:
της Έλλης Φιλοκύπρου (*)
Το ποίημα έχει
Το δικό του παράφορο παρόν
Ύστερα
κλείνει τα ουράνια πίσω του
και χάνεται
σαν φτερούγα νεκρού
Προτού χαθεί, το ποίημα έχει επιτρέψει την ώσμωση του αισθητού με το υπεραισθητό, και της πραγματικότητας με τη φαντασία, δείχνοντας τον Άγγελο που περπατά κατασκονισμένος/ μες στους βομβαρδισμένους δρόμους, καθιστώντας οικείο το άγνωστο, ζητώντας μας να εξεγερθούμε απέναντι στο γνωστό. Αυτήν την ώσμωση απεργάζεται συστηματικά η Ζέφη Δαράκη, με τη χαμηλότονη, δραστική ποίησή της, που αφορά την υπαρξιακή περιπέτεια του σύγχρονου ανθρώπου· και σε αυτήν επιμένει στην πρόσφατα εκδομένη συλλογή της – μια από τις μεστότερες ποιητικές καταθέσεις της εποχής μας. Επεισόδια της ιστορίας και του ονείρου, χειρονομίες και αντικατοπτρισμοί, τρόμοι και επιθυμίες συνιστούν το παράφορο παρόν: τον άβατο όσο και ζωτικό χωροχρόνο όπου συναντιόμαστε με το ποίημα, με τον εαυτό μας και με τον Άλλον. Στους αιφνιδιαστικούς συνδυασμούς λέξεων και φράσεων, στην ελλειπτική αφήγηση όπου χαρτογραφείται με ακρίβεια το ανείπωτο, στον εσωτερικό ρυθμό των στίχων μορφοποιείται η πρόσκληση που μας απευθύνει η ποιήτρια. Κι ό,τι δεν μου επιτρέπεις, το υπνοβατώ/ στις ανοιχτές φυλακές/ του καθρέφτη, γράφει· το πρώτο ενικό πρόσωπο ανήκει σε όλους μας.
Η ποίηση, για τη Δαράκη, είναι και όνειρο και επανάσταση· είναι και μέθεξη στον γύρω μας κόσμο και εισχώρηση στα κλειδωμένα δωμάτια της ψυχής και της μνήμης. Επιφανείς και αφανείς της ιστορίας, της καθημερινότητας, της λογοτεχνίας, συνυπάρχουν στα ποιήματα. Ο Τσε Γκεβάρα, και η Εϊσέ που έχασε την πατρίδα της και, διαπλέοντας τη θάλασσα, είδε να χάνεται και το παιδί της· οι νεκροί της Τρεμπλίνκα και ο σαιξπηρικός Γιόρικ· και, βέβαια, ο Βύρων Λεοντάρης: η μορφή του υπονοείται στους στίχους που ανοίγουν τη συλλογή:
…
Εγώ δεν είμαι εκεί που με άφησες
σε λευκό λινό
Μεγάλη ξενιτιά το φεγγάρι
Μεταναστεύω
στων ποιητών τα χιόνια στους
άγιους και στους αναχωρητές
θέλω να γεννηθώ
σ’ ένα δικό μου παρελθόν
Για ένα αλλότριο όνειρο έπαιζα με τον γιο μου
σε τυφλούς διαδρόμους – έλεγε, αυτό που ψάχνω
εμφανίζεται μόλις το χάνω
Ανάσταση, αλλά και φυγή· διαρκής μετατόπιση, και πλεύση σε έναν άχρονο χρόνο, όπου οι μόνες σταθερές είναι η αναζήτηση και η μνήμη που δένει άρρηκτα τον απόντα με τους οικείους του. Συνυφασμένη μαζί τους, η σιωπή: στους τελευταίους στίχους του ποιήματος, ο αναστημένος ταξιδιώτης τη διεκδικεί, μαζί με την απόστασή του: Μην αρπάζεσαι από την άκρη ενός Αγγέλου/ μου σκιάζεις τη σιωπή/ τη θέλω.
Τη σιωπή προϋποθέτουν οι συναντήσεις στο άβατο. Μέσω ενός λόγου που συνεργάζεται με εκείνη, την απορροφά και την προσεταιρίζεται, το άβατο μπορεί να παραβιαστεί χωρίς να βεβηλωθεί. Οι λέξεις υπαινίσσονται το ανείπωτο – δεν το αποκαλύπτουν. Πρόκειται για τεχνική η οποία διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή, και η οποία σε ορισμένα σημεία θεματοποιείται προγραμματικά ή απολογιστικά. Η πρώτη ένδειξη του συγκερασμού δίδεται από τα αποσιωπητικά που εισάγουν τόσο το πρώτο ποίημα όσο και αρκετά από τα επόμενα. Σήμα μιας σκέψης που συνεχίζεται από παλιά· μιας ιστορίας που ξεκινά από τη μέση, μιας ομιλίας που ανασύρεται θραυσματικά από κάποιον βυθό. Από πού φτάνει/ αυτό το βογκητό των λέξεων/ που δεν ειπώθηκαν ποτέ: το ερώτημα μένει αναπάντητο, ενεργοποιεί όμως τη μνήμη. Το ποιητικό υποκείμενο καταδύεται στον χρόνο, όπου θα βρει κατακερματισμένα βιώματα, αλλά και μιαν απρόσμενη ολότητα. Οι ανείπωτες λέξεις ηχούν, τα λόγια ανοιγοκλείνουν πόρτες, ένα χαμόγελο υποδηλώνει ανομολόγητες εξομολογήσεις, το αόρατο κοιτάζει την αφηγήτρια, η οποία ζητά να ακούσει ό,τι έχει σβήσει με τα χρόνια: ό,τι πιο καθημερινό και ασήμαντο, ό,τι πιο καθοριστικά και αναπόσπαστα δικό της: Περαστικό μου/ όμορφο τίποτα μίλησέ μου/ όμορφο τίποτα/ αδειασμένων επάνω μου ημερών.
Η αγωνία της επικοινωνίας δεν θεραπεύεται με το κείμενο: στο άλεκτο του κόσμου αντιστοιχεί το άλαλο της γραφής ή, αλλιώς, το ακατοίκητό της. Εκείνο που αποζητά η ποιήτρια είναι η ομιλία: το ποίημα που θα ηχήσει για λίγο, αφήνοντας πίσω του την αίσθηση της στιγμιαίας επιφάνειας του αλλόκοσμου και, παράλληλα, της χαμένης επανάστασης. Η ήττα έχει άλλωστε θετικό πρόσημο στο ποιητικό σύμπαν της Ζέφης Δαράκη:
Θυμάμαι έλεγε… εγώ μες στο σκοτάδι περπατώ
μ’ εκείνους τους ονειροπλόους που
χάσανε την επανάσταση και τα υπάρχοντά τους
Με τα μαλλιά τους ξέπλεκα στους ουρανούς – mon comandante
μες στα μεσάνυχτα των τραγουδιών τους
Πότε μ’ ένα μολύβι στο παλτό μισολιωμένο πότε
με μια ξεκούρντιστη κιθάρα
αγέρας να παίρνει
αγέρας να φέρνει τις χορδές της
κι ο ουρανός της
νόμισμα χαμένο
Η κιθάρα δεν ανακαλεί μονάχα τα τραγούδια για τον Τσε Γκεβάρα, αλλά και το ποίημα του Καρυωτάκη: Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες/ κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,/ στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει/ στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες. Ωστόσο, το πέρασμα του αέρα από τις ξεκούρδιστες χορδές στο ποίημα της Δαράκη δεν προβάλλεται σαν αποτυχία και αδρανοποίηση των μουσικών· αντίθετα, σαν εννοημάτωση του τραγουδιού, το οποίο έτσι ενώνεται με το όνειρο· σημείο συνάντησής τους το ακατόρθωτο. Γι’ αυτό και ο Ιησούς Ονειροβάμων,/ Θεέ μου, δεν εζήτησε Ανάσταση/ Του αρκούσε η Σταύρωσή του.
Κυριαρχία του ανθρώπου από το άπιαστο, αέρινα λόγια, αέναη αναζήτηση της ουτοπίας: αν αυτά σχηματίζουν τη μία όψη της ζωής, η άλλη συγκροτείται από τις οιμωγές των παιδιών, τον πνιγμό τους, το Γεντι-Κουλέ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τους βομβαρδισμένους δρόμους, τον στρατιώτη που πυροβολεί έναν σκοτωμένο. Η Ζέφη Δαράκη συνθέτει τις δύο όψεις υποδεικνύοντας την αναγκαιότητα της εξέγερσης, προβλέποντας την αποτυχία της, συντασσόμενη με τους αδύναμους και τους νικημένους. Κάτι στέκεται εκεί/ και με κοιτάζει/ κ ι ν δ υ ν ε ύ ο ν τ α ς: η ποίηση αποτελεί την απόκριση στο ικετευτικό, απαιτητικό βλέμμα, το οποίο ανήκει εξίσου στον άνθρωπο που υποφέρει και σε μια μυστική, άυλη οντότητα.
Προκειμένου να δημιουργήσει τον αποκριτικό της λόγο, η ποιήτρια εμπλέκεται σε μια περιπέτεια όπου τα πάντα είναι αβέβαια. Νιώθει να εξουσιάζεται από το αόριστο όνειρο, βρίσκεται αντιμέτωπη με απόκρημν[ες] λέξεις που δεν της αποκαλύπτουν τίποτε, διασχίζει φαντάσματα, ουρανόπληκτη, και πάντα ευάλωτη: Έπειτα πάλι/ αυτός ο πόνος των γεγονότων στην καρδιά/ να παραμιλάει, δεν/ θέλω να μου δέσετε τα μάτια. Η τελευταία φράση ανακαλεί έναν στίχο του Βύρωνα Λεοντάρη: τα λόγια σου… Κοίτα, δε θα δεχτούν να τους δέσουν τα μάτια, είπες κι εχάθης. Όπως για εκείνον η ποίηση θεματοποιεί ώς το τέλος, με οδυνηρή γενναιότητα, την απαξίωσή της από τον ίδιο τον δημιουργό της ή και από τους αναγνώστες του, έτσι και για τη Δαράκη ο πόνος των γεγονότων αρνείται να μείνει ανέκφραστος, όποιες συνέπειες και αν έχει αυτό για εκείνη που τον βιώνει και παλεύει να τον αποτυπώσει. Το παραμιλητό του διαμορφώνεται από τη διελκυστίνδα του λόγου και της σιωπής:
ήταν αμέτρητα τα χρόνια ο καιρός που εκείνη
σαν από μια βαθιά σιωπή αδιερεύνητη, παραμιλούσε
Πώς παραμιλάει κανείς όταν παιδί και θέλει και
δεν θέλει ν’ ακουστεί το κλάμα παιχνίδι το γέλιο κλάμα
έτσι…
Ασυναρμολόγητες φράσεις, ψίθυροι, λέξεις που βγαίνανε από την άλλη μεριά της σημασίας των πραγμάτων: από τέτοια υλικά σχηματίζεται ο ποιητικός λόγος. Πρόκειται για μια απολύτως εμπρόθετη διαδικασία, η οποία εδράζεται στην πεποίθηση πως στο όνειρο, στις απωθημένες μνήμες, στις αντιφατικές επιλογές, στα λάθη, στα παιδικά χρόνια, στο αδιερεύνητο, εγκατοικεί ο αληθινός εαυτός, που χάνεται σε πράξεις ενηλίκων, μετατρέποντας τη ζωή σε μια βυθισμένη επανάσταση.
Έτσι, η ποιήτρια επικυρώνει την αβεβαιότητα (θέλω να μείνω/ αναποφάσιστη σ’ αυτή/ την τρομερή γλυκύτητα/ που με καταστρέφει), και θαυμάζει το σώμα που ανέμιζε/ λάθος πράξεις,/ στο πιο ψηλό κατάρτι. Στους Προσανατολισμούς του Οδυσσέα Ελύτη, στο πιο ψηλό κατάρτι του (του έρωτα, του καραβιού, του Αιγαίου) ο ναύτης ανεμίζει ένα τραγούδι. Και στα Ελεγεία της Οξώπετρας, ο ποιητής αναλογίζεται: όλος λάθη φεύγω, φιλιά που επάνω μου έμειναν. Στον τόνο του, όπως και στης Δαράκη, δεν ηχεί μεταμέλεια, αλλά η αίσθηση της συμφιλίωσης τόσο με τη ζωή όσο και με τον θάνατο – τον οποίο τον βλέπει ο Ελύτης σαν θάλασσα που μεγαλώνει με τον άνεμο: Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος. Φυσάει/ Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος· ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός κι ατελεύτητος. Στο ίδιο μήκος κύματος, η Δαράκη γράφει:
Άλλοτε χαιρόμουν
τον αγέρα των αμπελιών Αργότερα
συνήθισα στον κλειστό αέρα
των δωματίων
Τώρα φυσάει κατά πάνω μου
ένας άνεμος,
Ψηλός και Αρχάγγελος
Θάνατος και ζωή δεν αποτελούν διακριτές καταστάσεις σε μια ποίηση όπου τα περασμένα, τα τωρινά και τα μελλούμενα, τα πλάσματα, οι σκιές και τα όνειρα διασταυρώνονται διαρκώς και αλληλοαντικρίζονται μέσω ενός σιωπηλού λόγου που διαφυλάσσει την ιερότητα του ανείπωτου, δωρίζοντας κάποτε τη διάρκεια, την επανάληψη, την απελευθέρωση από την εξωτερική πραγματικότητα: να επινοείς τον εαυτό σου/ σαν σκιά που σου ξέφυγε πάλι. Σαν σκιά ή σαν είδωλο που μοιράζεται στα δύο: το ένα κομμάτι κοιτάζει το άλλο που έχει αποσπαστεί από τον καθρέφτη και έχει μπλεχτεί στις φωτοσκιάσεις του.
Ωστόσο, ο κόσμος που δημιουργείται από τις ωσμώσεις αυτές δεν είναι βολικός, και το υποκείμενο δεν εφησυχάζει εντός του. Το αντίθετο: συνειδητοποιεί πως του έχουν υφαρπάξει την ψυχή του, που ήταν ένα τραγούδι ατσάκιστης ελευθερίας· νιώθει απροστάτευτο απέναντι σε εξωγενείς και ενδογενείς δυνάμεις· διαλύεται· αδυνατεί να ορίσει τα ίδια του τα δημιουργήματα: Τι με σκορπίζει έτσι/ τι δεν με αναγνωρίζει/ Δεν μ’ εμπιστεύεται πια το σκοτάδι μου/ πυρπολεί τον καθρέφτη/ αρπάζει μέσα μου φωτιά. Οι λέξεις προδίδουν. Αντί να διανοίξουν έναν ασύνορο χωροχρόνο, εκγλωβίζουν την ποιήτρια τιμωρώντας την επειδή εκείνη τις έχει κλείσει στα οστεοφυλάκια της γραφής. Αν παλιότερα σηκωνόντουσαν σαν αλαφροΐσκιωτες/ στο αίμα, τώρα, κάποιες φορές αποξενώνονται ή νεκρώνονται. Αιτία, η καθήλωσή τους σε γραπτά κείμενα, καθώς και η απουσία επικοινωνίας με τους άλλους: Τα λόγια μέσα μου συστρέφονταν γιατί/ κανείς δεν μου μιλούσε παρά/ μονάχα η σιωπή κι οι επαναλήψεις της γύρω από το χ α μ έ ν ο / Κουράστηκα να γράφομαι.
Η συλλογή αφηγείται την περιπέτεια του ανθρώπου στην εποχή του και στην καθημερινότητά του· και, παράλληλα, την περιπέτεια της ποιητικής δημιουργίας. Η Ζέφη Δαράκη γράφει αναζητώντας, πέρα από τη γραφή, την ομιλία· και, ακόμη πιο πέρα, τη συνομιλία με παρόντες και απόντες. Συνομιλία που δύναται να διεξαχθεί μονάχα στο σύνορο του λόγου με τη σιωπή, εκεί όπου όλα εξαφανίζονται και ανασχηματίζονται μέσα στο ποίημα: σημείο έλξης των αντιθέτων, και σύντηξης της έλλειψης με την πληρότητα, της απόστασης με την εγγύτητα, της απορίας με τη γνώση: Το απαστράπτον σκοτεινό που δεν/ μας απευθύνει το σκοτάδι του/ Αλλά υψώνεται σαν άγαλμα γύρω απ’ το ίδιο το νόημά του.
(*) Η Έλλη Φιλοκύπρου είναι καθηγήτρια ΕΚΠΑ
Ζέφη Δαράκη, Συναντήσεις στο άβατο (εκδόσεις Ύψιλον, 2021)
Αναζητήστε το εδώ