Της Νίκης Κώτσιου.
Το « ΜακΤίγκ- Μια ιστορία από το Σαν Φρανσίσκο»(σε υποδειγματική μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου, από τις εκδ. Gutenberg) , επηρεασμένο ως σύλληψη και εκτέλεση από τις αρχές του νατουραλισμού, αποτελεί κορυφαίο έργο της αμερικανικής λογοτεχνίας. Ο Φρανκ Νόρις (1870-1902), ακολουθώντας τον Ζολά και το γαλλικό μυθιστόρημα, εγκλωβίζει τον ήρωά του μέσα σ’ ένα δίχτυ, απ’ όπου δεν υπάρχει διαφυγή. Τον ασφυκτικό κόσμο του νατουραλισμού και ,συνεπώς του ΜακΤίγκ, τον ορίζουν τρεις συντεταγμένες. Είναι το κοινωνικό περιβάλλον, η κληρονομικότητα και η τύχη. Κάθε επιλογή και κάθε δράση του ατόμου προκύπτει από τη συνέργεια των τριών αυτών παραγόντων, που θέτουν όρια και σχετικοποιούν με τρόπο δραματικό την ανθρώπινη ελευθερία. Στο νατουραλιστικό μυθιστόρημα, ο ήρωας έχει συνήθως κάποιο έμφυτο ελάττωμα και ζει μέσα σε αντίξοες συνθήκες που, σε συνδυασμό με πάσης φύσεως ατυχίες, πυροδοτούν μια μοίρα βάσκανη και ικανή να οδηγήσει στην καταστροφή. Ο τρόπος που θα αντιδράσει το άτομο σε μια απρόβλεπτη αναποδιά καθορίζεται αποφασιστικά από τις ιδιότητες που έχει κληρονομήσει και από την πολύπτυχη επίδραση που έχει, στο μεταξύ, ασκήσει πάνω του το περιβάλλον, οικογενειακό αλλά και ευρύτερα κοινωνικο-πολιτικό.
Ο συγγραφέας δεν διατυπώνει κρίσεις ή επικρίσεις και με ψυχρή, κατά το δυνατό, ακρίβεια περιγράφει τα τεκταινόμενα χωρίς να καταδικάζει ακόμα και μεμπτές συμπεριφορές, που όμως προκύπτουν ως αποτέλεσμα μιας αναπόδραστης αναγκαιότητας. Ο ΜακΤίγκ, σημαδεμένος από μια δυσοίωνη κληρονομικότητα και πιεσμένος από τα πρότυπα και τους άκαμπτους κανόνες μιας συντηρητικής κοινωνίας, προσπαθεί μάταια να ανταποκριθεί σε στόχους και σε προσδοκίες που τον ξεπερνούν. Υπό το βάρος της αποτυχίας και της διάψευσης αλλά και εξαιτίας των φυσικών καταβολών του, καταστρέφει και καταστρέφεται εκπληρώνοντας ένα πεπρωμένο που ,απ’όσο φαίνεται, δεν θα μπορούσε να αποφύγει, δεδομένης της συγκυρίας και των συνθηκών.
Σαν Φρανσίσκο, την εποχή που η ακμή της βιομηχανικής επανάστασης έχει δρομολογήσει συνταρακτικές αλλαγές σε όλα τα πεδία. O ΜακΤίγκ βγάζει τα προς το ζην ως κομπογιαννίτης οδοντίατρος στο αυτοσχέδιο ιατρείο του, χωρίς ωστόσο να διαθέτει τη νόμιμη άδεια και ειδίκευση. Είναι μεγαλόσωμος, δυνατός, βαρύς , ίσως κάπως βραδύς. Ωστόσο, τα καταφέρνει καλά και ζει μια ήσυχη, ολιγαρκή ζωή, χωρίς πολλές αξιώσεις. Αποτελεί σημείο αναφοράς για την ταπεινή γειτονιά του, τον φωνάζουν μάλιστα «γιατρό», ενώ η σωματική του ρώμη τον καθιστά αυτομάτως αξιοπρόσεχτο. Είναι ευχαριστημένος από τη ζωή του, για πολλούς λειτουργεί περίπου σαν πρότυπο, νιώθει ικανοποιημένος από τον εαυτό του και απολαμβάνει την ελευθερία του μαζί με κάποιες μικρές ανέσεις και πολυτέλειες. Με άλλα λόγια, μοιάζει να ενσαρκώνει ως ένα βαθμό σημαντικές πτυχές του αμερικάνικου ονείρου κι έχει καταφέρει να ξεφύγει από τη φτώχια και τον αλκοολισμό που κατάτρυχε τους γονείς του.
Τα πράγματα αλλάζουν όταν γνωρίζει την Τρίνα, ξαδέλφη του καλού του φίλου Μάρκ. Ο ΜακΤίγκ αφυπνίζεται ερωτικά στο αντίκρισμα της Τρίνα και αποφασίζει ότι θέλει να την παντρευτεί. Άπειρος καθώς είναι, εκφράζει τον έρωτά του άγαρμπα και απότομα, με τρόπο μάλλον ωμό που δείχνει έλλειψη αυτοσυγκράτησης. Ωστόσο η Τρίνα δεν τον παρεξηγεί, ίσα-ίσα που μάλλον κολακεύεται κι έτσι τα πράγματα οδηγούνται αβίαστα στο γάμο.
Ο καινούριος ρόλος του συζύγου έρχεται να επιβεβαιώσει και να ισχυροποιήσει τη θέση του ΜακΤίγκ, που όλο και περισσότερο νιώθει να κερδίζει κύρος και αναγνώριση στην κοινωνία μέσα από ένα επάγγελμα που του προσπορίζει εισόδημα αλλά και λόγω του γάμου. Οι πυλώνες που συγκροτούν την ανδρική του ταυτότητα και του επιφυλάσσουν γόητρο και εκτίμηση είναι το τρίπτυχο εργασία-εισόδημα-γάμος, που προς στιγμή κατακτά κάνοντας ολοένα και περισσότερα όνειρα για περαιτέρω καταξίωση κι ευημερία. Η αυτοπεποίθησή του ωστόσο δε θα αργήσει να θρυμματιστεί και μαζί η εύρυθμη ζωή του, όταν αίφνης χάσει τη δουλειά του ελλείψει των τυπικών προσόντων που δε διαθέτει και όταν η Τρίνα αναλάβει την πλήρη οικονομική διαχείριση του σπιτιού, χάρη στα απρόσμενα κέρδη που θα της αποφέρει ένα λαχείο. Το πλήγμα είναι διπλό και ο ΜακΤίγκ αποδεικνύεται εντελώς ανέτοιμος να χειριστεί τη ματαίωση και την απογοήτευση. Έξαλλος από οργή και ζήλια, κακοποιεί επανειλημμένα την Τρίνα και οδηγείται σε όλο και πιο βίαιες συμπεριφορές που καταλήγουν στo φόνο.
Από τη στιγμή που μένει άνεργος, βυθίζεται σ’ ένα συνεχόμενα καθοδικό σπιράλ κακοδαιμονίας καθώς οι μέχρι τότε κατασταλμένες ζωώδεις ροπές του αναζωπυρώνονται οδηγώντάς τον σ’ ένα κρεσέντο επιθετικότητας με τραγικές συνέπειες. Με τη βία επιχειρεί να επαναφέρει την τάξη και να αποκαταστήσει την κυριαρχία του μέσα στο σπίτι και πάνω στη γυναίκα του. Το κίνητρό του δεν είναι τόσο η απληστία , όσο η ανάγκη να επιβεβαιώσει την ισχύ του ξανακερδίζοντας τον έλεγχο πάνω σε πρόσωπα και πράγματα. Είναι γεγονός ότι εξαρχής υπάρχει μια σαδομαζοχιστική «αύρα» στην ερωτική σχέση του ζευγαριού. Ο ΜακΤίγκ αρέσκεται να προκαλεί πόνο, η Τρίνα υποκύπτει και υποτάσσεται αυθόρμητα αντλώντας μέχρι και ικανοποίηση από τα μικρά ή μεγαλύτερα μαρτύρια που υφίσταται εξαιτίας του.
Ο «ΜακΤίγκ» γράφεται σε μια μεταβατική εποχή αλλαγής, όταν η γυναίκα αρχίζει να βγαίνει στην αγορά εργασίας διεκδικώντας οικονομική ανεξαρτησία και χειραφέτηση. Ωστόσο, το πνεύμα της αλλαγής αυτής συνυπάρχει με την κυρίαρχη παραδοσιακή αντίληψη που θέλει την οικογενειακή εστία ως φυσικό χώρο της συζύγου. Η Τρίνα, που εργάζεται κατ’ οίκον φτιάχνοντας χειροποίητα παιχνίδια, προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω σ’ αυτό το ολισθηρό μεταίχμιο αλλά γρήγορα χάνει το βηματισμό της, όταν η συγκυρία την σπρώχνει πέρα από αυτό που μπορεί να αντιμετωπίσει. Αν και αρχικά συμμορφώνεται και ευθυγραμμίζεται με το πρότυπο της πειθήνιας νοικοκυράς , στη συνέχεια οι προτεραιότητές της αλλάζουν άρδην και το μόνο που την ενδιαφέρει πλέον είναι να διατηρήσει και, ει δυνατόν, να αυξήσει τα κέρδη της από το λαχείο, ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται στέρηση και ταπείνωση.
Ο ενθουσιασμός της σύντομα παίρνει τα χαρακτηριστικά φετιχιστικής εμμονής κι έτσι ο απρόβλεπτος πλούτος, αντί να την απελευθερώσει, καταλήγει να την αλλοτριώσει και να την υποδουλώσει. Απομακρύνεται από τον ΜακΤίγκ και την οικογένειά της, γίνεται ενίοτε εχθρική και ταπεινωτική. Ο ΜακΤίγκ, ήδη αποδυναμωμένος κι ευάλωτος μετά το αναγκαστικό κλείσιμο του οδοντιατρείου, πληγώνεται και οργίζεται από τα απαξιωτικά φερσίματά της. Ένα μέρος της κριτικής ερμηνεύει τη νοσηρή φιλοχρηματία της Τρίνα ως το αντίβαρο μιας ακυρωμένης μητρότητας, που έρχεται να καλύψει το κενό της απουσίας τέκνων. Ελλείψει παιδιών, η Τρίνα αφοσιώνεται στην αποταμίευση, που υποκαθιστά τη μητρότητα γεμίζοντάς την συναισθηματικά και δίνοντας νόημα σε μια ζωή ειδάλλως άδεια.
O Nόρρις αναπαριστά το άτομο και την κοινωνία ψυχρά και με αποστασιοποιημένη ακρίβεια, αποτυπώνοντας δυσάρεστες πτυχές και θέματα ταμπού. Αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός του νατουραλισμού, που αποπειράθηκε να «μεταφράσει» και να μεταφέρει στο λογοτεχνικό πεδίο τα επιστημονικά επιτεύγματα της σύγχρονής του εποχής ακολουθώντας μια αυστηρή μέθοδο ασυγκίνητης, «επιστημονικής» αναπαράστασης του πραγματικού. Ο ήρωάς του προσπαθεί να αδράξει τις ευκαιρίες που του παρέχει το αμερικάνικο όνειρο, αλλά εις μάτην. Αν και ο ΜακΤίγκ ονειρεύεται διακαώς επιτυχία και καταξίωση, βλέπει τον εαυτό του να βυθίζεται στα τάρταρα και να οδεύει στην απόλυτη καταστροφή. Ανατέμνοντας με διεισδυτικότητα τη σκοτεινή κι απατηλή πλευρά του αμερικάνικου ονείρου, ο Νόρρις αιχμαλωτίζει τη συνταρακτική εκείνη στιγμή, κατά την οποία η ανεπάρκεια της κοινωνίας και τα ελλείμματα της ανθρώπινης φύσης οδηγούν τον αδύναμο, ευάλωτο χαρακτήρα στην κορύφωση μιας ατελέσφορης βίας, που φέρνει τη συντριβή.
Ιinfo: Φρανκ Νόρις : ΜακΤίγκ- Μια ιστορία από το Σαν Φρανσίσκο, πρόλογος-μετάφραση-σημειώσεις :Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Gutenberg, σελ. 484, 2014