της Άννας Αφεντουλίδου
Τα νομικά βιβλία δεν εντάσσονταν στο πεδίο των ενδιαφερόντων μου. Μέχρι τώρα τουλάχιστον. Ωστόσο μία μελέτη που κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Πόλις, παρόλο το νομικό της περιεχόμενο, τράβηξε την προσοχή μου, αρχικά, κυρίως λόγω του τίτλου και του πίνακα του εξωφύλλου της.[1] Η ανάγνωση της μελέτης του Βασίλη Σωτηρόπουλου, δικαίωσε την αρχική μου εντύπωση. Πρόκειται για ένα νομικό και φιλοσοφικό δοκίμιο που, έχοντας την ευδιάκριτη δομή του επιστημονικού κειμένου: επιμερισμός σε υποενότητες με διακριτούς θεματικούς πυρήνες, αποδεικτική ισχύ, τεκμηρίωση κ.λπ., διατηρεί το ύφος μιας γλώσσας με λογοτεχνικό πρόταγμα. Ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο που επιτελεί διττή λειτουργία· και μέσω των δύο διακριτών του μερών αλλά και μέσω της ενδοδομής και του λεκτικού της. Ας ξεκινήσω από τα πιο προφανή.
Στο μικρό σημείωμα των «Ευχαριστιών» στην αρχή του βιβλίου πληροφορούμαστε ότι: […]το έργο «Η ελεύθερη συμβίωση (χωρίς γάμο και χωρίς σύμφωνο συμβίωσης) σε συγκριτική εξέταση» βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
Στη μελέτη προστέθηκε το «Επίμετρο» και εκδόθηκε με τη μορφή του παρόντος βιβλίου υπό τον τίτλο: Ελεύθερη συμβίωση. Η αυτοκρατορία των συναινέσεων. (Πόλις, 2022).
Στην «Εισαγωγή», που ακολουθεί του σημειώματος, παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο εργάστηκε πάνω στο θέμα ο συγγραφέας. Παραθέτω την πρώτη και τελευταία παράγραφο, γιατί είναι ενδεικτικές, όχι μόνο του τρόπου που χειρίστηκε επιστημονικά το θέμα του, αλλά και του γλωσσικού εργαλείου που χρησιμοποίησε, για να οικοδομήσει αυτήν την επιστημολογικά έγκυρη μελέτη, χωρίς να την απονευρώσει από την αναγνωστική απόλαυση.
Ξεκινώντας τη συγκριτική εξέταση της ελεύθερης συμβίωσης με τον θεσμό του γάμου και τη ρυθμισμένη περίπτωση του συμφώνου συμβίωσης, ο μελετητής ανοίγεται σε μια νομική terra incognita. Η περίπτωση μιας συνήθους αλλά εξ ορισμού αρρύθμιστης πραγματικής κατάστασης, όπως είναι η ελεύθερη συμβίωση, μας βρίσκει απροετοίμαστους, σαν ταξιδιώτες σε άγνωστη γη. Η πρώτη μας ανάγκη είναι να αναζητήσουμε μια πυξίδα για να προσανατολιστούμε. Καθώς η μελέτη αφορά το δίκαιο και τις νομικές διατάξεις που διέπουν τις βιοτικές σχέσεις συμβίωσης, η πρώτη συντεταγμένη που θα πρέπει να αναζητήσουμε είναι η ευρύτερη κατηγοριοποίηση, το νομικό κεφάλαιο που θα ζητηθεί η σύγκριση. […] (σ.13)
[το ανά χείρας βιβλίο] φιλοδοξεί να συστήσει, λοιπόν έστω, τους τίτλους ενός νομικού ορίζοντα τον οποίο θα κληθούμε συχνά στο μέλλον να βυθομετρήσουμε ξανά. Η πρόσκλησή μας θα ανανεώνεται κάθε φορά που η συμβίωση θα βρίσκει έναν καινούργιο δρόμο ελευθερίας. (σ.22)
Έπονται τα 6 Κεφάλαια της μελέτης με τίτλους (Α. «Ορολογικές Διασαφήσεις», Β. «Σύναψη», Γ. «Οι σχέσεις των συμβίων», Δ. «Γονεϊκότητα», Ε. «Λύση-Λήξη», ΣΤ. «Δικαιώματα επιζώντων συμβίων»), οι οποίοι οδηγούν με σαφήνεια τον αναγνώστη στις επί μέρους θεματικές της διαπραγμάτευσης, για να ολοκληρωθεί με την Ζ’ ενότητα των «Συμπερασμάτων» και την εξής κατακλείδα:
Η ελεύθερη συμβίωση δεν είναι έννοια ασύμβατη με τη νομοθετική ρύθμιση, ακόμη και χωρίς τη συμβολαιογραφική και ληξιαρχική δέσμευση του συμφώνου συμβίωσης. Είναι σίγουρα μια ανοιχτή κατάσταση, η οποία επιδέχεται πολλαπλές κανονιστικές εννοιολογήσεις. Όπως, εξάλλου και η ίδια η ελευθερία. (σ.174)
Ο ίδιος ο συγγραφέας, σε συνέντευξή του,[2] συμπύκνωσε τον επιστημονικό στόχο της μελέτης του ως εξής: «Σκοπός του βιβλίου είναι να μελετήσει συγκριτικά τον θεσμό του γάμου και το σύμφωνο συμβίωσης, διαπιστώνοντας τι έχει γίνει μέχρι τώρα, αλλά και τι μπορεί να γίνει στο μέλλον με τη νομοθετική κάλυψη της ελεύθερης συμβίωσης, που αποτελεί μια πραγματική κατάσταση. Ρυθμίσεις που ισχύουν για τον γάμο και το σύμφωνο συμβίωσης μένουν ακόμη υπό εύρεση για την ελεύθερη συμβίωση και το βιβλίο θέλει να εντοπίσει και να επισημάνει τα κενά».
Το Α΄ μέρος επομένως, αναφέρεται σε μια συγκριτολογική παράθεση των νομοθετικών ρυθμίσεων για τον γάμο, το σύμφωνο συμβίωσης και εκείνες τις πλευρές, οι οποίες, ενώ ρυθμίζονται από την αντίστοιχη νομοθεσία παραμένουν ανοιχτές -ή/και όχι- και σε ποιον βαθμό, στην περίπτωση της συμβίωσης που συνηθίζουμε να ονομάζουμε ως «ελεύθερη».
Αυτή είναι η μία πλευρά, η οποία μπορεί να διαβαστεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τους ειδικούς, νομικούς κ.λπ. που ασχολούνται επιστημονικά και επαγγελματικά με το θέμα αλλά και από έναν «απλούστερο αναγνώστη», ο οποίος δεν έχει εξειδικευμένη γνώση αλλά ενδιαφέρεται για τη θεματική, η οποία ουσιαστικά αναφέρεται στις ανθρώπινες σχέσεις και πώς αυτές επηρεάζουν και επηρεάζονται όχι μόνο από τον ιδιωτικό μας βίο αλλά και τη δημόσια σφαίρα, δείχνοντας μάλιστα πόσο ρευστά και επικαλυπτόμενα είναι τα όρια ανάμεσά τους. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι επιστημονική, γίνεται χρήση των ειδικών όρων που σχετίζονται με τη νομική επιστήμη αλλά δεν είναι γριφώδης, το ύφος είναι βατό, χωρίς να γίνεται απλουστευτικό, αφήνοντας το περιθώριο να γίνει προσπελάσιμο από όλους.
Το Β’ Μέρος συντίθεται από 10 υποενότητες που απαρτίζουν ένα «Επίμετρο», το οποίο είναι γραμμένο σε εμπνευσμένο δοκιμιακό λόγο και αναλύει αρχές και πλευρές του θέματος, που απηχούν προσωπικές εκτιμήσεις του συγγραφέα, βασισμένες ωστόσο σε τεκμήρια που αναφέρονται στη νομοθεσία αλλά και τη νομολογία, την εμπειρία, ελληνική και ευρωπαϊκή, γύρω από τα θέματα της συμβίωσης και του πλαισίου της, εντός του οποίου καλούνται οι άνθρωποι να μοιραστούν την καθημερινότητά τους. Οι τίτλοι των υποενοτήτων ανταποκρίνονται απολύτως και με διαύγεια στο περιεχόμενό τους, με τρόπο ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να τις διαβάσει ακολουθώντας μια διαφορετική του βιβλίου, δική του, πορεία: 1. «Το μεγάλο ερώτημα», 2. «Τεχνολογίες της σεξουαλικότητας και ελεύθερη συμβίωση», 3. «Η αποθέωση του ζεύγους», 4. «”Ηθικές” απαγορεύσεις που επιβιώνουν», 5. «Αρρύθμιστες ιδιωτικότητες και κρατικός πατερναλισμός», 6. «Η πολυσυντροφικότητα ως νέα πρόκληση», 7. «Συμβίωση χωρίς έρωτα», 8. «Η απελευθέρωση της δέσμευσης», 9. «Τεχνική της καθημερινότητας», 10. «Η νέα ελεύθερη συμβίωση».
Μέσω αυτής της δομής, τίθενται εκ νέου όροι και πλευρές του Α΄ Μέρους, ανανοηματοδοτούνται αλλά και προσεγγίζονται φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά. Αναφέρω ενδεικτικά: ποιος είναι ο βαθμός της «ελευθερίας» που υπάρχει σ’ αυτό που αποκαλούμε «ελεύθερη συμβίωση», τι σημαίνει εν τω βάθει και επιπολής «ελεύθερη» βούληση, πόσο περιοριστικός ή προστατευτικός μπορεί να είναι ο νόμος, τι συμβαίνει με τις δικαστικές διαδικασίες επίλυσης προβλημάτων που προκύπτουν όταν συμβιώνουν άνθρωποι και μάλιστα επί σειρά ετών, αν και τι αλλάζει στην περίπτωση των ομόφυλων σχέσεων αλλά και ποια είναι τα αντανακλαστικά μας και ο βαθμός προβλεψιμότητας για σχέσεις που είναι πολυσυντροφικές και υπερβαίνουν τις καθιερωμένες αντιλήψεις για το ζευγάρι ως πρότυπο μόνιμης συντροφικής σχέσης, τι ισχύει για την περίπτωση συντρόφων ζωής που δεν είναι ερωτικοί αλλά έχουν κάποιο βαθμό συγγένειας ή άλλου είδους σχέση, πόσο η σεξουαλικότητά επηρεάζει τη συμβίωση και ο βαθμός της δεσμευτικότητάς της κ.α.
Στην πρώτη υποενότητα «Το μεγάλο ερώτημα» ο συγγραφέας εξηγεί την αναγκαιότητα του «Επιμέτρου» ως ενός Β΄ μέρους που έπεται της μελέτης. Πλαισιώνει τη συλλογιστική του αναφέροντας:
Υπάρχει «πραγματικά ελεύθερη» συμβίωση, ή πρόκειται απλώς για ένα κενό ρύθμισης που η επιλογή του δεν υπαγορεύεται από την πραγματική βούληση ή τις ουσιαστικές και βαθύτερες επιθυμίες των ατόμων, αλλά από την ανάγκη; Δηλαδή, θέλουν πράγματι οι άνθρωποι αυτοί να δεσμευτούν στη συνθήκη της απλής συμβίωσης ή είναι αναγκασμένοι να το κάνουν επειδή δεν μπορούν να δεσμευτούν διαφορετικά; Ταυτόχρονα, βέβαια, τίθεται και ένα πιο θεμελιώδες ερώτημα: Πρέπει άραγε όλα να είναι ρυθμισμένα, ακόμη κι όταν η πραγματική και ελεύθερη βούληση των ατόμων είναι η άρνηση της δέσμευσης; Ενώ στη νομική μελέτη που προηγήθηκε, τούτο το διττό ερώτημα υφέρπει στις χαραμάδες της περιπτωσιολογίας και κατακάθεται στις ρωγμές των κανονιστικών ρυθμίσεων σαν σκόνη από ένα αταξινόμητο νεφέλωμα, σε αυτό το Επίμετρο επιδιώκω να το εξετάσω αυτοτελώς, σε όλη τη ριζική του ευρύτητα, πέρα από τις συντεταγμένες της ισχύουσας νομοθεσίας. Το μεγάλο ερώτημα, λοιπόν, είναι αν όντως υπάρχει ελεύθερη συμβίωση και, περαιτέρω, αν αυτή πρέπει να παραμένει αρρύθμιστη από την Πολιτεία (σ.177).
Τα υπόλοιπα υποθέματα είναι, εξίσου, εξαιρετικά ενδιαφέροντα αποτελώντας, θαρρώ, για την ελληνική πραγματικότητα, ένα ανοιχτό πεδίο ανάπτυξης σκέψεων, προβληματισμού αλλά και επιδίωξης λύσεων. Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτό. Ο τρόπος που αναπτύσσει τη συλλογιστική του ο συγγραφέας, όπως και ο τρόπος που διαχειρίζεται υφολογικά και γλωσσικά το θέμα του, είναι ιδιαίτερος, ελκυστικός, χωρίς να κρύβει σκοτεινά μονοπάτια και σημεία δύσβατα, όπως συχνά πυκνά συμβαίνει με τα στοχαστικά ή και αποδεικτικά δοκίμια και ασκεί έναν σημαντικό βαθμό λογοτεχνικής γοητείας.
Η Αυτοκρατορία των συναινέσεων όπως ορίζεται από τον Βασίλη Σωτηρόπουλο είναι, για τους περισσότερους από εμάς, μία terra incognita, παρόλο που υφίσταται μπροστά στα μάτια μας. Ίσως γιατί, ενώ διανύουμε ήδη τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αι., τα στερεοτυπικά γυαλιά μας αρνούνται να την ανα-γνωρίσουν· ή ακόμα χειρότερα: την εν-ορώνται ως μία Ατλαντίδα ή/και Neverland. Και όμως. Ο συγγραφέας με παρρησία, πειθώ, επιστημονική επάρκεια και σαγηνευτική γλώσσα έχει ανοίξει ένα πεδίο τολμηρό όσο και ρεαλιστικό και μάς οδηγεί σε αναθεώρηση των αντιλήψεών μας. Καλώντας μας με την ψύχραιμη φωνή του επιστήμονα, να οραματιστούμε μια ελευθερία που μας έχει στερήσει η ισοπεδωτικά κομφορμιστική κοινωνική μας πραγματικότητα, η οποία, ενώ μιλά για τις διαφορετικότητες, επιθυμεί να τις χωρέσει στα ίδια στενόχωρα καλούπια ενός παρωχημένου πλέον παρελθόντος.
Έτσι, όταν ο αναγνώστης φτάσει -ακόμη και αυτός που έχει διαφορετική θεωρητική αφετηρία- στην τελευταία υποενότητα με τίτλο «Η νέα ελεύθερη συμβίωση», σκέφτεται σοβαρά ότι ο ηγέτης της μονοκρατορίας του «μονοδιάστατου ετερόφυλου ερωτευμένου ζεύγους» είναι γυμνός. Γιατί το πραγματικό βασίλειο της ατομικής ευ-τυχίας δεν είναι άλλο παρά μία αυτοκρατορία συνεχώς επικαιροποιούμενων συναινέσεων που δε δεσμεύουν αλλά ελευθερώνουν, που δεν κανοναρχούν αλλά ισορροπούν μια χαοτική, ψυχοφθόρα και διαβρωτική καθημερινότητα· όπου το ερώτημα «μ’ αγαπάς;» έχει πάψει από καιρό να είναι καθημερινό (σ.226).
[1] Βασίλης Σωτηρόπουλος, Ελεύθερη συμβίωση. Η αυτοκρατορία των συναινέσεων, Πόλις, 2022. (Πίνακας εξωφύλλου: Gustav Klimt, “Tod und Leben” (1910).
[2] (στο Α-ΠΕ-ΜΠΕ: βλ. Β. Χατζηβασιλείου, «Από τον γάμο στην ελεύθερη συμβίωση – Ένα βιβλίο του Βασίλη Σωτηρόπουλου» στο: https://www.amna.gr/home/article/627053/Apo-ton-gamo-stin-eleutheri-sumbiosi—Ena-biblio-tou-Basili-Sotiropoulou)
Βασίλης Σωτηρόπουλος, Ελεύθερη συμβίωση. Η αυτοκρατορία των συναινέσεων, Πόλις
Βρες το εδώ