Δήμητρα Δημητρίου (*)
Όταν μου πρωτομίλησε, στον κάμπο εκείνο που θα γινόταν σε λίγο χρυσός από τα σιτεμένα στάχυα, έμεινα σαστισμένη. Μαθημένη, καθώς ήμουν, στη ζήση μου, σε μακρούς, άνυδρους καύσωνες, αλίμονο αν άναβε απάνω στα ξερόκλαδα έξαφνα μια σπίθα!
Εκείνος ήταν συνηθισμένος από πυρκαγιές. «Είτε ζήσουμε είτε πεθάνουμε, ένα πρέπει να είναι το έπαθλο για νεκρούς και ζώντες», έλεγε. Αμέσως κατάλαβα πως έπρεπε να τον ακολουθήσω, γι’ αυτή και για κάθε άλλη ζωή, το δίχως άλλο.
Σύντομα είχα καμένη μέσα μου μιαν αγάπη. Κι αυτός, το ίδιο. Αυτός είχε πάρει έναν δρόμο που δεν είχε επιστροφή. Μπορούσε όμως να μου δώσει το όνομά του. Αυτή του την υπόσχεση ήθελε να την κρατήσει.
Όλες του τις υποσχέσεις στο τέλος τις κράτησε.
Περιμέναμε τον οδηγό στη βρύση, ντυμένες πενθικά τα μαύρα. Εκεί, μέσα στα δέντρα και τ’ αμπέλια, μ’ έναν μεγάλο φραγμό από κυπαρίσσια, κανείς δεν θα μπορούσε να μας μυριστεί, δικός μας ή ξένος. Η κυρα-Λένη πήρε μαζί της κι ένα ποτήρι. «Όταν σταματήσει», την ορμήνεψε ο εφημέριος, «θα σου ζητήσει νερό. Θα του δώσεις. Κι όταν το πάρει, θα σου πει “πίνω στην υγειά του”». Εγώ και η μόνη συνοδός μου, ακούγοντας το παρασύνθημα, θα βρισκόμασταν σε λίγο στην ακροθαλασσιά, μαντεύοντας μόνο το κύμα σαν βουητό μες στο πηχτό σκοτάδι, εκείνος, που θα με περίμενε στην είσοδο, θα φορούσε σίγουρα ρούχα από καφέ κασμίρια και θα τον ξεχώριζα, μέσα σ’ όλους, από το σημάδι εκείνο στο πέλμα, απ’ όπου θα μπορούσε να τον γνωρίσει κανείς ολόκληρο. Προς το παρόν, κρατούσα μόνο τη μορφή του πάνω σ’ εκείνο το μαντήλι που δεν γίνηκε από χέρια θεού, μήτε ανθρώπου, αλλά από ίδρωτα μετώπου που είχε μέσα στο στήθος την καρδιά φλεγόμενη.
Εμήνυσαν στους γονείς του πως θα έλειπα μόνο δυο μέρες και μια νύχτα. Έτσι είπαν. Δεν ήξεραν πως ολάκερη τη ζωή μου από εκείνη τη στιγμή θα έλειπα, αφήνοντας λιανοκέρι την ψυχή για αντίδωρο μέσα σ’ εκείνο το θαλασσινό μοναστήρι.
«Το μόνο που θα σε παρακαλέσω να πάρεις, κόρη μου, ένα άλλο φόρεμα, να μην σταθείς στο μυστήριο με μαύρα ρούχα».
Εγώ, που το μόνο που ήξερα ήταν τα γεννήματα της γης κι οι φουσκάλες από τους ρόζους των χεριών μου, δεν γνώριζα πώς έπρεπε να στέκει κανείς του σε μυστήριο. Σε λίγο βέβαια θα το έκανα με βλέφαρα κλειστά και σε στάση συστολής, ύστερα όμως θα μάθαινα πως μπορεί να σταθεί κανείς και με το μέτωπό του υψωμένο προς τον ουρανό.
Ίσως να είχε τελικά και δίκιο, η κυρα-Λένη, κι είχα πάρει, καλού-κακού, μαζί μου το φόρεμα που μου έδωσε για τον σκοπό αυτό η αδελφή του, αυτή που σε λίγο επρόκειτο να είναι και δική μου, ίσως και μάνα κάποτε του δικού μου παιδιού.
Οι μυημένοι είχαν κιόλας περιζώσει τη μονή, έτοιμοι να δώσουν, για εκείνον, μια μάχη, αν χρειαστεί. Ο Γέρος εμίλησε. Η πράξη μας έπρεπε να παραμείνει μυστική, πάση θυσία. Για μας τους δυο παιζόταν η τύχη όλων τους –και του νησιού– στα ζάρια. Μια ερωτευμένη καρδιά δεν είναι παίξε-γέλασε. «Δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει ο αγώνας και η μοίρα καθενός», έλεγαν. Όταν δεν κράταγαν τσίλιες, κοιτούσαν κι αυτοί προς τα πάνω στεκούμενοι, με τα μέτωπα ψηλά.
Μετά που ο ήλιος βασίλευσε, αφήνοντας το βουνό πάνερμο στην πρώτη ψύχρα του καλοκαιριού, αφότου οι λεβέντες μάς έγνεψαν από μακριά, μπήκα στην εκκλησία. Εκείνος άφαντος. Τον ψάξαμε, μπαίνοντας από κάμαρα σε κάμαρα κι από κελί σε κελί· πουθενά δεν ήταν. Από τα παράθυρα, που ήταν ακόμα ανοιχτά, άκουγα μόνο να έρχονται, σιγανά, με το κύμα, κάτι όμορφοι σκοποί, που παίζονταν με το δοξάρι.
Καθώς τον περίμενα, κυοφορώντας αιώνες στην ποδιά μου, τον φανταζόμουν κιόλας να φτάνει πάνοπλος, ντυμένος αυτή τη φορά τ’ αντάρτικα, προσκυνά το ξύλο του τέμπλου με ευλάβεια, αφήνοντας τα τιμημένα όπλα του στον άξιο αδελφό που τον φυλάει. Εγώ δεν φορώ πια τα μαύρα, μα ένα ροζ φουστάνι με κλαδιά, το πρώτο μου πραγματικό φουστάνι –κι όχι ποδίνες στους αγρούς– ένα σαν άνοιξη που έφευγε ή που ήτανε να ’ρθεί. Στη μέση του κελιού ένα μικρό τραπέζι και πάνω του το Ευαγγέλιο. Δίπλα τα στέφανα, που έπλεξαν για μας αυτοσχέδια μ’ ελιά και κληματίδα, και το ποτήρι που θα μας κοινωνούσε. Γίνεται ξαφνικά συσκότιση. Οι κουρελούδες καλύψαν όλα τα παράθυρα, πνίγοντας κάθε υποψία φωτός. Οι καλεσμένοι που ήταν καθιστοί σηκώνονται. Στο δωμάτιο σιγοκαίει μονάχα ένα κερί. Η θάλασσα παραδίνεται κι αυτή υποταχτικά στη σιωπή που δονούν σιγανά, πότε πότε, οι εννιά δικές μας ανάσες, εμένα, εκείνου, του παπά, της πρεσβυτέρας, της κυρα-Λένης, των οδηγών που μας έφεραν και των παληκαριών του, σαν νοερή υπόκρουση στην ιερή κατάνυξη του άπαξ.
Στεκόμαστε στον τόπο ετούτο του μυστηρίου. Καθώς διαβάζονται οι πρώτες ευχές, στο χέρι μου ακουμπά το μπράτσο του ζεστό, καθώς αγγίζει μου δισταχτικά τ’ ακροδάχτυλα, εγώ πυρώνω βαθιά στο καλοκαιρινό μου φόρεμα κι εκείνος, στιβαρός και σαν αόρατος, είναι και δεν είναι μαζί μου, υπάρχει, μα είναι κιόλας δοσμένος αλλού. Τα δάκρυα, που αυλακώνονται αργά μέσα από τ’ άγρια γένια του, μαρτυρούν πως κάποτε στις φλέβες του κύλησε, κι αυτού, αληθινή ζωή.
Τον φαντάστηκα τότε καιόμενο, να βγαίνει μέσα από τη σπηλιά, με το βαθύ χαμόγελο μέσα απ’ τα στέρεα κι αραιά, μεγάλα δόντια του, που έδινε στο πρόσωπό του όλη εκείνη τη γλυκάδα που του έκρυβε, φορές, το γείσο του ανθυπολοχαγού, όταν χρειαζόταν να το φορέσει. Τον έβλεπα κιόλας αιωρούμενο, μες στα φλεγόμενα ράσα του, να ευλογεί τα δασωμένα σκοτάδια, που έζωναν γύρω τη μονή.
Τότε που μπήκε στη φωτιά. Κι ήταν αυτός η φωτιά.
Ο εκφυλισμός του ιδανικού πιότερη σιχασιά γεννά κι από την ίδια την προδοσία. «Από αυτόν να φυλάγεσαι», είπε και μου πρόσφερε τη βέρα του.
Προτού καλά καλά συνέλθω από τη φόρτιση, ένας νεαρός οδηγός προσγειώνει την κούρσα του επιδεικτικά μπροστά μου. Κορνάρει, φανερά ενοχλημένος από την αργοπορία μου στο φανάρι, ίσως φωνάζει κιόλας ή βρίζει, μια καθόλα πραγματική, οργανική αβρότητα, που συνηθίζουν να έχουν στη χώρα μου τ’ αγόρια με λευκό κολάρο. Ένα ταξίδι ανοίγεται εμπρός του, που δεν το ξέρει, μια απειράριθμη δυνατότητα, μια λυτρωμένη έκσταση, μια αγαλμάτινη όψη αθανασίας. Αρκούμαι μόνο στο να τον ρωτήσω ευγενικά, σαν να μην περιμένω απάντηση –παρότι θα το ήθελα– κι ας μην το ζήτησε, κι ας μην έχει καμία όρεξη, κι ας έχει πνιγεί στη δουλειά στο γραφείο, κι ας τον ζητά ο διευθυντής, ο υπουργός, ο αρχηγός ή ο πρόεδρος, κι ας μην πρόκειται να μου το ζητήσει ποτέ, κι ας δεν θα γύριζε για να με δει ποτέ, παρότι στον θυμό λαλίστατος – μια έξαψη που γεννά δυσανάλογα στο θυμικό ανησυχία τυπική ανθρώπων που ήταν φτιαγμένοι μόνο για μικρές ζωές:
«Μπορείτε να μου δώσετε ένα ποτήρι νερό;»
(*) Η Δήμητρα Δημητρίου είναι διδάκτωρ Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (Paris IV).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Το διήγημα αφορμάται από τον κρυφό γάμο που τέλεσαν ο υπαρχηγός της ΕΟΚΑ Γρηγόρης Αυξεντίου με την αγαπημένη του Βασιλική (Βασιλού) Παναγή στις 10 Ιουνίου 1955 στο ιστορικό μοναστήρι της Αχειροποιήτου, στις ακτές του κατεχόμενου σήμερα Καραβά. Ο γάμος παρέμεινε μυστικός καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα.
- «η κυρα-Λένη»: H αγωνίστρια Ελένη Κασσιανού, η οποία ανέλαβε να οδηγήσει τη Βασιλού εμπιστευτικά στον τόπο όπου θα τελούνταν το μυστήριο.
- «από το σημάδι εκείνο στο πέλμα»: Από το σημάδι αυτό αναγνώρισε ο πατέρας του Γρηγόρη, Πιερής Αυξεντίου, το καμένο κορμί του γιου του μετά το ολοκαύτωμα στον Μαχαιρά.
- «μες στα φλεγόμενα ράσα του»: Tο Πάσχα του 1956, όταν περί τους εκατό Βρετανούς στρατιώτες έζωσαν το μοναστήρι του Μαχαιρά, όπου ο Αυξεντίου ανάρρωνε από εγχείρηση, ο ίδιος, μεταμφιεσμένος σε καλόγερο, συστήθηκε στον Άγγλο επικεφαλής αξιωματικό ως «πατήρ-Xρύσανθος» και στη συνέχεια κέρασε, ξεγελώντας, τους διώκτες του.
- «κάτι όμορφοι σκοποί, που παίζονταν με το δοξάρι»: Πρβλ. την επιστολή του Αυξεντίου σε συναγωνιστή του μετά από τη θρυλική μάχη στα Σπήλια: «Το δικό μου το βιολί [=το όπλο μου] δεν πρόκειται ποτέ να πέσει στα χέρια των Κότσιηδων [=Άγγλων], εφ’ όσον είμαι ζωντανός. Τώρα που σου γράφω, το έχω στα γόνατά μου και είμαι περήφανος γι’ αυτό, γιατί έπαιξα κάτι όμορφους σκοπούς».