυπώνει και να διερευνά τα πολιτισμικά μοντέλα που προσδιορίζουν τις κοινωνικές δομές σε γνωστικό, κανονιστικό και αισθητικό επίπεδο σε μια προσπάθεια να αποκρυπτογραφηθεί η δαιδαλώδης σχέση ανάμεσα στην κοινωνία, τη λογοτεχνία και την ταυτότητα.

Στο έργο αυτό η μετανάστευση, η εντοπιότητα και η σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία αναδεικνύονται σε κυρίαρχα θεματικά μοτίβα, τα οποία, με αφετηρία τις προφανείς ρεαλιστικές αναφορές τους, οργανώνονται σε μια περίπλοκη μυθοπλαστική συνάρτηση που συναντά την περιπλάνηση, την αναζήτηση, τη μοναξιά και ενδεχομένως τη λύτρωση. Στο μυθιστόρημα τα ιστορικά γεγονότα, όπως τα χρόνια της δικτατορίας και η εξέγερση του Πολυτεχνείου παύουν να αποτελούν το μοναδικό σημείο αναφοράς και λειτουργούν ως σκηνικό, που διατηρεί ωστόσο τη δραματική αξία του, ενώ το ενδιαφέρον της αφήγησης έχει μετατοπιστεί από την αποτύπωση της ιστορικής πραγματικότητας στη ανάδειξη κοινωνικών ζητημάτων, που συνδέονται με την πρόσφατη οικονομική κρίση και την ανεργία, τις προσφυγικές ροές, τη σχολική βία και την κοινωνική αλληλεγγύη, αλλά και τη διαμόρφωση της ταυτότητας και την επανεκτίμηση της καταγραφής του βίου, καθώς η επανεξέταση της προσωπικής εμπειρίας και της πορείας προς την αυτογνωσία αποτελεί μια από τις βασικές προτεραιότητες της αφηγηματικής εξιστόρησης. Παρόλα αυτά ο λόγος που υποστηρίζει το ιστορικό-πολιτικό σχόλιο μπορεί να γίνει ιδιαίτερα αιχμηρός: «‒Θείε Νώντα, μπορεί κανείς να ήτανε στο Πολυτεχνείο που λες και τώρα να παίζει μπιρίμπα; Με κοίταξε λίγο απορημένος και ύστερα είπε: ‒Και βέβαια μπορεί, άλλοι κάνανε χειρότερα. Γίνανε υπουργοί» (91).

Το ενδιαφέρον της συγγραφέως εστιάζεται στην περιγραφή στιγμών, συμπεριφορών και  δραστηριοτήτων, οι οποίες σχετίζονται σχεδόν αποκλειστικά με τις ιδιομορφίες και τις ιδιαιτερότητες της παιδικής ηλικίας, που άλλοτε αντιπαραβάλλεται και άλλοτε συμβαδίζει με την πραγματικότητα της ζωής των ενηλίκων, καθώς ο δεκάχρονος πρωταγωνιστής Ίκαρος Λαμπρίδης ανακαλύπτει σταδιακά την ιστορία της οικογένειάς του. Ο λογοτεχνικός μυθιστορηματικός τόπος γεμίζει με αναφορές στην εξωτερική πραγματικότητα, που πλαισιώνουν τις αντιθετικές καταστάσεις ανάμεσα στην παρουσία και την απουσία, το παρόν και το παρελθόν και διαμορφώνουν τις σημασίες του κειμένου. Έτσι η λογοτεχνική γραφή γίνεται, εξ αντικειμένου, ο χώρος μέσα στον οποίο συνυπάρχουν η προσωπική (εσωτερική) και η ιστορική (εξωτερική) μνήμη, είτε σε κατάσταση συμφωνίας είτε σε κατάσταση αντίθεσης.

Στο έργο αυτό η εξιστόρηση της παιδικής ηλικίας γίνεται μια αφήγηση εξερεύνησης της ταυτότητας. Η διερεύνηση της υποκειμενικής εμπειρίας και η αναζήτηση της προσωπικής φωνής διασταυρώνονται με την αμφισβήτηση των κυρίαρχων κοινωνικών αξιών και των στερεοτύπων, αλλά και τη σταδιακή αφύπνιση ενός εσώτερου εγώ, που πραγματοποιείται τόσο στο κυριολεκτικό, όσο και στο συμβολικό πεδίο, από το οποίο η συμβατική πραγματικότητα έχει αποκλειστεί. Κρατώντας την αφήγηση ανοικτή και μετά το τέλος του βιβλίου η αφηγηματική φωνή ανακόπτει το τέλος και προσβλέπει στο μέλλον σηματοδοτώντας την αφετηρία μιας πιθανής καινούριας εξιστόρησης, όπου ο Ίκαρος και ο Ασάντ, δύο παιδιά από το πουθενά, θα συνεχίσουν, για πάντα φίλοι, το ταξίδι τους με τη δική τους βάρκα και τον παπαγάλο. «‒Θα γίνουμε φίλοι. ‒Ναι, του λέω. ‒Για πάντα όμως, συνέχισε εκείνος. Μου σήκωσε το χέρι και χτυπήσαμε τις παλάμες μας» (161).

 

 

Info: Όλα τα βιβλία της Άλκης Ζέη κυκλοφορούν  από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

(*) Η Βίκυ Πάτσιου είναι  Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας, ΠΤΔΕ/ΕΚΠΑ.   Το κείμενο αυτό ανακοινώθηκε στην εκδήλωση για την Άλκη Ζέη που έγινε με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματός της Ένα παιδί από το πουθενά (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 3 Δεκεμβρίου 2019).

 

Προηγούμενο άρθροΠρωτοβουλία 21, Αναστοχασμός και έμπνευση για το μέλλον (του Γιάννη Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροGeorge Steiner, Πέθανε ένα λαμπρό μυαλό (του Γ.Ν.Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ