Το νερό που τιμωρεί

0
638

 

 

Της Γεωργίας Οικονομοπούλου.

 

 

 

«Το αληθινό νερό σε τιμωρεί, το αληθινό νερό πρέπει να παλέψεις για να το κατακτήσεις, να το δαμάσεις. Το αληθινό νερό μπορεί να σε σκοτώσει», ακούμε την εσωτερική φωνή του Ντάνι Κέλι στις πρώτες σελίδες του «Μπαρακούντα».

Βγάζει τα ρούχα του και βουτά στον ωκεανό. Αφήνει πίσω του την Γλασκόβη, τόπο υποδοχής της φυγής του, τον έντρομο εραστή του στην ακτή, τους σαστισμένους λουόμενους. Κολυμπάει με λύσσα, πρόβα τζενεράλε για τη βουτιά στην ενηλικίωση. Είναι τριάντα χρονών και δεν έχει τολμήσει να μπει στο νερό –αυτός, το άλλοτε «χρυσό αγόρι» της κολύμβησης- για παραπάνω από μια δεκαετία. Με σημείο εκκίνησης αυτό το μεταβατικό επεισόδιο από τις τελευταίες ημέρες του στη Σκοτία και άλματα μπρος-πίσω στο χρόνο, παρακολουθούμε την πορεία του, από τα δεκατέσσερα ως τα τριάντα-δύο του χρόνια.

Γεννημένος το 1980, τρίτη γενιά μεταναστών στην Αυστραλία, παιδί της εργατικής τάξης, ο Ντάνι Κέλι φανερώνει από νωρίς το ταλέντο του στην κολύμβηση, που του προσφέρει μια υποτροφία σε ιδιωτικό κολλέγιο αρρένων, επαφή με τη μεσαία και ανώτερη τάξη και πρόσβαση στην κατάκτηση μιας καριέρας πρωταθλητή. Ο Ντάνι Κέλι θέλει να είναι «ο πιο δυνατός, ο πιο γρήγορος, ο καλύτερος». Η φιλοδοξία του διεγείρεται και ταυτόχρονα υποσκάπτεται από την, στο εξής διογκούμενη, συνεχώς τροφοδοτούμενη, αίσθηση ότι δεν ανήκει, υπολείπεται, πρέπει να αποδείξει την αξία του («θα ερχόταν πρώτος, όλα θα έμπαιναν στη θέση τους») στα πλουσιόπαιδα του Κολεγίου Καντς (παίζει με τη λέξη «μουνιά»), στον προπονητή Τόρμα (ο «πατέρας» που πιστεύει σ’ αυτόν), στην  οικογένειά του, σε όλον τον κόσμο.  Κατακτά πρωτιές, ανεβαίνει σκαλιά, κερδίζει το χειροκρότημα, την αποδοχή, είναι ο «ψυχάκιας Κέλι», δεν υπομένει, αντιδρά, είναι ο Μπαρακούντα. Στην πρώτη παταγώδη αποτυχία σε μεγάλη διοργάνωση, καταρρέει. Ένοχη ντροπή, ταπείνωση, οργή, αυτές τον ακολουθούν στο εξής. Συσσωρεύονται και εκτονώνονται στην βίαιη έκρηξη που θα τον στείλει στη φυλακή.

Μετανάστευση, ρατσισμός, κοινωνικές – ταξικές διαφορές, επαγγελματικός αθλητισμός, καταναλωτισμός, οικογένεια, φιλία, σεξουαλικές επιλογές, ως ζητήματα τίθενται από τον Χρήστο Τσιόλκα, υφίστανται καθοριστικά αλλά δεν ανατέμνονται σε απόλυτες αιτίες. Αποτελούν στοιχεία του φόντου, του πλαισίου στο οποίο κινείται ο ήρωας. Προσδιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις επιλογές του, τον επηρεάζουν.  Ωστόσο, εδώ πρόκειται για την περίπτωση του Ντάνι Κέλι, υποβάλει στο ξετύλιγμα της αφήγησης ο Χρήστος Τσιόλκας. Πρόκειται για τη ξεχωριστή περίπτωση του συγκεκριμένου ήρωα, ιδιαίτερη και μοναδική όσο οποιαδήποτε άλλη.

Την ίδια ώρα που θέτει τα ζητήματα, ο Τσιόλκας τα δυναμιτίζει. Ο ρεαλισμός της γραφής του, χωρίς να γίνεται κυνισμός, δεν επιτρέπει όμως εύκολες παρεκκλίσεις προς την πολιτική ορθότητα. Ενώ όλα τα στοιχεία δείχνουν προς τα εκεί, ενώ κλείνει με δυνάμει happy end, ο Χρήστος Τσιόλκας κατορθώνει να συμπεριλάβει στιγμές, επεισόδια, εμπειρίες (οι κορυφαίες στιγμές στο «Μπαρακούντα») ανατρεπτικές, αποκαθηλωτικές των βεβαιοτήτων, ενίοτε ενοχλητικές ή στα όρια της βλασφημίας. Για παράδειγμα: Ο Χρήστος Τσιόλκας είναι ανοιχτά ομοφυλόφιλος. Ο Ντάνι Κέλι χρησιμοποιεί το σεξ ως αυτοτιμωρία για την ενοχή που τον κατατρώει. Αλλά η σεξουαλική του κατεύθυνση δεν έχει εδώ κεντρική σημασία, όσο οι εσωτερικές διεργασίες που θα τον «ξεκολλήσουν» από μια παρατεταμένη εφηβεία, για να γίνει «ο ήρωας της ζωής του».

Χαρακτήρας υδάτινος, ρευστός, συναισθηματικός, ο Ντάνι Κέλι δεν βρίσκεται τυχαία στο «φυσικό του περιβάλλον» μέσα στο νερό της πισίνας. Το νερό είναι ζωντανό, του μιλάει, τον ακούει, αλληλεπιδρούν. Οι σκηνές μέσα στο νερό, όταν ο Κέλι είναι στο στοιχείο του, έχουν αποδοθεί από τον Τσιόλκα με λογοτεχνική δύναμη κι ευαισθησία. Όταν η σχέση αυτή ανατρέπεται, όταν απογοητεύουν ο ένας τον άλλο, ο ήρωας βρίσκεται έκθετος, είναι ένα τίποτα, κενό. Παραμένει εγκλωβισμένος, μια μύγα που χτυπά στο τζάμι ξανά και ξανά για να το διαπεράσει. Στη φυλακή θα ανακαλύψει τη λογοτεχνία, στη φυγή την ανάγκη της επιστροφής, στην προσφορά θα κάνει τα πρώτα του βήματα έξω απ’ το νερό, πάνω στη γη, προς τον εαυτό του.

Το «Χαστούκι» (Ωκεανίδα, 2010), το προηγούμενο μυθιστόρημά του, γνώρισε ευρέως τον Χρήστο Τσιόλκα (και) στο ελληνικό κοινό. Ισάξιο, το «Μπαρακούντα», σε μετάφραση της Άννας Παπασταύρου, επιβεβαιώνει εκ νέου τη δυναμική και το ταλέντο του ελληνοαυστραλού συγγραφέα. Έχει τη στόφα εκείνων που γεννούν ακόμη μεγαλύτερες προσδοκίες.

 

INFO: Μπαρακούντα, Χρήστος Τσιόλκας, μτφ. Άννα Παπασταύρου, σελ. 586, εκδ. Ωκεανίδα, 2014

Προηγούμενο άρθροΣτον Πατρίκ Μοντιανό το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Επόμενο άρθροΟ «μογιλάλος» Γιάννης Πάνου (1943 – 11 Οκτωβρίου 1998)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ