του Θόδωρου Σούμα
Το σύγχρονο ελληνικό σινεμά διαθέτει αρκετούς αξιοπρόσεκτους, ενδιαφέροντες σκηνοθέτες στο ενεργητικό του, που έκαναν παράξενες, ατμοσφαιρικές ταινίες τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Γιώργος Λάνθιμος (Κινέττα, 2005, Κυνόδοντας, 2009, Άλπεις, 2011, Lobster, 2015, Ευνοούμενη , 2018, Poor Things, 2023), Γιάννης Οικονομίδης (Σπιρτόκουτο, 2003, Η ψυχή στο στόμα,2006, Μαχαιροβγάλτης, 2009, Το μικρό ψάρι, 2013, Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς, 2020), Πάνος Κούτρας (Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά, 1999), Αληθινή ζωή, 2004, Στρέλα, 2009, Xenia, 2013, Dodo, 2022), Αργύρης Παπαδημητρόπουλος (Bank Bang, 2009, Wasted youth, 2010, Suntan, 2015, Monday, 2018), Άγγελος Φραντζής (Polaroid, 2000, Το όνειρο του σκύλου, 2005, Μέσα στο δάσος, 2009, Σύμπτωμα, 2015, Το ακίνητο ποτάμι, 2017, Ευτυχία, 2019), Σύλλας Τζουμέρκας (Χώρα προέλευσης, 2010, Η έκρηξη, 2014, Το θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών, 2019 ), Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη ( Η διαρκής αναχώρηση της Πέτρα Γκόινγκ, 2000, Attenberg, 2010, Chevalier, 2015), Μπάμπης Μακρίδης (L, 2011, Οίκτος, 2018, Όρνιθες (ή πώς να γίνεις πουλί), 2020), Αλέξανδρος Αβρανάς (Without, 2008, Miss Violence, 2013, True crimes, 2016, Love me not, 2017), Αλέξανδρος Βούλγαρης (Κλαις;, 2003, Ροζ, 2006, Νήμα, 2016, Winona, 2019, Γυμναστήριο, 2020), Χρήστος Νίκου, Γιώργος Κωνσταντάτος (Luton, 2013, Μικρά όμορφα άλογα, 2020), Αλέξης Αλεξίου (Ιστορία 52, 2008, Τετάρτη 04:45 , 2014), Σοφία Εξάρχου (Park, 2016, Animal, 2023), Ζαχαρίας Μαυροειδής (Ο ξεναγός, 2011, Απόστρατος, 2019, Το καλοκαίρι της Κάρμεν, 2023), Ελίνα Ψύκου (Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά, 2013, Ο γιος της Σοφίας, 2016), Γιώργος Γεωργόπουλος (Tungsten, 2010, Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό, 2019), Κωνσταντίνα Βούλγαρη (Valse sentimental, 2007, Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους;, 2012), Δημήτρης Μπαβέλλας (Η αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ, 2021, Runaway Day, 2013), Ευαγγελία Κρανιώτη (Exotica, Erotica, etc, 2015, και Obscuro Barroco, 2018), Εύα Στεφανή (τα ντοκιμαντέρ Μέρες και νύχτες της Δήμητρας Κ., 2021, Mόνο άνδρες, 2019, Λουόμενοι, 2008, Ακρόπολις, 2001), και άλλοι.
Αυτό το “αλλόκοτο”, weird, παράδοξο και δροσερό ρεύμα, που είχε την αφετηρία του γύρω στο 2010, βασίστηκε εν πολλοίς στις σεναριακές κι αφηγηματικές εμπνεύσεις του ανερχόμενου διεθνώς, Γ.Λάνθιμου και του σεναριογράφου του Ε.Φιλίππου, που απετέλεσαν τον πυρήνα αυτής της φρέσκιας και πρωτότυπης, θεματολογικής και στυλιστικής, ελληνικής κινηματογραφικής προσπάθειας. Η συνεργασία Λάνθιμου, Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη και του σεναριογράφου τους Ευθύμη Φιλίππου, μετέδωσε έναν ιδιαίτερο τόνο στα φιλμ τους και επηρέασε άλλους νέους σκηνοθέτες. Ακολούθησαν βεβαίως και άλλα φιλμ, άλλων ταλαντούχων σκηνοθετών, σε παρόμοιο κλίμα, που δεν συνέκλιναν απαραίτητα προς την αισθητική των προηγούμενων σκηνοθετών, μα συνέβαλαν στη δημιουργία μιας τάσης, μιας παράδοξης ατμόσφαιρας και μιας ρηξικέλευθης διάθεσης. Ορισμένοι σκηνοθέτες που προηγουμένως έκαναν κάποιο διαφορετικό σινεμά, επηρεάστηκαν από το greek weird wave και να μετέβαλαν κάπως το ύφος τους, βλέπε ταινίες του Π.Κούτρα και του Α.Φραντζή (Μέσα στο δάσος, 2009, και Σύμπτωμα, 2015) και τις ταινίες Η Μικρή Άρκτος και September των σκηνοθέτιδων Ελ.Χρονοπούλου και Π.Παναγιωτοπούλου, αντιστοίχως. Αλλά και ο σημαντικός Γιάννης Οικονομίδης της ταινίας Η ψυχή στο στόμα (2006), μπορεί να αποτελεί έναν προάγγελο του αλλόκοτου ελληνικού ρεύματος, δίπλα στον Λάνθιμο της πρώτης του ταινίας Κινέτας (2005).
Το greek weird wave έχει ορισμένες κοινές συντεταγμένες, που καθορίζονται από τον προσδιορισμό του, παράξενο κι αλλόκοτο. Οι περισσότερες μυθοπλασίες έχουν έναν παράδοξο χαρακτήρα, μια αλλόκοτη υφή και περιέχουν μια παράξενη αφηγηματική πλοκή και ανάπτυξη.
Οι νέοι σκηνοθέτες διαφοροποιήθηκαν από τον σκηνοθετικό, σεναριακό και τηλεοπτικό ακαδημαϊσμό, και ενστερνίστηκαν τις εξελίξεις της κινηματογραφικής γλώσσας, ιδίως του διεθνούς ανεξάρτητου, διαφορετικού σινεμά, ευρωπαϊκού και αμερικάνικου.
Ο νέος κινηματογράφος περιλαμβάνει την απεικόνιση των κοινωνικών, υπαρξιακών και ιδιωτικών προβλημάτων του σύγχρονου Έλληνα και των εστιών της κοινωνικής οργάνωσης της ζωής του, των οικογενειών και των ζευγαριών, μια διάθλαση των εικόνων μέσα από παραμορφωτικούς φακούς· εικόνων υπερβολικών, υπερτονισμένων, παράξενων μέσα στη διόγκωσή τους, αλλά συνήθως αληθινών.
Η σχέση των ταινιών του παράξενου ελληνικού ρεύματος με τον ρεαλισμό και με τη ρεαλιστική μυθοπλασία, είναι σχέση διαδρομών που ναι μεν δεν συμπίπτουν, αλλά σε ορισμένα μέρη, σε ορισμένα σημεία πλησιάζουν, συναντώνται και τέμνονται. Το αλλόκοτο ελληνικό σινεμά δεν διαρρηγνύει, δεν χαλάει τη σχέση του με το κοινωνικό σινεμά, παρακολουθεί το κοινωνικό γίγνεσθαι, όπως βέβαια και το ατομικό. Αρκετές φορές αναφέρεται σε κοινωνικά ζητήματα ή και τα σχολιάζει, γίνεται σημαίνον από κοινωνική άποψη.
Όμως, όλα αυτά τα δεδομένα δεν συναποτελούν ένα συγκεκριμένο αισθητικό στίγμα, ένα συγκεκριμένο τύπο καλλιτεχνικού κινηματογράφου τέχνης, ένα αισθητικό και οικονομικό, low budget, μοντέλο. Προφανώς δεν υπάρχει μια τόσο μεγάλη ενότητα απόψεων, αναζήτησης κι εντοπισμού θεμάτων, παρά τα κοινά τους μυθοπλαστικο-αφηγηματικά στοιχεία και την επιλογή κάποιων κοινών κοινωνικών θεμάτων. Επίσης να παρατηρήσουμε πως το ρεύμα του παράδοξου ελληνικού σινεμά αδυνατίζει σταδιακά, ιδίως από τότε που ο Λάνθιμος μετακόμισε στο εξωτερικό και κάνει διεθνείς παραγωγές.
Στους νεότερους σκηνοθέτες συναντάμε, παρ’όλα αυτά, ορισμένα κοινά θεματικά και αισθητικά στοιχεία. Στην προβληματική των νεότερων κινηματογραφιστών αντανακλώνται τα ζητήματα της ελληνικής κοινωνικής, οικογενειακής, πολιτιστικής και οικονομικής κρίσης. Στα θέματά τους παρεισφρέουν οι καταστάσεις του φόβου, της πνιγηρής καταπίεσης και της εξουσίας της οικογένειας, του πατέρα και του κράτους, της κρίσης και του κινδύνου.
Τα φιλμ πραγματεύονται συχνά το ζήτημα της αυταρχικής, πατριαρχικής οικογένειας, αλλά και το σχετικό θέμα της παρεκκλίνουσας σεξουαλικότητας, έτσι όπως πηγάζει και «διδάσκεται» από τη γεμάτη εντάσεις κι αδιέξοδα οικογένεια, στα μέλη της. Αυτά τα θεματικά μοτίβα φανερώνονται στον Κυνόδοντα, στη Miss Violence , του Αβρανά και τη Στρέλα, του Κούτρα, όπου οι επιδράσεις της οικογένειας ή του αυταρχικού πατέρα αποτυπώνουν στα υποτελή μέλη της μια διεστραμμένη ερωτική αντίληψη και συμπεριφορά, την οποία πείθονται ή αναγκάζονται να ακολουθήσουν παθητικά. Σε αρκετές ταινίες περιγράφεται ένα πλέγμα παράταιρων σεξουαλικών σχέσεων. Το σεξ και η σεξουαλικότητα περιλαμβάνονται στα μοτίβα oρισμένων, απελευθερωμένων, μοντέρνων Ελλήνων σκηνοθετών. Στο σύγχρονο κινηματογραφικό ρεύμα εντοπίζουμε αυτή τη θεματική στο Suntan, του Αργ.Παπαδημητρόπουλου και στο Μέσα στο δάσος του Άγγ.Φραντζή (τα ερωτικότερα), στο Winona (2019) του Αλέξανδρου Βούλγαρη, στο Attenberg, στον Κυνόδοντα και στη Miss Violence, στη Στρέλα του Κούτρα, στα Το παιδί τρώει το φαΐ του πουλιού (Λυγίζος), στα Lustlands και The Great Eastern των αδελφών Ιωνά (ή αλλιώς The Callas), στην Ιστορία 52, του Αλέξη Αλεξίου, στο Park, της Σοφίας Εξάρχου, κ.α. Η σεξουαλικότητα σκιαγραφείται προσδιορισμένη από τα κοινωνικά δεδομένα. Τείνει μερικές φορές προς τη σεξουαλική παρέκκλιση, όπως συμβαίνει στα φιλμ Στρέλα, Miss Violence, Κυνόδοντας και Suntan.
Οι ιδιότυπες ταινίες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά διατηρούν κάποια ροπή προς τη μυθοπλασία και την αφηγηματικότητα, όχι όμως αυστηρή και πολύ συντεταγμένη. Γοητεύονται από τις μορφικές αναζητήσεις και επιδιώκουν να σαγηνεύσουν τον θεατή με τις σκηνοθετικές ιδέες και ανανεώσεις και όχι μόνο με τα θεματικά και δραματουργικά κι αφηγηματικά μοτίβα τους. Στις ταινίες υιοθετείται ένας ευέλικτος, μοντέρνος κι εύπλαστος τρόπος κινηματογράφησης και σκηνοθεσίας. Το θετικό είναι η μεγαλύτερη αμεσότητα κι ευλυγισία στο φιλμάρισμα, η ένταση κι ειλικρίνεια του μυθοπλαστικού αισθητικού βλέμματος.
Από τη μορφική πλευρά, συνδυάζονται μια σκηνοθετική ματιά ψυχρή και διαυγής, η δημιουργία εικόνων που γεννούν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, ένα ιδιότυπο και πρωτότυπο στυλ, η παγερή αναπαράσταση που δεν κολλάει, δεν φρακάρει σε προκαταλήψεις, ταμπού και παράδοξα μυθοπλαστικά ευρήματα κι αφηγηματικά μοτίβα. Από την υιοθέτησή τους προέκυψε ο χαρακτηρισμός των ξένων για τον κινηματογράφο των νεότερων σκηνοθετών, παράξενο ελληνικό σινεμά.
**
Ένας από τους νεότερους σκηνοθέτες είναι ο Χρήστος Νίκου (γεννηθείς το 1984 στην Αθήνα) που σκηνοθέτησε την πρώτη του μεγάλου μήκους, τα αξιόλογα και ατμοσφαιρικά Μήλα, το 2020. Τα Μήλα έχουν μια μινιμαλιστική, περίεργη και φανταστική μυθοπλασία. Οι κυριότερες αρετές τους είναι η εικαστική λιτότητα και φωτογραφία, η σκηνοθετική επάρκεια, η εκφραστικότατη, δυνατή και ταυτόχρονα απλή ερμηνεία του χαρισματικού Σερβετάλη, η φαντασία της κεντρικής σεναριακής σύλληψης και η δημιουργία με λιτά μέσα, ενός έντονου, ξεχωριστού κλίματος.
Το φιλμ ως ταινία φαντασίας κατά κάποιο τρόπο, έχει μια παράδοξη ιστορία, που ξεφεύγει από τον κοινωνικό κινηματογράφο χωρίς όμως να απομακρύνεται πολύ από αυτόν, γιατί η βασική ίντριγκα πατάει με το ένα πόδι στη φαντασία και με το άλλο στο αυθαίρετο, καταπιεστικό κλίμα που επικρατεί στη σημερινή κοινωνία, δηλαδή υπάρχει στο φιλμ κοινωνική συνείδηση, κρίση και κριτική. Στη μεγαλούπολη σοβεί μια επιδημία απώλειας της μνήμης σε πολλούς κατοίκους της. Αυτή αντιμετωπίζεται από την κρατική υγειονομική περίθαλψη με μέτρα που πατρονάρουν, ποδηγετούν και καθοδηγούν ασφυκτικά τους ασθενείς, για να τους κατασκευάσουν τεχνητά, βιασμένα κι αυταρχικά, μια νέα προσωπική και κοινωνική ζωή.
Το επόμενο φιλμ του, Fingernails, μια αγγλική παραγωγή του 2023, υποστηρίχτηκε από τη μεγάλη ηθοποιό και παραγωγό Κέιτ Μπλάνσετ, που εκτίμησε την βασική ιδέα του Χρ.Νίκου και την πρωτοτυπία της. Έχουμε ξανά να κάνουμε, στη δεύτερη μεγάλου μήκους του Χρ.Νίκου, με μια ιδέα που έχει την αφετηρία της στην (επιστημονική) φαντασία και παίρνει διαστάσεις κοινωνικού προβληματισμού, μετασχηματιζόμενη τελικά σε μια ρομαντική κομεντί φαντασίας, με τρυφερότητα, γλυκόπικρο χιούμορ και γλύκα. Πρόκειται για μια μυθοπλαστική κι αφηγηματική κεντρική ιδέα που έρχεται από το greek weird cinema και, περίπου, από τα σενάρια του Ευθύμη Φιλίππου με τον Γ.Λάνθιμο.
Εδώ, τα σύγχρονα ζευγάρια καταφεύγουν σε μια εταιρεία που διαπιστώνει, μέσω κάποιου τεστ, εάν είναι ερωτευμένα και εάν μπορούν να ζήσουν μαζί τη ζωή τους, αφού τους περνά από μια διαδικασία εκμάθησης του έρωτα και της ερωτικής, συναισθηματικής προσέγγισης, μέσω συγκεκριμένων ασκήσεων. Φυσικά οι συνέπειες της όλης διαπαιδαγώγησης είναι από ευτράπελες και παλαβές, έως επικίνδυνα αυταρχικές, δεν προσθέτουν κάτι πολύ ουσιαστικό στους ψυχικούς και ερωτικούς δεσμούς των ανθρώπων, που υποτίθεται πως είναι το ζητούμενο.
Στη ζωή της ηρωίδας υπάρχουν, μπαίνουν δύο άντρες. Ο σύζυγός της και ο κατοπινός εραστής, συνάδελφός της. Η μυθοπλασία μετατρέπεται σε αισθηματική, ψυχολογική κομεντί, με απλότητα και επιτηδειότητα. Τα μυθοπλαστικά στοιχεία αναπτύσσονται λιτά και λειτουργικά, χωρίς εντάσεις και πάθη, χαμηλότονα. Το βασικό μειονέκτημα του φιλμ, σε αντίθεση με τον Αστακό του Λάνθιμου, με τον οποίο συγγενεύει σαν ιστορία, είναι πως τα κεντρικά πρόσωπα αργούν πολύ να συνειδητοποιήσουν το πόσο προβληματική, αυθαίρετη κι αυταρχική είναι η όλη διαδικασία που αποσκοπεί – και εδώ – στο ζευγάρωμα των ανθρώπων. Δηλαδή η αντιμετώπιση των προσώπων είναι πολύ ήπια ώστε να ταιριάζει με το ύφος της αισθηματικής κομεντί στην οποία καταλήγει η ιστορία, ενώ στον Γ.Λάνθιμο συναντάμε γρήγορα μια διάθεση εξέγερσης που κάνει τον Αστακό πιο δυνατό και συγκρουσιακό… Το βλέμμα του Χρήστου Νίκου είναι γενικά πιο ήρεμο και ήμερο, κάτι όχι κακό αυτό καθαυτό, μα που ίσως μειώνει λόγω του χαμηλόφωνου στυλ του, την ένταση και τις ρήξεις στις δύο αξιόλογες ταινίες του.