Το μέτριο καλοκαίρι του αρχαίου δράματος, και δύο παραστάσεις (της Όλγας Σελλά)

0
615

 

της Όλγας Σελλά

Μ’ αυτό το κείμενο ολοκληρώνονται για φέτος οι κριτικές παρουσιάσεις των θερινών παραστάσεων γενικά, και των παραστάσεων αρχαίου δράματος ειδικά. Και αυτές οι τελευταίες φαίνεται φέτος να πήγαν καλά εισπρακτικά (τόσο στην Επίδαυρο όσο και στην περιοδεία τους).   Καλλιτεχνικά όμως, τα πράγματα είναι θολά στο μεγαλύτερο μέρος των παραστάσεων. Ή μήπως δεν είναι; Μήπως το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είναι απλώς επίπεδο, όταν δεν είναι ενοχλητικό, χωρίς ιδιαίτερες προτάσεις, ξεχωριστές ερμηνείες, σκηνοθετικά ρίσκα; Τώρα που έχω δει όλες τις παραστάσεις της, νομίζω ότι σε γενικές γραμμές, καλλιτεχνικά στην Επίδαυρο είχαμε μια μέτρια χρονιά, παρά τα μεγάλα ονόματα των πρωταγωνιστών. Εξαιρώ τη «Μήδεια» του Κάστορφ που είχε πρόταση, σπουδαίες ερμηνείες και ρίσκο και τον «Ιππόλυτο» της Κατερίνας Ευαγγελάτου που ήταν μια ολοκληρωμένη παράσταση.

Και σ’ αυτό το σημείο να θίξουμε ένα ακόμα θέμα. Λέγεται, από την πανδημία και μετά, ότι το πρόβλημα είναι οι ηθοποιοί που έγιναν δημοφιλείς στο ευρύ κοινό λόγω κάποιου τηλεοπτικού τους ρόλου και επιλέγονται για μεγάλους ρόλους αρχαίου δράματος. Μέγα λάθος. Το πρόβλημα δεν είναι ούτε οι ηθοποιοί ούτε η τηλεοπτική τους διαδρομή. Έτσι κι αλλιώς σχεδόν όλοι, πλέον, παίζουν σε τηλεοπτικές σειρές μυθοπλασίας (και καλά κάνουν). Αν είναι καλοί ηθοποιοί, εξακολουθούν να είναι, και στην τηλεόραση και στο θέατρο. Η τηλεόραση «τρύγησε» τους θεατρικούς ηθοποιούς, τους έκανε δημοφιλείς στο ευρύ κοινό, και τους αντιγυρίζει στο θέατρο. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αρκεί με το χρόνο να μην επέλθει στασιμότητα. Το πρόβλημα είναι σ’ εκείνους που επιλέγουν τον κάθε ηθοποιό, για κάθε παράσταση, και τα κριτήρια με τα οποία τους επιλέγουν. Αν επιλέγει ο σκηνοθέτης, δεν κάνει σωστό casting (και θα κριθεί γι’ αυτό). Αν επιλέγει άλλος (ο παραγωγός π.χ.), τότε το πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο.

Ας δούμε τι κόμισαν οι δύο τελευταίες επιδαύριες παραστάσεις. Με την επισήμανση ότι πολλά πράγματα είναι διαφορετικά στην περιοδεία των παραστάσεων από την παρουσίασή τους στο αργολικό θέατρο. Ανάλογα με τη σκηνή του θεάτρου που τους φιλοξενεί. Μπορεί, π.χ., να έχουν περικοπεί σκηνικά, μπορεί ο φωτισμός να είναι διαφορετικός γιατί ο χώρος δεν βοηθάει, μπορεί ο ήχος να διαταράσσεται από εξωγενείς παράγοντες. Θα προσπαθήσω όλα αυτά να τα αφήσω απ’ έξω και να μιλήσω για ό,τι είδα στη σκηνή.

 

«Οιδίπους Τύραννος»: ενδιαφέρουσα παράσταση, αλλά ατελής

Ο Σίμος Κακάλας σκηνοθέτησε φέτος το κορυφαίο έργο του Σοφοκλή. Και σίγουρα είχε κατά νου μια σκηνική λιτότητα (που αποτυπώθηκε στο σκηνικό –ένα ξύλινο πατάρι σε σχήμα Π-) φέροντας και τις χαρακτηριστικές του μάσκες, αυτές που συνοδεύουν χρόνια τώρα τις θεατρικές αναζητήσεις του. Οι ηθοποιοί παρουσιάζονται ένας-ένας και μετά φορούν τη μάσκα τους. Αποτελούν όλοι τα μέλη του χορού. Από τον χορό βγαίνει και ο Κρέων (Γιάννης Νταλιάνης) και η Ιοκάστη (Μαριλίτα Λαμπροπούλου), και ο Τειρεσίας (Χρήστος Μαλάκης) και ο Οιδίπους (Γιάννης Στάνκογλου). Βγάζουν τη μάσκα τους και γίνονται ο ρόλος (όλοι μέλη της πόλης, από τον πρώτο ως τον τελευταίο πολίτη, όλοι συμμέτοχοι στην τύχη της, να σημαίνει άραγε αυτή η σκηνοθετική επιλογή;) Η ρυθμική εκφορά των χορικών έχει πολύ ενδιαφέρον, όπως και η μουσική του Φώτη Σιώτα, με παραδοσιακά στοιχεία και σύγχρονες πινιελιές, στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης (η μελοποίηση όμως κάποιων στίχων βάρυνε άνευ λόγου την ακουστική αίσθηση). Αναμφισβήτητα όμως συμβάδιζε με τη σκηνοθετική οπτική, την οποία ακολούθησαν οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς της παράστασης. Η απόδοση του Γιώργου Μπλάνα έφερε ακέραια την αίσθηση του κειμένου στο κοινό, παρότι, τουλάχιστον τη βραδιά που το είδα εγώ (στο Βεάκειο), δεν μεταδόθηκε απ’ όλους τους ηθοποιούς η τραγικότητα αυτού του συνταρακτικού και πάντα καθηλωτικού κειμένου. Έτσι, ο καλός και έμπειρος Γιάννης Στάνκογλου ήταν παραπάνω εξωστρεφής από το γενικότερο πλαίσιο της παράστασης και μόνο την ώρα που γκρεμίζεται η ζωή του, μεταφέρει τη συντριβή του. Χωρίς εσωτερικότητα και ο Τειρεσίας του Χρήστου Μαλάκη. Η Μαριλίτα Λαμπροπούλου, φιλότιμη και αφοσιωμένη ηθοποιός, απείχε ως επιλογή από την τραγικότητα και την απελπισία του ρόλου της Ιοκάστης. Η σκηνή της αναγνώρισης δεν μετέδωσε στην πλατεία τους τρανταγμούς της. Αντιθέτως ο Κρέων του Γιάννη Νταλιάνη είχε το μέτρο, τη σύνεση και το ύφος της παράστασης που σχεδίασε ο Σίμος Κακάλας, οπτική που μετέφερε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης στη σκηνή, ερμηνεύοντας τον Εξάγγελο στο τέλος του έργου, και μεταδίδοντας την οδύνη και την απελπισία των ανείπωτων που συνέβησαν. Εξίσου συγκινητικός ήταν και ο υπηρέτης του Πανάγου Ιωακείμ, ενώ ο Γιώργος Αμούτζας (Αγγελιοφόρος) μόνο με τη φωνή του και όχι με το σώμα του υποδύθηκε το ρόλο.

Συνολικά ήταν μια παράσταση με καλές προθέσεις και συγκεκριμένο σκηνοθετικό άξονα και άποψη, που δεν υπηρετήθηκε όμως  απ’ όλους τους μετέχοντες.

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας, Σκηνοθεσία: Σίμος Κακάλας , Δραματουργική επεξεργασία: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου, Σκηνικά-Κοστούμια: Γιάννης Κατρανίτσας, Μουσική: Φώτης Σιώτας, Κίνηση: Σοφία Πάσχου, Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Γιάνναρος, Μάσκες: Μάρθα Φωκά, Βοηθός σκηνοθέτη:  Γιώργος Παύλου, Βοηθός σκηνογράφου: Σοφία Θεοδωράκη, Μακιγιάζ: Σίσσυ Πετροπούλου, Φωτογραφίες καμπάνιας: Πάτροκλος Σκαφίδας, Φωτογραφίες παράστασης: Μάνος Ξηρουχάκης, Φωτογραφίες Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου: Νεκτάριος Κουρής

Παραγωγή: Θεατρικά Δρώμενα Ίασμος

 

ΔΙΑΝΟΜΗ

Οιδίπους: Γιάννης Στάνκογλου

Ιοκάστη: Μαριλίτα Λαμπροπούλου

Κρέων: Γιάννης Νταλιάνης

Τειρεσίας: Χρήστος Μαλάκης

Εξάγγελος: Σίμος Κακάλας

Αγγελιοφόρος: Γιώργος Αμούτζας

Υπηρέτης: Πανάγος Ιωακείμ

 

Χορός: Γιώργος Αμούτζας, Μάρκος Γέττος, Πανάγος Ιωακείμ, Σίμος Κακάλας, Απόστολος Καμιτσάκης, Γιώργος Κορομπίλης, Αυγουστίνος Κούμουλος, Μαριλίτα Λαμπροπούλου, Γιώργος Λόξας, Χρήστος Μαλάκης, Γιάννης Νταλιάνης, Παύλος Παυλίδης, Γιάννης Στάνκογλου

Μουσικός επί σκηνής: Φώτης Σιώτας

 

Επόμενες παραστάσεις:

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου, Κηποθέατρο Παπάγου, Παπάγου

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου, Θέατρο Κολωνού

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου, Κατράκειο Θέατρο, Νίκαια

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου, Ωδείο Ηρώδου Αττικού

 

«Εκάβη»: Παραδοσιακή, χωρίς τόλμη

Σπαράγματα αγαλμάτων, σαν κομμένα ανθρώπινα μέλη, συμβολίζουν εύστοχα το ρημαγμένο σκηνικό του πολέμου. Του κάθε πολέμου. Γι’ αυτό και ένα φάντασμα, εμφανίζεται πρώτο στη σκηνή στην τραγωδία αυτή του Ευριπίδη. Είναι ο Πολύδωρος (Ερρίκος Μηλιάρης), ο νεότερος γιος του Πρίαμου και της Εκάβης, που είχε φυγαδευτεί κρυφά από τον πατέρα του στη Θράκη, στο βασίλειο του Πολυμήστορα (Άκης Σακελλαρίου) για να σωθεί και να σώσει και τον θησαυρό της Τροίας. Όμως πέφτει θύμα όχι του πολέμου, αλλά της απληστίας του προστάτη του, του Πολυμήστορα. «Για χάρη του χρυσού ο πατρικός φίλος σκοτώνει». Και εμφανίζεται ξανά για να προβλέψει όσα δεινά έχει ακόμα να περάσει η μητέρα του και ο λαός του τόπου του. Η Εκάβη (Ελένη Κοκκίδου), η βασίλισσα που έχασε τα πάντα, προσθέτει και αυτόν τον πόνο πάνω σε όλους τους προηγούμενους και στους μελλούμενους. Αλλά δεν τελειώνει εδώ η βαριά της μοίρα, αφού ο Οδυσσέας (Θανάσης Κουρλαμπάς), την ενημερώνει για την κακή τύχη της κόρης της Πολυξένης. Η Εκάβη όμως ήδη έχει αρχίσει να εξυφαίνει την εκδίκησή της, και δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα. Ούτε από το να ζητήσει τη βοήθεια του αρχιστράτηγου της συμφοράς της, του Αγαμέμνονα (Αλέκος Συσσοβίτης). Και το καταφέρνει η Εκάβη και οι υπόλοιπες Τρωάδες δίπλα της. Που κάθε φορά καταρρέει από τον σπαραγμό και κάθε φορά σηκώνεται. Και γίνεται σφόδρα σκληρή στην εκδίκησή της προς τον Πολυμήστορα. Σκοτώνει τα παιδιά του και τυφλώνει τον ίδιο.

Αυτή είναι η τραγωδία του Ευριπίδη. Η παράσταση της Ιώς Βουλγαράκη έχει μια εύστοχη όψη (σκηνικά) και έναν ιδιαίτερα δουλεμένο χορό, που όμως λειτουργούσε αυτοτελώς, και αρκετά επίσης  προβλήματα. Θα ξεκινήσω από τη λόγια και ακαδημαϊκή μετάφραση της πολύτιμης Ελένης Βαροπούλου, που σε αρκετά σημεία εμπόδισε τη σύγχρονη εκφορά του λόγου, αλλά και τη θερμοκρασία της παράστασης. Η λέξη «δύστηνος» π.χ. ακούστηκε πάνω από δέκα φορές, όπως και η λέξη «τέκνο μου». Ακολουθεί η μουσική του Νίκου Γαλενιανού, που στα δικά μου αυτιά ακούστηκε ατονάλ (πολύ ειδικές και ανοίκειες  νότες για μια παράσταση που απευθύνεται σε ευρύ κοινό), εμποδίζοντας τα χορικά να φτάσουν στην πλατεία. Κι αν αυτές οι δύο επιλογές ήταν άποψη (καθ’ όλα σεβαστή), προσέκρουσαν στην υπόλοιπη όψη της παράστασης και κυρίως στις ερμηνείες. Που ήταν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στην καλύτερη περίπτωση αναμενόμενες. Πάντως χωρίς εκπλήξεις και χωρίς τραγικότητα, σε μια τραγωδία που σπαράσσεται από πόνο και πάθος. Ο Πολύδωρος του Ερρίκου Μηλιάρη, σχεδόν διαρκώς επί σκηνής, σαν το φάντασμα των δεινών του πολέμου, συγκινεί. Ο Ταλθύβιος του Ιωσήφ Ιωσηφίδη, αυτού του πονετικού αγγελιοφόρου των Αχαιών που επιφορτίζεται να μεταφέρει τις πιο κακές ειδήσεις, σκύβει πάνω στις λέξεις και στις στιγμές. Η Πολυξένη της Μαρίνας Καλογήρου προσπαθεί να εκφράσει την τραγικότητα της μοίρας της, μ’ έναν παραδοσιακό τρόπο. Η Ελένη Κοκκίδου-Εκάβη, μια έμπειρη και σπουδαία ηθοποιός, προσπάθησε ν’ αποδώσει έναν ρόλο τιτάνιο και με μεγάλες διακυμάνσεις και ήταν πράγματι συγκινητική σ’ αυτή τη διαρκή της μάχη, παρότι δεν την βοήθησαν η σκηνική της προσωπικότητα, η χροιά της φωνής της, αλλά και η υποκριτική της βεντάλια.

Άφησα τελευταίες τις άλλες τρεις ανδρικές ερμηνείες, γιατί πιστεύω ότι είχαν έναν κοινό άξονα: απέδωσαν επιφανειακά μια στερεοτυπική εικόνα συμπεριφοράς και χαρακτηριστικών του ανδρικού φύλου. Ο Οδυσσέας του Θανάση Κουρλαμπά είναι αλαζόνας, με έωλα επιχειρήματα, ανάλγητος και ποταπός. Ο Αγαμέμνων του Αλέκου Συσσοβίτη, μακριά από τον τραχύ, άξεστο και πολεμοχαρή βασιλιά των Ατρειδών που γνωρίζουμε, είναι συμπονετικός, ευγενής, τρυφερός σχεδόν, και οπωσδήποτε κάνει ό,τι του λέει η Εκάβη. Ο δε Πολυμήστωρ του Άκη Σακελλαρίου, ο πιο σύνθετος και ο πιο μισητός ρόλος αυτής της τραγωδίας, στην αρχή είναι υποκριτής και χειριστικός και μετά γίνεται αδύναμο ανθρωπάκι που κλαίει σαν μωρό και δεν χωράει το μυαλό του πώς «από γυναίκα δούλη έχει ηττηθεί». Η κορυφαία και τραγική σκηνή της συνομιλίας Εκάβης-Πολυμήστορα, με την τιμωρητική εκδίκηση που του επιφυλάσσει η ταλαίπωρη βασίλισσα, δεν κατάφερε να μεταφέρει την οδύνη, τον σπαραγμό και το πάθος. Αντίθετα, η οργή των απελπισμένων γυναικών αναδείχθηκε ιδιαίτερα μέσα από τα μέλη του χορού.

Συνολικά, ήταν μια αρκετά παραδοσιακή παράσταση, με έμφαση στη διαχρονική καταπίεση των γυναικών,  χωρίς ο ιδεολογικός άξονας να αναδεικνύεται με σκηνική τόλμη.

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου, Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη, Σκηνικά/κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού, Μουσική: Νίκος Γαλενιανός, Κίνηση: ΧαράΚότσαλη, Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου, Α’ βοηθός σκηνοθέτιδας: Μάγια Κυριαζή, Β’ βοηθός σκηνοθέτιδας: Γιάννης Τσιπτσής, Βοηθός σκηνογράφου/ενδυματολόγου: Δημοσθένης Κλιμενώφ, Φωτογραφίες παράστασης: Κική Παπαδοπούλου

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Ιωσήφ Ιωσηφίδης (Ταλθύβιος), Μαρίνα Καλογήρου (Πολυξένη), Ελένη Κοκκίδου (Εκάβη), Θανάσης Κουρλαμπάς (Οδυσσέας), Ερρίκος Μηλιάρης (Φάντασμα Πολύδωρου), Ηλεάνα Μπάλλα (Θεράπαινα), Άκης Σακελλαρίου (Πολυμήστορας), Αλέκος Συσσοβίτης (Αγαμέμνονας)

Χορός:Ασημίνα Αναστασοπούλου, Ελισάβετ Γιαννοπούλου, Μαρία Κωνσταντά, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Λυγερή Μητροπούλου, Ειρήνη Μπούνταλη, Χρύσα Τουμανίδου, Αμαλία Τσεκούρα

Μουσικός επί σκηνής: Άρτεμις Βαβάτσικα

 

 

Προηγούμενο άρθροΠώς κατασκευάζουμε τη ζωή μας και τον κόσμο (του Λάμπρου Απ. Πυργιώτη)
Επόμενο άρθροΒραβείο Βρετανικής Ακαδημίας: Ανακοινώθηκε η βραχεία λίστα (του Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ