Το ναδίρ της Μόλλυ (διήγημα της Μιλού Χατζηστεργίου)

0
816

 

της Μιλού Χατζηστεργίου

Η Μόλλυ μπήκε στο μπάνιο κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Αχ, τι νόστιμη ησυχία ήταν αυτή, ουυυυ, και πολύτιμη. Επιτέλους.

Έξω όλοι μίλαγαν, μίλαγαν, μίλαγαν. Ασταμάτητα. Για τις ζωές τους: τι πρέπει, τι δεν πρέπει, πώς είναι τα πράγματα, πώς δεν είναι. Και ήταν σίγουροι για όλα. Πλην μερικών λεπτομερειών, που κι αυτές ήταν απλώς θέμα χρόνου. Έλεγαν νέα, είτε δικά τους είτε άλλων. Γιατί νέα άλλων; Ήταν μερικοί που ίσιωναν την πλάτη τους και της έκαναν ερωτήσεις: πώς πήγαινε η δουλειά, πώς είχε περάσει το καλοκαίρι, της άρεσε η τάδε ταινία. Περίμεναν απλές και συγκεκριμένες απαντήσεις, μικρά δωράκια με τακτοποιημένους κόκκινους φιόγκους, ενώ οι απαντήσεις της έμοιαζαν περισσότερο με τα παιχνίδια που έχουν τα σκυλιά, τα κουκλάκια που κάποτε ήταν λούτρινα ζωάκια αλλά πια ήταν ξεσκισμένα, τυφλά, χωρίς αυτιά.

Οι άντρες. Κάποιοι της είχαν πιάσει τον κώλο, σαν να είχαν σωματικό σύνδρομο Τουρέτ. Σε άλλους μιλούσε κι αυτοί κουνούσαν το κεφάλι τους καταφατικά ενώ τα μάτια τους ήταν κενά ή γεμάτα με σκέψεις για τη δουλειά τους ή για τη μαμά τους. Υπήρχαν κι αυτοί που της χαμογελούσαν ζεστά από μακριά αλλά που όταν προσπαθούσε να τους πλησιάσει την απέφευγαν. Από τι πίστευαν πως ξεγλιστράνε άραγε; Άβυσσος. Πάντως οι μάγκες δεν υπήρχαν πια, μηδέν εις το πηλίκο.

Οι γυναίκες. Μερικές μιλούσαν για τις δουλειές τους, ήταν κουρασμένες με κομμένα μάτια, είπα στη μανατζέρ μου, εντάξει αυτήν την εβδομάδα έφαγα πολύ ξύλο, σήμερα τα έκλεισα στις τέσσερις και τους ανακοίνωσα πως πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Κάποιες ήταν έγκυες. Η Μόλλυ άκουγε για τις επικείμενες γέννες, τα σχέδια για το ποιος θα αλλάζει πάνες, σε ποιο σχολείο θα πάνε τα παιδιά. Τα αγέννητα. Άλλες προσπαθούσαν να μείνουν έγκυες, εκείνη ήθελε παιδιά;

Η Μόλλυ αναρωτιόταν αν το πρόβλημα ήταν δικό της. Όλοι έδειχναν να συνεννοούνται, να συμφωνούν, να βλέπουν τον κόσμο με τα ίδια μάτια, να μην ιδρώνει το αυτί τους.

Εδώ μέσα ήταν όλα υπέροχα. Το μπάνιο αστραφτερό και μοσχομυριστό. Όλα τα αντικείμενα ήταν τακτοποιημένα σε μικρά ή μεγαλύτερα κουτιά, τα οποία είχαν ένα διακοσμητικό χνούδι. Η θέση του κάθε κουτιού ήταν ακριβώς αυτή που έπρεπε και αυτό την καθησύχαζε. Στον έναν τοίχο υπήρχε ένα μικρό παράθυρο, από το οποίο έμπαινε λίγο φυσικό φως αλλά οι γλόμποι γύρω από τον καθρέφτη του νιπτήρα ήταν η βασική πηγή φωτός.

Κάπως έτσι πρέπει να είναι η αίσθηση σε μια μήτρα.

Μια απόφαση γυάλισε και γλίστρησε στο μπροστινό μέρος του μυαλού της: κλείδωσε την πόρτα κι έβγαλε το κλειδί από την κλειδαρότρυπα. Το έβαλε στη γλώσσα της κι αυτό έλιωσε σχεδόν αμέσως, ζαχαρένιο, σαν μια μπουκίτσα μαλλί της γριάς. Κατάπιε με ικανοποίηση και ασφάλεια.

Ξάπλωσε ανάσκελα πάνω στο παχουλό γαλάζιο χαλί μπροστά στον νιπτήρα. Άφησε λίγα δευτερόλεπτα να περάσουν, ώστε να νιώσει οικεία, και γύρισε μπρούμυτα, με το δεξί της μάγουλο να ακουμπάει το χαλί. Η κοιλιά της χαλάρωσε γλυκά. Έκλεισε τα μάτια της και αναστέναξε ήσυχα.

Ήθελε να αγνοήσει τη βουή της ζωής των άλλων. Εισέπνευσε μετρώντας μέχρι το τέσσερα, κράτησε την ανάσα της για τέσσερα, εξέπνευσε για τέσσερα, περίμενε χωρίς αέρα για τέσσερα και πάλι από την αρχή, μέχρι που τα ξέχασε όλα και αποκοιμήθηκε πάνω στο απαλό χαλί και μακριά από όλους.

*

Έξω έτρωγαν. Μαχαιροπίρουνα στα πιάτα και ο χαρακτηριστικός ήχος των συζητήσεων όταν όλοι κάθονται γύρω από ένα τραπέζι. Άκουγε μασουλήματα, τα πλακάκια στον απέναντι τοίχο πάλλονταν. Η Μόλλυ, με το βλέμμα στα πλακάκια, καθόταν οκλαδόν.

Βήματα πλησίασαν, ντουκ-ντουκ στην πόρτα.

Μόλλυ; Τι κάνεις μέσα τόση ώρα;

Η Βενετία. Η Βενετία ήταν έγκυος, έπρεπε να είναι προσεκτική μαζί της, να μην την στενοχωρήσει.

Ήθελα να κάτσω λίγο μόνη μου.

Φώναζε για να ακουστεί, ήλπιζε πως δεν ακουγόταν αχάριστη για την προσοχή που της έδινε η φίλη της.

Εντάξει, η Βενετία απάντησε με ήπια ανησυχία. Η Μόλλυ ήξερε ότι η φίλη της την καταλάβαινε και ότι δεν την καταλάβαινε ταυτόχρονα. Θα ήθελε να της πει κάτι παραπάνω, μπορεί έτσι να ερχόντουσαν πιο κοντά. Αποφάσισε να μην το κάνει, η Βενετία είχε ήδη πολλά στο μυαλό της κι αν της μιλούσε θα την μετέτρεπε σε γαϊδουράκι στην Ύδρα. Τα βήματα απομακρύνθηκαν.

Η Μόλλυ πήγε μπουσουλώντας στο έπιπλο με τα κουτιά. Τα πήρε ένα-ένα και άδειασε το περιεχόμενο μπροστά της. Μολύβια ματιών, κρέμες, κραγιόν, χάπια, ψαλιδάκια, μάσκαρες, σερβιέτες, πούδρες, ανταλλακτικά για ηλεκτρικές οδοντόβουρτσες, δείγματα από οδοντόκρεμες. Τα χώρισε σε αντικείμενα με κείμενο και σε αντικείμενα χωρίς. Έβαλε τα χωρίς πίσω στα κουτιά και τα υπόλοιπα τα ταξινόμησε μπροστά της, ανάλογα με το μέγεθος του κειμένου, σε αύξουσα σειρά. Αν κάποια στιγμή βαριόταν θα είχε αρκετά να διαβάσει.

Μπουσούλησε στην μπανιέρα, άνοιξε τη βρύση στο ζεστό. Στηρίχθηκε με τον αγκώνα της στην άκρη και έβλεπε το νερό να τρέχει. Όταν ξεκίνησαν να βγαίνουν υδρατμοί η Μόλλυ βούλωσε την μπανιέρα. Συνέχισε να κοιτάει υπνωτισμένη το νερό να ανεβαίνει. Ξαφνικά της ήρθε ένα κύμα απίστευτης κούρασης και ευχήθηκε να υπήρχε κάποιος άλλος μέσα στο μπάνιο για να την βοηθήσει να γδυθεί και να μπει στο νερό, κάποιος που θα τα φρόντιζε όλα ενώ εκείνη θα ήταν ένα ζωντανό πτώμα, παραδομένη στα χέρια του. Πρώτα η ευχή και μετά η συνειδητοποίηση ότι ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί την καθήλωσαν. Ήταν ένα αβοήθητο μωρό. Έκλεισε το νερό και περίμενε να μεταβολίσει την σκέψη για να μπορέσει να κουνηθεί.

Έβγαλε τα ρούχα της, αργά σαν βραδύπους, και κοίταξε γυμνή το νερό. Γιατί τόσο απότομα ήταν κουρέλι, ερείπιο; Σήκωσε το δεξί της πόδι, το βύθισε μέσα. Το δέρμα της καιγόταν, της άρεσε, ίσως μετά να έβγαζε καινούργιο, να γινόταν ολόκληρη καινούργια, σαν φιδάκι. Βύθισε και το αριστερό πόδι και κάθησε ολόκληρη, αργά. Καιγόταν, καιγόταν. Υδρατμοί είχαν γεμίσει το δωμάτιο, της χάιδευαν τις βλεφαρίδες. Ξάπλωσε, έμεινε εκεί, βυθμισμένη μέχρι το λαιμό. Αισθανόταν καλύτερα ή νύσταζε; Σκέφτηκε τους άλλους που έτρωγαν μέσα και που αναγκαστικά μιλούσαν στους διπλανούς τους, είτε ήθελαν είτε όχι. Αισθανόταν καλύτερα.

*

Μουσική, πόδια, γέλια. Χορεύανε έξω.

Η Μόλλυ είχε φάει το κλειδί, τελεία και παύλα, αδιαπραγμάτευτο, ζήτημα λήξαν. Έλα όμως που ήθελε, από το πουθενά, να έχει την επιλογή να βγει.

Λίγο νωρίτερα πήρε τα σκατά της, τα ψάρεψε από τη λεκάνη πριν τραβήξει το καζανάκι, τα έλιωσε στο χέρι της κι έψαξε να βρει το κλειδί. Όσο τα κρατούσε και τα ψείριζε της φαινόταν πως έκανε το πιο ανισόρροπο μα φυσιολογικό πράγμα. Δικά της δεν ήταν; Για μια στιγμή σκέφτηκε να μην πλύνει τα χέρια της μετά το τέλος της αποστολής αλλά θύμισε στον εαυτό της ότι έπρεπε να κρατήσει μερικά προσχήματα, ακόμη κι αν ήταν μόνη της.

Το σημαντικό: δεν βρήκε το κλειδί και ούτε θα το έβρισκε ποτέ αφού αυτό διαλύθηκε με το που ακούμπησε τη ροζ γλωσσίτσα της. Με τη συνειδητοποίηση το στομάχι της έπεσε, όπως όταν περνούσε με το αυτοκίνητο μια απότομη κατηφόρα, αμέσως όμως αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα έτσι, δεν είχε κανένα λόγο να φύγει από εκεί που ήταν, είχε ζέστη, νερό και αφρόλουτρα. Η σιγουριά αυτή τρεμόπαιζε μόνο όταν συνειδητοποιούσε ότι άκουγε τους έξω να χορεύουν.

Μπαμ-μπαμ στην πόρτα. Δεν είχε ακούσει βήματα, τα είχε καλύψει η μουσική;

Μολλάκι, γιατί δεν έρχεσαι; Πάλι η φωνή της Βενετίας, η οποία μετά μουρμούρισε σε κάποιον, η Μόλλυ δεν διέκρινε τις λέξεις.

Έλα να χορέψεις μαζί μας. Η Νίκη ήταν αυτή.

Νίκη και Βενετία είχαν έρθει μαζί; Δεν ήταν καν καλές φίλες. Η Μόλλυ δυσκολευόταν να τις φανταστεί να συζητάνε και να αποφασίζουν να την προσεγγίσουν μαζί. Μάλλον αναφέρανε ότι μερικές φορές την θεωρούσαν υπερβολική, τους ένωσε αυτό, και η Νίκη πρότεινε να της μιλήσουν, έχοντας στην φωνή της έναν τόνο που υποδήλωνε ότι είχε λίγο βαρεθεί που όλοι κανάκευαν τη Μόλλυ.

Δεν θέλω να χορέψω, απάντησε ψέματα.

Έλα να κάτσεις μαζί μου να κάνουμε παρέα, δεν χρειάζεται να χορέψεις. Η Βενετία ανησυχούσε.

Η Μόλλυ φοβόταν να τους πει ότι είχε φάει το κλειδί. Δεν θα καταλάβαιναν, εκείνες δεν είχαν φάει ποτέ κανένα κλειδί. Ντρεπόταν να τους πει πού έψαξε για να το βρει και ότι τελικά δεν το βρήκε. Ντρεπόταν να παραδεχτεί ότι δεν ήξερε πώς να βγει μόνη της. Έπρεπε να τους ζητήσει βοήθεια για να ανοίξει η πόρτα, η οποία πόρτα μάλλον έπρεπε να σπάσει. Όλοι θα άκουγαν τον θόρυβο ή θα την έβλεπαν αργότερα. Δεν γινόταν να το δουν όλοι αυτό, η ντροπή υψωνόταν τεράστια μπροστά της. Ακόμη κι αν έβρισκαν κάποιον που ήξερε να ανοίγει πόρτες με τσιμπιδάκια ή πιστωτικές κάρτες, αυτός ο κάποιος δεν ήταν ούτε η Βενετία ούτε η Νίκη και η Μόλλυ δεν άντεχε να μάθουν κι άλλοι την κατάστασή της.

Δεν θέλω να έρθω.

Οι δυο κοπέλες έφυγαν. Η Μόλλυ κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Ξεχώριζε το κάθε της χαρακτηριστικό, μάτια, στόμα, μύτη, φρύδια, όλα, αλλά της ήταν αδύνατο να καταλάβει πώς όλα μαζί συνέθεταν το δικό της πρόσωπο. Το έβλεπε, ήταν μπροστά της και την κοιτούσε πίσω αλλά τελεία. Δεν το κατανοούσε.

Μια πόρτα την χώριζε από τον χορό. Αυτή η πόρτα μέσα στη Μόλλυ ήταν ωκεανός, ένα γιγάντιο σώμα νερού σε μολυβί χρώμα.

Ξεκίνησε να διαβάζει τα κουτιά με τα χάπια και σταμάτησε μόλις βρήκε ένα με ηρεμιστικά. Δεν είχε τίποτα να χάσει, η πρώτη σκέψη. Η δεύτερη ήταν να μετρήσει πόσα ήταν συνολικά για να υπολογίσει για πόσες μέρες θα κρατούσαν.

Κατάπιε ένα και ξάπλωσε στο χαλί περιμένοντας την επίδραση.

Άγνωστο πόση ώρα έμεινε ξαπλωμένη μέχρι να νιώσει τα πόδια της να μουδιάζουν και τον χώρο μέσα στο κεφάλι της να μεγαλώνει και να γεμίζει βαμβάκι. Στην αρχή την ξάφνιασαν τα εμπόδια που έβρισκε: έκανε σκέψεις στο μπροστινό μέρος του μυαλού της και προσπαθούσε να τις στείλει προς τα πίσω, για να τους δώσει μορφή και να μην μείνουν στο στάδιο της ομίχλης, αλλά δεν τα κατάφερνε. Η Μόλλυ ένιωθε σωστή αυτήν τη δυσκολία, την ξεκούραζε και την βόλευε. Άφησε το μούδιασμα των ποδιών της να απλωθεί στο στέρνο, να ανέβει στο στόμα, στα μάγουλα, στη μύτη και στο μέτωπό της. Χαμογέλασε σε αυτόν που την έκανε να σκέφτεται αυτό το τίποτα. Πίστευε πως πίσω από το χάπι υπήρχε μια μορφή, ένας χαρακτήρας που έπαιρνε αποφάσεις, κάτι που έμοιαζε με προσωπικότητα. Σε αυτήν την προσωπικότητα χαμογελούσε. Ήθελε να της πει δυνατά ευχαριστώ για την βοήθεια και την φροντίδα αλλά δεν μπορούσε να ντροπιάσει έτσι τον εαυτό της, ακόμα κι αν μπροστά ήταν μόνο εκείνη. Έμεινε με το σιωπηλό χαμόγελο.

*

Η Μόλλυ πεινούσε. Όχι από πείνα ζωηρή, από αυτήν την ξινή που το σώμα φωνάζει για καύσιμα. Σκεφτόταν με δύναμη την πείνα της για να την κατανοήσει, να της μιλήσει και να την περιορίσει. Η Μόλλυ πίστευε ότι με το μυαλό της μπορούσε να ελέγξει το σώμα της.

Από έξω δεν ακουγόταν κανείς. Έφυγαν; Είχαν και δουλειές και ζωές και τα πάντα. Εκείνη είχε αυτό που είχε μέσα εκεί, δεν χρειαζόταν να πάει κάπου αλλού.

Όμως δεν είχε φαγητό. Ζήτημα.

Κι όμως, το σώμα της ήταν η μόνη λύση πάλι.

Ξεκίνησε από το νύχι του δεξιού της αντίχειρα. Έκοψε προσεκτικά την άκρη του νυχιού και, όταν την ξεκόλλησε, έσπασε το μισοφέγγαρο με τα μπροστινά της δόντια και το κατάπιε. Συνέχισε με τα υπόλοιπα δάχτυλα του δεξιού χεριού, μετά του αριστερού. Μάλιστα. Δεν ήταν και γουρουνόπουλο αλλά από το ολότελα.

Τα νύχια πάντα μεγαλώνουν, είχε διαβάσει ότι συνέχιζαν ακόμα και μερικές μέρες αφού κάποιος πέθαινε. Μπορούσε επίσης να φάει τα νύχια των ποδιών της, τις τρίχες που είχε σε όλο της το σώμα και, κάποια στιγμή, αν χρειαζόταν, τα μαλλιά της. Η τελευταία σκέψη την ζόρισε, θα το έκανε μόνο αν η κατάσταση έφτανε στο απροχώρητο.

Απόλυτη ησυχία. Η Μόλλυ σκέφτηκε έναν-έναν τους φίλους της, φαντάστηκε τις ζωές στα σπίτια τους, το πώς σηκώνουν το πάπλωμα στο τέλος της ημέρας τους και χώνονται στο κρεβάτι για να ξεκουραστούν. Πως κάποιοι αγκαλιάζουν το ζευγάρι τους εκείνη την ώρα, τουλάχιστον μέχρι να τους πάρει ο ύπνος. Μπορεί μέσα στο βράδυ να χωρίζονται αλλά πριν κοιμηθούν είναι αγκαλιά. Σκέφτηκε τον καιρό που κι εκείνη αγκάλιαζε κάποιον πριν κοιμηθεί.

Απέραντη μοναξιά, ένα κενό στο στήθος της, ήταν τρύπια και περνούσε από μέσα αέρας. Το σώμα της έγινε ασήκωτο και από τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν δάκρυα. Προσπάθησε να σκεφτεί για να επιβληθεί. Το μυαλό της όμως δεν κατευθυνόταν ούτε σε χαρούμενα ούτε σε ήρεμα μέρη. Της παρουσίαζε μόνο μούχλα και σκοτάδι.

Η Μόλλυ πήρε το κουτάκι με τα ηρεμιστικά και μάσησε δυο μαζί.

*

Με το που ξύπνησε μάσησε τρία χάπια, δεν θα ρίσκαρε. Όσο περίμενε παρατηρούσε για εκατομμυριοστή φορά με τεράστια προσοχή ένα-ένα τα πλακάκια του μπάνιου. Έπρεπε να απωθήσει οποιαδήποτε επιθετική σκέψη. Ξεκίνησε από το πρώτο πλακάκι πάνω αριστερά στον έναν τοίχο και συνέχισε μέχρι που το πρόσωπό της μούδιασε και δεν μπορούσε πια να καταλάβει τι ακριβώς ήταν ένα πλακάκι.

Αναρωτήθηκε θολά αν θα ερχόταν κάποιος να την ψάξει. Κάπου στο βάθος ήλπιζε αλλά ούτε αυτό ήταν καθαρό.

*

Στο πάτωμα του μπάνιου, το μισό της σώμα στο αιώνιο χαλί (αυτό ήταν κάποτε αφράτο;), το άλλο μισό στα παγωμένα πλακάκια. Τα νύχια των χεριών της ανύπαρκτα, τα είχε μασήσει, τα νύχια των ποδιών κάπως ορατά. Δεν υπήρχαν πια τρίχες στα πόδια και στα χέρια. Η Μόλλυ μπρούμυτα, με μια τούφα μαλλιά στο στόμα. Μασουλούσε πολύ αργά. Τα μάτια της ήταν μισόκλειστα. Είχε καταπιεί τέσσερα χάπια νωρίτερα με άπειρο νερό και πονούσε η κοιλιά της.

Άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ήταν τόσο απελπισμένη που φανταζόταν ότι κάποιος ακόμα νοιαζόταν για εκείνη. Γιατί; Έλειπε ήδη τόσο καιρό. Εξάλλου, ακόμα και πριν κλειστεί εδώ μέσα, δεν αποτελούσε και την πιο ευχάριστη παρέα, με τα προβλήματα και τις ανησυχίες της. Όποιος την πλησίαζε έψαχνε μια θετική εμπειρία και κατέληγε να βουτάει σε βούρκο.

Τι θα μπορούσε να εξηγήσει σε οποιονδήποτε ερχόταν – αν ερχόταν ποτέ. Πώς θα εξηγούσε; Οι σκέψεις ήταν ατελείωτες ενώ ταυτόχρονα σχημάτιζαν έναν συγκεκριμένο και τρομακτικό πυρήνα. Η εικόνα αυτού του πυρήνα την τρόμαζε. Πώς θα έβρισκε λέξεις να τον περιγράψει;

Μια φωνή είπε το όνομά της. Η Μόλλυ θαύμασε τη δύναμη της επιθυμίας της, την έκανε να ακούει ήχους και φωνές. Μπράβο! Χαμογέλασε μισά στον εαυτό της, έκλεισε τα μάτια. Θα κοιμόταν κι ας είχε μαλλιά στο στόμα.

*

Με κόκκινα μάτια σήκωσε το κεφάλι της, κοίταξε το μικρό παραθυράκι. Έμεινε να κοιτάει το λιγοστό φως που έμπαινε.

*

Πότε κατάπιε αγκάθια; Ο λαιμός της την γρατζουνούσε. Τελευταία φορά που ήπιε νερό ήταν πότε ακριβώς;

Θυμόταν πώς να κοιμηθεί;

*

Η κοιλιά της ήταν γεμάτη μικρούς σκληρούς κόμπους, τους έπιανε. Θα πέθαινε; Ανατρίχιασε.

*

Η Μόλλυ σηκώθηκε, τα πόδια της πονούσαν μετά από τόσο καιρό ξαπλωμένη και καθιστή. Πήγε κάτω από το παράθυρο. Διαπίστωσε πρώτη φορά πως το τζάμι ήταν θολό, δεν φαινόταν κάτι από έξω.

Όμορφο το φως που έμπαινε. Η σκέψη ήταν ψιθυριστή. Κάτι μέσα της μεγάλωνε.

Πήρε ένα ξύλινο σκαμπό που υπήρχε μέσα εκεί και το τοποθέτησε κάτω από το παράθυρο. Ανέβηκε και κοίταξε καλύτερα. Ναι, σίγουρα δεν φαινόταν τίποτα. Και το φως παρέμενε καθαρό. Έπρεπε να βρει κάτι κατάλληλο, κάτι ανθεκτικό.

Γύρισε απότομα από την άλλη, γλίστρησε. Έπεσε μπροστά και το πρόσωπό της προσγειώθηκε στην άκρη του νιπτήρα. Άκουσε ένα φρικτό κρακ και την τύφλωσε ο πιο αιχμηρός πόνος που είχε νιώσει ποτέ. Σωριάστηκε μπρούμυτα, με τα γόνατα και τις παλάμες της να βουίζουν, τα μάτια της να τρέχουν, ζεστό υγρό στο πάνω χείλος.

Μερικές πολύ προσεκτικές ανάσες από το στόμα. Έπιασε το υγρό και κοίταξε τα δάχτυλά της: ήταν κατακόκκινα. Έγλειψε, μέταλλο.

Σηκώθηκε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη: η μύτη της είχε μάλλον σπάσει, στη μέση σχηματιζόταν μια ελάχιστη γωνία που προηγουμένως δεν υπήρχε, το μισό της πρόσωπο ήταν γεμάτο αίματα, τα μαλλιά της ήταν μισοφαγωμένα, τα μαγουλά είχαν μπει. Ανοιγόκλεινε τα μάτια της για να διώξει τα δάκρυα και να μπορέσει να δει πιο καθαρά. Ο πόνος ήταν οξύς, βουτιά σε παγωμένη λίμνη, την καθάριζε. Γέλασε με την εικόνα της και το γέλιο της την ξάφνιασε, ήταν ίδιο με πάντα. Πείσμωσε.

Σκούπισε αίματα με το πίσω μέρος της παλάμης. Κοίταξε γύρω. Δεν έβρισκε τίποτα κατάλληλο.

Στερέωσε το πεσμένο σκαμνάκι. Έβγαλε την μπλούζα της, την τύλιξε γύρω από το χέρι. Ανέβηκε. Κοίταξε το τζάμι, σχεδόν αφηρημένη, περιμένοντας να νιώσει έτοιμη. Έπρεπε να αφεθεί στην επιτάχυνσή της.

Έριξε μπουνιά στο τζάμι. Πόνεσε πολύ – δεν κατάφερε τίποτα. Φώναξε θεατρικά από πόνο και θυμό και ξαναδοκίμασε. Πόνεσε περισσότερο, πάλι τίποτα.

Ακούμπησε το τυλιγμένο χέρι στο τζάμι, αυτήν τη φορά με τη δεξιά πλευρά της γροθιάς. Ένιωσε τη σκληρή επιφάνεια κάτω από το ύφασμα, ανέπνευσε για να την καταλάβει καλύτερα.

Χτύπησε με όλη της τη δύναμη – το τζάμι έσπασε με ήχο καθαρό και το χέρι της βγήκε από την άλλη. Δυνατή ταχυπαλμία.

Έσπασε τις μεγάλες γωνίες γυαλιού που είχαν σχηματιστεί στο περίγραμμα του παραθύρου. Παρατήρησε το μέγεθος του ανοίγματος: μπορούσε να συρθεί μέσα από το παράθυρο, πίστευε ότι χωρούσε.

Ο πόνος στο κόκκαλο της μύτης εκκωφαντικός, την γείωνε στη συγκεκριμένη στιγμή. Το αίμα είχε ξεραθεί στο πρόσωπο και της τραβούσε το δέρμα. Η Μόλλυ έφτυσε στο χέρι της και άλειψε τα σάλια στα αίματα. Σκουπίστηκε με την μπλούζα και μετά την φόρεσε. Χτυπούσαν τα μηνίγγια της.

Στηρίχθηκε με τα χέρια στο παράθυρο, οι παλάμες της γέμισαν γυαλάκια. Έκανε μια γκριμάτσα πόνου και η μύτη της πόνεσε ακόμα περισσότερο. Μπήκε μέσα σε όλους τους πόνους της και πέρασε τους ώμους μέσα από το παράθυρο. Η μπλούζα της σκιζόταν από τα γυαλιά και το δέρμα από κάτω έκανε μικρές πληγές. Δεν γινόταν να δώσει άλλη σημασία.

Φως έλουζε το κεφάλι της τουλάχιστον. Δεν έβλεπε τίποτα πέρα από φως αλλά δεν ήθελε να κάνει προσπάθεια να διακρίνει κάτι άλλο, δεν ήταν η ώρα.

Μπορούσε να συνεχίσει. Έβγαλε το στήθος και την κοιλιά της. Μικρές, κοφτερές ανάσες για περισσότερη επιτάχυνση. Εναλλάξ δεξιά, αριστερή, δεξιά, αριστερή πλευρά. Γυαλιά μέσα στο παντελόνι, της έσκιζαν το δέρμα.

Έκλαιγε, αίματα, πονούσε παντού. Πού θα προσγειωνόταν αν κατάφερνε να βγει; Τι υπήρχε; Λικνίστηκε κι άλλο δεξιά-αριστερά για να απομακρυνθεί από τη σκέψη του να γυρίσει πίσω και να συνεχίσει να τρώει τον εαυτό της. Έπαιζε παιχνίδι με έναν αόρατο φίλο, έβγαζε τον εαυτό της πιο έξω, μισό εκατοστό τη φορά.

Και τα κατάφερε.

Έβγαλε ολόκληρα τα πόδια της με προσοχή για να μην πέσει, κάθισε στο κούφωμα να πάρει ανάσα. Αχ. Αυτό.

Έκλεισε τα μάτια, μέτρησε, πολύ αργά και, όταν έφτασε στο δέκα, πήδηξε.

Προηγούμενο άρθροLouis Feuillade, η βουβή κινηματογραφική σειρά του 1915 “Τα βαμπίρ”. (του Θόδωρου Σούμα)
Επόμενο άρθροΗ άσχημη πλευρα του εαυτού μου (της Άννας Λυδάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ