της Ελένης Σβορώνου
Φανταστείτε μια ξεκαρδιστική ιστορία στην Αθήνα του νεογέννητου ελληνικού κράτους, με ήρωες ένα μικρό κορίτσι, ένα πανέξυπνο φτωχοδιάβολο του δρόμου, ένα πολύτιμο έκθεμα στο Κεντρικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον, το μετέπειτα Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο που στεγαζόταν, μέχρι το 1874 στο Ναό του Ηφαίστου, παλαίμαχους του Αγώνα και με κάποιους χαρακτηριστικούς τύπους της εποχής σε δευτερεύοντες ρόλους (π.χ. ένα νεαρό κορίτσι που φτάνει στην Αθήνα για να δουλέψει υπηρέτρια, έναν δημόσιο υπάλληλο, έναν αστυνομικό κλπ.).
Κι όμως δε θα βρούμε εύκολα τέτοια βιβλία. Δύσκολα γελάμε με την Ιστορία μας. Η παιδική και νεανική λογοτεχνία, και τα βιβλία γνώσης, που στοχεύουν στην εξοικείωση των νεαρών αναγνωστών με την Ιστορία σπάνια στοχεύουν και στο γέλιο. Κι αν καμιά φορά γελάμε με τους Αρχαίους, όταν φτάνουμε στα νεότερα χρόνια, το χαμόγελο παγώνει.
Πιθανόν κάτι ανάλογο να συμβαίνει και στη λογοτεχνία άλλων χωρών, όχι όμως στη Βρετανία. Που αλλού θα μπορούσε να ανθίσει μια τέτοια λοξή ματιά στο παρελθόν, ένας τέτοιος σαρκασμός και ένα τόσο λεπτό χιούμορ όπως αυτό που προτείνει ο Νο.1 ευπώλητος συγγραφέας παιδικών βιβλίων στη Μ. Βρετανία Ντέιβιντ Ουάλιαμς;
Γνωστός στο ελληνικό κοινό κυρίως από το Η γιαγιά μου η κλέφτρα, ο Ουάλιαμς θα αγαπηθεί σίγουρα και για το Παγοτέρας του. Βρισκόμαστε στη Βικτοριανή εποχή, το χαρακτηριστικό έτος 1899. Ένα έτος πριν την έλευση του 20ου αιώνα, με τα σημάδια της νέας εποχής να διακρίνονται αμυδρά στον ορίζοντα. Ένα ορφανό κορίτσι, η Έλσι, το σκάει από ένα φριχτό ορφανοτροφείο, το ΣΚΟΥΛΗΚΟΜΕΓΑΡΟ.
Γνήσιος λογοτεχνικός απόγονος των ηρώων του Ντίκενς, η Έλσι, δια της πένας του δημιουργού της, ξέρει να συστήνει την ορφάνια και τις άθλιες συνθήκες ζωής των παιδιών της βικτοριανής Αγγλίας με τον τρόπο που ταιριάζει στους σύγχρονους αναγνώστες:
«Μια ζοφερή, χειμωνιάτικη νύχτα, στα στενά σοκάκια του Λονδίνου, ένα μικροσκοπικό μωρό βρέθηκε παρατημένο στα σκαλιά ενός ορφανοτροφείου. Δεν υπήρχε κανένα σημείωμα, κανένα όνομα, κανένα στοιχείο γι’ αυτό. Μόνο μια πατατοσακούλα με την οποία το είχαν τυλίξει, ενώ το χιόνι έπεφτε γύρω του.
[….] δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς χειρότερο ξεκίνημα στη ζωή του από το ΣΚΟΥΛΗΚΟΜΕΓΑΡΟ: Το Σπίτι των Ανεπιθύμητων Παιδιών».
Η πατατοσακούλα και το όνομα του ορφανοτροφείου αναλαμβάνουν όχι μόνο να απαλύνουν τις εντυπώσεις αλλά και να εισάγουν τον αναγνώστη στη νοοτροπία της εποχής, –μία τόσο συνηθισμένη κατάσταση δε χρειάζεται μελοδραματισμούς—αλλά και στην περιπέτεια.
Το μωρό είναι η Έλσι που τελικά θα το σκάσει από το απαίσιο ορφανοτροφείο και θα αρχίσει να περιπλανιέται στους δρόμους του Λονδίνου. Επιβιώνει μαθαίνοντας την τέχνη της κλεψιάς. Ξέρουμε πως έχει και το φυσικό χάρισμα της αφήγησης καθώς και πιθηκένια πόδια που τη βοηθούν να σκαρφαλώνει παντού. Αυτά είναι τα όπλα της στη ζωή. Και η μεγάλη τρυφερότητα που τρέφει για τα ζώα. Τα ποντίκια ήταν η μόνη της συντροφιά στο ορφανοτροφείο.
Μια σπουδαία είδηση σκάει σα βόμβα και συνεπαίρνει τους Λονδρέζους: ένα προϊστορικό μαμούθ που βρέθηκε συντηρημένο σε άψογη κατάσταση στους πάγους της Αρκτικής ετοιμάζεται να καταφτάσει στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Η ίδια η βασίλισσα Βικτωρία κάνει μια εξαίρεση στην χρόνια αποχή της από δημόσιες εμφανίσεις (λόγω του πένθους της για τον προ πολλών ετών εκλιπόντα σύζυγό της Αλβέρτο) για να παρευρεθεί στα αποκαλυπτήρια του νέου εκθέματος.
Η Έλσι, που έχει ήδη μάθει να τρυπώνει λαθραία στο Μουσείο για να βλέπει τα εκθέματα και να κουρνιάζει στην αποθήκη με τα καθαριστικά, αρπάζει την ευκαιρία. Καταφέρνει όχι μόνο να παρακολουθήσει τα αποκαλυπτήρια από περίοπτη θέση, παρέα με τον μοναδικό άνθρωπο που της έδειξε καλοσύνη, την καθαρίστρια του Μουσείου, αλλά και να πλησιάσει το «Παγοτέρας» και να το δει από κοντά. Έρωτας με την πρώτη ματιά! Μίλησαν οι καρδιές! Μαθημένο να αναπτύσσει τρυφερές σχέσεις με ποντίκια, το κορίτσι ξέρει να αγαπά ακόμη και παγωμένα προϊστορικά τέρατα.
Ένας κρυμμένος στο υπόγειο του Μουσείου τρελο-επιστήμονας συλλαμβάνει την ιδέα να επαναφέρει το τέρας στη ζωή με τη βοήθεια της ηλεκτρικής ενέργειας. Το σχέδιο οργανώνεται στα γρήγορα. Χρειάζεται να κατασκευαστεί ένα αερόστατο που θα πετάξει στον ουρανό μέσα στην καταιγίδα και θα γειώσει τον κεραυνό στην καρδιά του Παγοτέρατος.
Η Έλσι κινητοποιεί τα χαμίνια της πόλης, την πιο έμπειρη συμμορία παιδιών του δρόμου που κλέβουν αδίστακτα, και ξαφρίζουν την καλή κοινωνία από τα μεταξωτά μαντίλια της για να φτιαχτεί το αερόστατο. Χίλια μαντίλια και ένα βρακί! Ένα γυναικείο βρακί που βρέθηκε στην τσέπη ενός Επισκόπου. Τι δουλειά έχει εκεί ένα γυναικείο βρακί, αναρωτιέται η Έλσι και το ερώτημα μένει να αιωρείται στον αέρα μαζί με το αερόστατο! Η δουλειά γίνεται! Ως άλλος Φρανκεστάιν το Παγοτέρας μόλις αποκτά ζωή, με το τεράστιο ηλεκτροσόκ, επιτίθεται στους δημιουργούς του. Η Έλσι όμως ξέρει να το πλησιάσει. Η «Μαλλιαρή», όπως τη βαφτίζει, θα γίνει πια η καλύτερή της φίλη. Πώς θα σωθεί όμως η Μαλλιαρή από τις άγριες προθέσεις του επιστήμονα, που θέλει να την εκμεταλλευτεί για να πλουτίσει; Με τη βοήθεια της καθαρίστριας η Έλσι ξεκινά μια μεγάλη περιπέτεια διάσωσης της Μαλλιαρής που δείχνει καθαρά πως θέλει να επιστρέψει στην πατρίδα της, στον Βόρειο Πόλο!
Σε ένα πρώτο επίπεδο έχουμε μια καταιγιστική και ξεκαρδιστική, σε πολλά σημεία, περιπέτεια. Σε ένα δεύτερο επίπεδο έχουμε μια θαυμάσια απόδοση της Βικτοριανής Αγγλίας, της κοινωνίας και της θέσης του παιδιού και της γυναίκας σε αυτήν. Η αποικιοκρατία, η υποκρισία της καλής κοινωνίας, η αλαζονεία των επιστημόνων, η εκμετάλλευση των ζώων και το αναίτιο κυνήγι της άγριας ζωής, η μοναξιά της εξουσίας, η πλαδαρότητα και δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία του αστυνομικού σώματος, ο στρατός με την εμμονή του στο παρελθόν, στο κατόρθωμα, τον ηρωισμό και το μετάλλιο, η ανθρώπινη κακία, όλα περνάνε από την καυστική πένα του Ουάλιαμς. Δεν αφήνει τίποτα όρθιο παρά μόνο τη καλοσύνη. Η αγάπη θριαμβεύει. Η Έλσι και η αλλόκοτη ομάδα της των βετεράνων του βρετανικού στρατού, που επιστρέφουν τελικά τη Μαλλιαρή στον Βόρειο Πόλο, θα φτάσουν να παρασημοφορηθούν από τη βασίλισσα. Η σκηνή όπου η Έλσι και η βασίλισσα κοιτάζουν τον ουρανό και αναπολούν τα πλάσματα που αγάπησαν πιο πολύ στον κόσμο (τον Αλμπέρτο και τη Μαλλιαρή!) είναι συγκινητική.
Είναι θαυμαστό πώς κατορθώνει ο συγγραφέας να αξιοποιήσει τα στοιχεία που αρέσουν στα παιδιά, την αγάπη για τη «σκατολογία» (οι πορδές και το σκατό του μαμούθ κατέχουν μια σημαντική θέση στην ιστορία), τα «γκλουπ», «μπουμ» και «σκρατς» των κόμικς, και βέβαια τις εικόνες (Τόνι Ρος) , και την καταιγιστική δράση, για να δημιουργήσει ένα τόσο ωραίο και πολυεπίπεδο βιβλίο. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει σχεδόν καμία σελίδα χωρίς παιχνίδι με τη γραμματοσειρά (μεγάλα γράμματα, bold, λοξά, λέξεις που καμπυλώνουν, κλπ.) και τα «κρατς» «μπουμπ». Φαίνεται πως ο Ουάλιαμς παίρνει στη σοβαρά τη δυσανεξία πολλών παιδιών προς τη γραμμένη, μονοκόμματα, σελίδα. Κερδίζει λοιπόν αυτά τα παιδιά, τα κάνει αναγνώστες που δε θα φοβούνται τα χοντρά βιβλία. Γιατί το Παγοτέρας αριθμεί 485 σελίδες!
Εξαιρετική η παρουσίαση των συντελεστών του βιβλίου στο τέλος. Δεκαεπτά άνθρωποι που συνετέλεσαν στη δημιουργία του βιβλίου παρουσιάζονται με ένα προσωνύμιο εμπνευσμένο από τη βικτοριανή εποχή (π.χ. «στον μαρκήσιο των γραφιστών Μάθιου Κέλλυ»), μαζί με μια μικρή εικόνα που αντιστοιχεί σε έκθεμα Μουσείου Φυσικής Ιστορίας. Πόσο όμορφος τρόπος για να τιμήσεις τους συνεργάτες σου και να δείξεις ότι ένα βιβλίο είναι και συλλογική δουλειά!
Ο Ουάλας είναι ηθοποιός, σεναριογράφος και κωμικός. Όλο και συχνότερα βλέπουμε δημιουργούς παιδικών βιβλίων να προέρχονται από τον χώρο του θεάματος, της ψυχαγωγίας και άλλων τομέων του πολιτισμού. Εύλογο, ίσως, αφού αυτοί κατέχουν καλά τη γλώσσα αφήγησης που αγαπούν τα παιδιά, αυτή δηλαδή που έχουν γνωρίσει από μικρές και μεγάλες οθόνες. Αν μπορεί ο δημιουργός να την ανεβάσει κι ένα και δυο επίπεδα παραπάνω, όπως ο Ουάλας, ακόμη καλύτερα!
Info:Ντέιβιντ Ουάλιαμς,Το Παγοτέρας, Μτφρ. Πατρούλα Γαβριηλίδου, Εικ. Τόνυ Ρος, Ψυχογιός, 2019.