της Αγάθης Γεωργιάδου
Τι είναι η ποιητική τέχνη, ποια η ουσία της, τα υλικά της και η σχέση της με τις άλλες επιστήμες είναι μερικά από τα θέματα στα οποία εντρυφεί ο Γιώργος Βέης στη «δοκιμίων σύνοψή» του με τίτλο Για την ποιητική γραφή. Κείμενα δημοσιευμένα κατά το παρελθόν, συγκεντρωμένα στον τόμο αυτό, συνιστούν μια νέα πρόκληση ανάγνωσης κι ανοίγουν νέες συζητήσεις σχετικά με το ποιητικό φαινόμενο.
Στα δοκίμιά του ο Βέης ξεδιπλώνει σα βεντάλια ποικίλες πτυχές του θέματος, συν-μιλώντας πότε ως ποιητής και πότε με τα λόγια και τους στοχασμούς άλλων διανοητών, συγγραφέων ή καλλιτεχνών, πότε με λόγο απλό και εύληπτο και πότε με πυκνότερο και συνθετότερο, πάντοτε, όμως, πέρα από το τετριμμένο και το προφανές.
Στο βιβλίο προτάσσεται το σονέτο του ποιητή «Ars poetica» από τη συλλογή Ν, όπως Νοσταλγία, στο οποίο η ποιητική τέχνη δεν είναι παρά ένα «παιχνίδι ομορφιάς, είδωλο κι αλήθεια μαζί», διάλογοι πουλιών, σχόλια λουλουδιών, ψίθυροι της άνοιξης, ομιλίες του θέρους, λέξεις που αποκαλύπτουν την ομορφιά της ζωής.
Τι είναι, όμως, στο βάθος της η ποιητική γραφή; Είναι, κατά τον Βέη, ο στίβος στον οποίο το υποκείμενο αναμετριέται με «ό,τι τον εξουθενώνει ή το απειλεί» και, ταυτόχρονα, η διαδικασία που μορφοποιεί ό,τι διεγείρει ευεργετικά τον ποιητή, αντλώντας τις θεματικές της από πολλές πηγές σε «ισόποσες δόσεις»: γεγονότα, εμπειρίες, αυτοβιογραφικό υλικό, υπαρξιακά ερωτήματα, μια που η ποίηση είναι και «ο καθρέφτης του θανάτου»: «Γράφουμε για να πληρώσουμε ορισμένα κενά της ύπαρξης, για να αποπληρώσουμε όσα μας παραχώρησαν οι αισθήσεις», σημειώνει.
Αυτό που διαφαίνεται, πάντως, σε όλα τα δοκίμια είναι ότι η ποιητική γραφή αποτελεί μια αδιάκοπη αναμέτρηση του δημιουργού με τις λέξεις, μια επιθυμία λέξεων που γεννά το νόημα. Ένα ταξίδι που έχει ως αφετηρία τη γένεση του υποκειμένου, τις ρίζες του, τις παραστάσεις του, τις μνήμες και τα βιώματά του. Καθ’ οδόν η ποιητική γραφή ενσωματώνει «οραματική σοφία» με την οποία ο ποιητής προσπαθεί να αντιμετωπίσει συμβολικά την ασφυκτική πραγματικότητα. Ο Ποιητικός Νους, μας λέει ο Βέης, «έχει το χάρισμα να καταργεί είδωλα και ψεύδη φαινομένων». Με όχημα τις μεταφορές, τα σύμβολα και τους υπαινιγμούς προσπαθεί να εξασφαλίσει την επιβίωση του ανθρώπου ενάντια στον εξανδραποδισμό του.
Η ποιητική γραφή, κατά τον Βέη, μοιάζει με ένα εκκρεμές που κινείται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας και το οποίο διευρύνει την επικοινωνία μας με τον κόσμο, τοποθετώντας τα πράγματα στην ορθή τους διάσταση, αφού «δρα ως το κατεξοχήν αντίβαρο στην μονοδιάστατη αγωγή των προσώπων ή των α-προσώπων». «Αναμφίβολα», μας λέει στο δοκίμιο «Ποίηση και Φιλοσοφία», «η ποίηση θα εξακολουθεί να ενεργεί παλίντροπα: από τη μία, θα την έλκει και θα την ελκύει ο πόλος του πραγματικού και ό,τι αυτό μπορεί ενδεχομένως να σημαίνει, και από την άλλη, θα τη διεγείρει το φαντασιακό με όλη την δυναμική του». Μέσα από αυτή τη διάδραση εξασφαλίζεται η ποιητική διάσταση του κόσμου. Για να το δείξει αυτό ο Βέης επικαλείται τον Τζόζεφ Κόνραντ που διατείνεται πως «αν πράγματι μόνο η φαντασία και όχι η επινόηση είναι υπέρτατη κυρίαρχος της τέχνης, όπως και της ζωής, τότε οι ευθύνες μας για τη διατήρηση του δικαιώματος να ονειρευόμαστε μέσα στο δάσος των λέξεων είναι τώρα ιδιαίτερα αυξημένες.»
Και καθώς είναι ευέλικτη η ποιητική γραφή, αξιοποιεί την αποκλίνουσα γλώσσα για να προσδώσει μορφή στο χάος. Είναι μια δοκιμή ύφους, μια δοκιμασία με τις λέξεις με σκοπό να αποδοθεί ήθος και ρυθμός στα πράγματα και στις αισθήσεις. Αποτελεί, δηλαδή, «σμίλη χάραξης της πραγματικότητας», ώστε να γίνει πιο κατανοητή και υποφερτή, ένα μέσο για να μετατραπεί το σώμα σε ποιητική ύλη και να μεταμορφωθεί «η όποια αλήθεια μας σε πνεύμα», αφού, κατά τον Βέη, η ανάγνωση της επαρκούς ποιητικής γραφής συνιστά άμυνα κατά του ψεύδους.
Στη «σύνοψη δοκιμίων» του ο Βέης καταγράφει και τις διαπιστώσεις του από τους σύγχρονους ποιητές που εκδίδουν κάθε χρόνο συλλογές με, κυρίως, μικρής έκτασης ποιητικά κείμενα, στα οποία πλεονάζει ο λυρισμός και οι «συναισθηματικές αποφορτίσεις». Αποδοκιμάζει όσους μηρυκάζουν τους παλιούς και καταξιωμένους ποιητές αλλά και όσους χρησιμοποιούν σκόπιμα τη γλώσσα της καθημερινότητας σε αντιδιαστολή με τον λόγο των παλαιότερων ποιητών. Παραδέχεται, ωστόσο, ότι υπάρχουν και εύστοχοι ποιητές που αποτυπώνουν το βιωματικό υλικό τους με «επιτήδειες λέξεις» και πειραματίζονται και με την παραδοσιακή μετρική. Τέλος, συμφωνεί με την κατηγοριοποίηση του Ελύτη ότι οι «κακοί ποιητές τρέφονται από τα γεγονότα, οι μέτριοι από τα αισθήματα και οι καλοί από την μετατροπή του τίποτε εσύ κάτι».
Στο βιβλίο καταγράφεται ακόμα με ποιητικότητα και στοχασμό ο ατέρμονος αγώνας των ποιητών με τις λέξεις, αφού αυτές παραμένουν το αιώνιο ζητούμενο της ποιητικής γραφής. Σκοπός των δημιουργών είναι να θηρεύσουν τις κατάλληλες λέξεις για να διατυπώσουν «το πράγμα». Η προσπάθειά τους παρομοιάζεται με ένα ονειρικό αγώνα στον οποίο αγωνίζονται να συλλάβουν με «μεγάλη λεπτότητα και προσοχή τις φτερούγες μιας πεταλούδας την ώρα που φτεροκοπάει». Μόνο που η «ενσάρκωση του πράγματος» συνεχώς διαφεύγει, διασώζοντας ελάχιστα από τα ίχνη της επιθυμίας των ποιητών. Την κατάσταση σώζει βέβαια ο κατάλληλος για την περίσταση υπαινιγμός, «το κλείσιμο του ματιού στο νόημα», ώστε να αποφευχθεί η ακριβολογία και να αποδοθεί η αληθινή ταυτότητα του πράγματος.
Ο αγώνας όμως του ποιητή με τις λέξεις δεν είναι πάντοτε ικανοποιητικός, αφού όσα αποτυπώνονται δεν είναι τα αξιότερα όσων είχε στο νου του. Η επιθυμία των λέξεων, το αδιάκοπο κυνήγι τους, μοιάζει με το ερωτικό παιχνίδι, που όταν ευοδωθεί, αφήνει ένα κατακάθι απογοήτευσης, αφού το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι ανάλογο του αγώνα που καταβλήθηκε. Για να στηρίξει την άποψή του ο Βέης επικαλείται τον αφορισμό του Χέγκελ που χρησιμοποιεί ο Λακάν, ότι «η λέξη είναι ο φόνος του πράγματος». Η λέξη, δηλαδή, ως ένα γενικευτικό κι αφαιρετικό σύμβολο «δολοφονεί» την αισθητηριακή εμπειρία, υποκαθιστώντας την αληθινή υπόσταση του πράγματος. Η ποίηση προσπαθεί να ζωντανέψει το πράγμα ή το συναίσθημα ως διαμεσολαβημένη βίωση και όταν το πετυχαίνει ο γράφων, τότε είναι πραγματικά ποιητής.
Άλλα δοκίμια αναφέρονται στη σχέση της Ποίησης με τον Χρόνο, την Ιστορία, τη Φιλοσοφία και την ίδια τη Γλώσσα, καθώς και σε θέματα ποιητικής, με αναφορά σε συγκεκριμένες ποιήτριες. Σχετικά με τον Χρόνο ο Βέης θεωρεί πως τα ποιήματα είναι μια «επαρκώς προμελετημένη απόπειρα χρονο-φωτογράφησης» και η Ποίηση «το νερό του χρόνου, όπου ο καθένας μπαινοβγαίνει στο ίδιο σημείο». Και όπως η Ιστορία κάνει ένα αγώνα δρόμου για να περισώσει τη Μνήμη, έτσι και η Ποίηση αποπειράται να της δώσει φωνή, αναζητώντας διαχρονικά την «ελευθερώτρια λέξη». Συμπλέοντας, τέλος, με τη Φιλοσοφία η Ποίηση, αποτυπώνει, όπως κι αυτή, το παράδοξο.
Αυτά είναι μερικά μόνο από τα θέματα που απασχολούν τον Γιώργο Βέη σε σχέση με την πεμπτουσία της ποιητικής γραφής. Απαντώντας στο καίριο ερώτημα «γιατί γράφουμε», επισημαίνει με κατασταλαγμένη σοφία πως αν «γραφή» σημαίνει «χάραγμα, ρωγμή», τότε «γράφουμε, διότι βλέπουμε τι υπάρχει πάνω και πίσω από τα πράγματα αγεωγράφητο, αγεωμέτρητο. Όσα διεκδικεί το φως, αυτά ακριβώς μας ανήκουν. Και πολλά περισσότερα. Γράφουμε για να αναβαθμίσουμε εκτάσεις για να κατανοήσουμε διαστάσεις του φαντασιακού. Οι λέξεις μας, αναδεικνύονται ως τα κεκτημένα συνθηκολογήσεων μεταξύ άρρητων και μη ποιοτήτων. Ναι, «πελεκώντας τον εαυτό μας, έτσι γράφουμε», κατά τη σεφερική δήλωση.
Η «σύνοψις δοκιμίων» Για την ποιητική γραφή είναι ένα πολύτιμο εργαλείο με το οποίο ο Γιώργος Βέης μάς δίνει κάποια κλειδιά για να κατανοήσουμε τη βαθύτερη λειτουργία της ποιητικής γραφής. Ποιητής και ο ίδιος, φαίνεται να συμφωνεί με τον Ελύτη πως «Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει· να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε: τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο Θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση».
Γιώργος Βέης, Για την Ποιητική γραφή, Δοκιμίων σύνοψις, Ύψιλον, 2021
Βρες το εδώ