Το παράδοξο του θανάτου στο «Οι αυτόχειρες» του Γκυ ντε Μωπασάν (της Βαλέριας Σιβούδη)

0
556

 

της Βαλέριας Σιβούδη (*)

«Είναι μεσάνυχτα. Όταν θα έχει τελειώσει αυτό το γράμμα, θα έχω αυτοκτονήσει». Σημειώνοντας τούτη τη φράση του Γκυ ντε Μωπασάν ο νους μου ταξίδεψε ασυνείδητα σε μιαν ανάμνηση φυλαγμένη βαθιά στο συρτάρι της μνήμης κατά την οποία ένιωσα ακριβώς το ίδιο ρίγος να με διαπερνά όταν συνειδητοποίησα την αέναη αντίφαση των πραγμάτων, υπαρκτών και νοητών, στο συνειδητό και όχι μόνο κόσμο μας. Ήταν εκείνη η στιγμή και τα λεπτά που την ακολούθησαν όταν αντιλήφθηκα φιλοσοφικά και περισσότερο εμπειρικά τί σημαίνει η έννοια ενός παραδόξου. Ο Whitely ορίζει μια νοησιοκρατική εκδοχή ενός βασικού παραδόξου κάτι για το οποίο δεν μπορείς ως λογικός μηχανισμός να υποστηρίξεις χωρίς να πέσεις σε μιαν αντίφαση ακόμη και αν πρόκειται για τον ίδιο τον ορισμό του εαυτού σου και αν προσπαθήσεις να το κάνεις θα διαπιστώσεις τον περιορισμό που σου θέτει ο ίδιος στο να αναπτύσσεις μια πολύ ιδιαίτερη δράση πάνω του σε σχέση με άλλα αντικείμενα. Κάπου ανάμεσα σε όλες αυτές τις θέσεις προσετέθη άλλη μία βασική, ίσως λιγάκι ασταθής και γενικευμένη, μα αληθής μέχρι τα επιτρεπτά όρια του ορισμού και των συνεπειών της αρχή. Αυτή που ενέχει το παράδοξο της θανατολογίας ή μακαβριότητας, όπως αποτολμώ να το χαρακτηρίσω. Και για να επεξηγήσω με μεγαλύτερη σαφήνεια την ύπαρξή του, το συνέκρινα με εκείνο της ευτυχίας: Λέγεται ότι αυτός που επιδιώκει στη ζωή του την ευτυχία δε γίνεται ποτέ ευτυχισμένος και ο πραγματικά ευτυχισμένος άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται γνωστικά την ύπαρξη της ευτυχίας την οποία έχει στη ζωή του. Το ίδιο συμβαίνει και με το θάνατο. Ο αρνητισμός που τον συνοδεύει ως φαινόμενο της υλικής ύπαρξης δεν του επιτρέπει κάποια άλλη ιδιότητα σε οποιαδήποτε κοινωνικοπολιτισμική και ιστορική συνθήκη, όσο περισσότερο όμως ασχολείται κανείς με το ζήτημα αυτό τόσο περισσότερο εγείρει την περιέργειά του να τον μάθει, να τον φανταστεί, να τον αγγίξει. Το «ρεύμα της απελπισίας» είναι εκείνο που τον τοποθετεί στο επίκεντρο της έμπνευσης, της γένεσης, της λύτρωσης ακόμη και της ίδιας της ζωής. Έτσι, πολλοί καλλιτέχνες συνέθεσαν έργα με βάση αποκλειστικά το ζήτημα του θανάτου και τη σκοτεινή, διπλή όψη των πραγμάτων γύρω από αυτό και τον άνθρωπο. Μέγα παράδοξο, υπαρκτό ωστόσο αν κρίνει κανείς από την ίδια την καθημερινότητα μέσα στην οποία συναντούμε την έννοια της αυτοχειρίας ως πράξη που για κάποιους δηλώνεται απελπιστικά λυτρωτική. Πώς φτάνει όμως κανείς να επιλέγει εκείνο που για πολλούς φαντάζει ως το ύψιστο κακό, θα αναλυθεί παρακάτω.

«Οι αυτόχειρες» του Μωπασάν τοποθετούν οκτώ απτά παραδείγματα, οκτώ μικρές, αυτοτελείς ιστορίες ανθρώπων οι οποίοι δρουν, σκέπτονται, μάχονται στο σύγχρονο και κάθε εποχής παρελθούσας ή μεταγενέστερης κόσμο, αφού η πορεία τους παρουσιάζει κοινά στοιχεία σε όποια εποχή και αν τους εντάξουμε «επιβιώνοντας» με τον τρόπο αυτό μέσω της ίδιας της αυτοχειρίας τους. Παράλληλα, προβάλλουν με τον πιο παραστατικό τρόπο τα λεπτά όρια που διαχωρίζουν την ισορροπία του εαυτού από τη φευγαλέα ή προοδευτικά συγκροτημένη απόπειρα κατακερματισμού του. Ο Μωπασάν, πιστός θαυμαστής και κυρίαρχος στο ρεύμα της απελπισίας τοποθετεί στο επίκεντρο του συγγραφικού του έργου την αυτοχειρία μέσα από ένα σύνολο διαφορετικών συχνά βαθέως κρυμμένων προσωπείων ωθώντας με τούτο τον τρόπο τις ιστορίες του σε ένα παράδοξα μακάβριο τέλος όπου η κάθαρση και συναισθηματική αποφόρτιση φαντάζουν αναγκαίες για τους ήρωές του παρά τη στιγμιαία και ασυνείδητη επιφανειακά σύλληψη μιας τέτοιας απόφασης, κάτι το οποίο με μια βαθύτερη ανάλυση και ψυχολογική προσέγγιση οδηγεί τον αναγνώστη στο συμπέρασμα μιας αρτίως προσχεδιασμένης διαδικασίας την οποία ο καθένας εξ αυτών είχε φαντασιωθεί τουλάχιστον μία φορά σε μια κατάλληλη χρονική συγκυρία, μα ανέμενε τον «επιθανάτιο ρόγχο» της καθημερινής του εσωτερικής σύγχυσης για να τη φέρει εις πέρας.

Ομολογώ πως η μετατροπή των σκέψεων που μου γέννησαν οι οκτώ αυτόχειρες σε λέξεις με ώθησε πολλές φορές σε μια άνιση θα σημείωνα πάλη μεταξύ συνειδητού και ασυνειδήτου, ψυχολογικής και συγγραφικής επεξήγησης πολλών πραγμάτων, μέσα σε μια περίοδο αρκετά σκοτεινή κοινωνικά όπου η νοσηρή σκιά του θανάτου πέφτει βαριά πάνω από το άμορφο σώμα της ζωής όσο εκείνη μάχεται να σταθεί ξανά όρθια. Το να γράφεις λοιπόν για το θάνατο και δη για την αυτοχειρία σε μια τέτοια συνθήκη γεννά ένα ακόμη παράδοξο, του να αντιμετωπίζεις το φόβο σου χρησιμοποιώντας τον ως όπλο. Προσωπικά, δε θα ήθελα να προσδώσω μια τέτοια διάσταση στην παρούσα κριτική, διότι δεν εμπνέεται ούτε και προορίζεται για κάτι τέτοιο, μα για κάτι εντελώς απαλλαγμένο από όποια χρονική ταυτότητα και συγκυρία, κάτι περισσότερο κοντά στην επιστήμη μου, την Ψυχολογία. Και αυτό είναι το κοινό σημείο το οποίο εντοπίζει κανείς στην τέλεση της αυτοχειρίας και της «τρέλας», η κατάλυση δηλαδή της ενότητας του εγώ. Δεν είναι σίγουρο ποιο από τα δύο έρχεται πρώτο και δεν εξασφαλίζεται πάντα το ίδιο αποτέλεσμα, ένας θάνατος. Όμως, οι παρανοειδείς ιδέες όταν υπάρχουν ωθούν ή ωθούνται από το άτομο στο σημείο του πειραματισμού. Φυσικά, το αν θα οδηγήσουν στην ολοκλήρωση αποτελεί κράμα πολλών άλλων παραγόντων και διαφέρει από διαταραχή σε διαταραχή, μα και συνθήκη. Παραμένοντας στην ψυχοπαθολογική οπτική της κατάλυσης θα ήθελα να τη μεταφέρω περισσότερο στο δίπολο που ο ίδιος ο Μωπασάν δημιούργησε στο νου του: από τη μια η ματαιότητα των πραγμάτων στην ανθρώπινη υπόσταση και από την άλλη η προσπάθεια μιας βαθύτερης εξήγησης αυτής να οδηγεί στη γένεση ενός συγγραφέα-ψυχολόγου δίνοντας έτσι σάρκα και οστά στα λόγια του Μπαλζάκ και του Φλωμπέρ πως «ο συγγραφέας πάνω απ’ όλα πρέπει να είναι ένας δεινός ψυχολόγος».

Για μένα ο Μωπασάν στο έργο του δεν προβάλλει απλώς οκτώ διαφορετικές πορείες ζωής με κοινή κατάληξη, μα ενσωματώνει τον ίδιο του τον εαυτό στους ήρωές του, δίνοντας με ύφος γλαφυρό την απόγνωση οκτώ διαφορετικών ανθρώπων, εμπειριών και πλαισίων μετατρέποντας τον αναγνώστη από απλό θεατή σε κομμάτι του δράματος και κατευθύνοντάς τον στο παράδοξο εκείνο από το οποίο ξεκίνησαν όλα, το μέγα παράδοξο του θανάτου. Και για τον ίδιο τον Μωπασάν ωστόσο το τέλος θα είναι αντίστοιχο, αποτελώντας τον ένατο αυτόχειρα της αυτοβιογραφικής του πράξης.

(*) Η Βαλέρια Σιβούδη είναι φοιτήτρια Ψυχολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), ενώ παράλληλα δραστηριοποιείται με τη συγγραφή  ποιημάτων, άρθρων και κριτικών. 

Info: Γκυ ντε Μωπασάν,Οι αυτόχειρες, μτφρ. Γιώργος Ξενάριος, Κέδρος

Προηγούμενο άρθρο10 + 1 «πειραγμένα» βιβλία μικρής φόρμας (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΗμέρες βραβείων Παιδικού Βιβλίου   (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ