Της Κατερίνας Γούλα.
Στο Saint-Arnoult-en-Yvelines, κάμποσα χιλιόμετρα έξω από την πόλη του Παρισιού βρίσκεται το Σπίτι της Elsa Triolet και του Louis Aragon. Πρόκειται για ένα αγρόκτημα πέντε εκταρίων που αγόρασε ο Αραγκόν, δώρο στη μούσα του και σύντροφό του Έλσα Τριολέ. Εδώ οι δύο συγγραφείς πέρασαν πολύτιμο προσωπικό και δημιουργικό χρόνο και έγραψαν κάποιες από τις ωραιότερες σελίδες της γαλλικής λογοτεχνίας. Στο πανέμορφο αυτό κτήμα με το ατμοσφαιρικό οίκημα το οποίο φέρει ακόμη τη διακόσμηση του ζευγαριού και όπου έργα τέχνης γνωστών καλλιτεχνών κατέχουν τη θέση καθημερινών οικιακών αντικειμένων, φιλοξενείται τώρα πια, και σύμφωνα με την επιθυμία των ίδιων των συγγραφέων, ένα μουσείο με θέμα το έργο τους και τη ζωή τους αλλά και ένας χώρος έρευνας, με βιβλιοθήκη που περιλαμβάνει πάνω από 30.000 τόμους, και στήριξης της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Εδώ βρίσκονται και οι τάφοι των δύο συγγραφέων με την επιτύμβια επιγραφή δια χειρός Έλσας Τριολέ:
Όταν πλάι – πλάι θα κειτόμαστε επιτέλους, το ζευγάρωμα των βιβλίων μας θα μας ενώσει για το καλύτερο και το χειρότερο σε αυτό το μέλλον που ήταν το μεγαλύτερο όνειρο και αγωνία και των δυο μας. Με τη βοήθεια του θανάτου, θα προσπαθήσουν ίσως και θα καταφέρουν να μας χωρίσουν πιο σίγουρα απ’ ό,τι ο πόλεμος όσο ζούσαμε. Οι νεκροί είναι ανυπεράσπιστοι. Τα βιβλία μας λοιπόν θα έρθουν ζευγαρωμένα, να δουν ότι τα χέρια μας είναι ακόμη το ένα μες στο άλλο, να μην αφήσουν κανέναν να μας χωρίσει. Έλσα.
«Το μαύρο φως της Έλσα Τριολέ». Έτσι ονομάζεται ένα από τα σπάνια βιβλία που βρίσκουμε, ακόμη και στη γαλλική γλώσσα, αφιερωμένα στη συγγραφέα. Είναι γεγονός η ένδεια πηγών αλλά και η γενικότερη μάλλον παραγνώριση του έργου αυτής που τόσο συχνά κινδύνευσε να θαφτεί κάτω από το προσωπείο της γυναίκας που ενέπνεε τις ελεγείες του έρωτα του Λουί Αραγκόν ή της «προσφιλούς» στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό που δεν ασπάστηκε ποτέ στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας παρά τα χρόνια που πέρασε στο πλευρό του Αραγκόν και μέσα σε κύκλους κομμουνιστών.
Γεννημένη ως Elsa Kagan (Triolet είναι το όνομα του πρώτου της συζύγου που κράτησε σε όλη της τη ζωή), ήταν κόρη ρωσικής εβραϊκής οικογένειας. Η αδερφή της Lili Brik, την οποία θαυμάζει και ζηλεύει σε όλη την παιδική της ηλικία, θα γίνει η σύντροφος του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι και ο σύνδεσμος του ζεύγους Τριολέ-Αραγκόν με την Κομμουνιστική Ρωσία. Παντρέυεται τον Αντρέ Τριολέ στο Παρίσι και φεύγουν για την Ταϊτή. Η νοσταλγία της όμως για την πατρίδα της και τους λογοτεχνικούς κύκλους της θα την κάνει να εγκαταλείψει το σύζυγό της και να περιπλανηθεί στο Λονδίνο, στο Βερολίνο, στη Μόσχα και στο Παρίσι. Εκεί γνωρίζει το 1928 τον Αραγκόν, τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον οποίο παντρεύεται το 1939. Στο πλευρό του αναπτύσσει τη συγγραφική της δραστηριότητα αλλά και την αγωνιστική της δράση στην Αντίσταση, στη ζώνη της Νότιας Γαλλίας. Το 1945 γίνεται η πρώτη γυναίκα που τιμάται με το βραβείο Goncourt, για τη συλλογή διηγημάτων Le Premier Accroc coûte deux cents francs. Σαν μεταφράστρια, η Τριολέ αφιερώθηκε σε όλη της τη ζωή στο έργο του Μαγιακόφσκι. Μετέφρασε όμως και στα ρωσικά Αραγκόν, Κολέτ, Αντρέ Ζιντ. Έγραψε επίσης μια βιογραφία του Τσέχοφ στα γαλλικά για να μπορέσει, όπως έλεγε, το γαλλικό κοινό να κατανοήσει γιατί ο Τσέχοφ είναι τόσο σημαντικός για τη Ρωσία και να μπορέσει να διαβάσει καλύτερα το έργο του. Κυριότερα έργα της: Le Cheval blanc, L’Inspecteur des ruines , Le Cheval roux ou les intentions humaines, L’Histoire d’Anton Tchekov, Roses à crédit, Luna-Park, Luna-Park, Le Rossignol se tait à l’aube .
Τα μυθιστορήματά της θέτουν το ερώτημα της σχέσης του ρεαλισμού στην πεζογραφία με τη σοσιαλιστική ιδεολογία στην τέχνη. Η κριτική περιγραφή του ρεαλισμού της Τριολέ είναι κατ’ ανάγκην αξιολογική. Υπάρχουν στο έργο της σαφώς αντικαπιταλιστικές θέσεις και η στηλίτευση της κοινωνίας της κατανάλωσης είναι εμφανής αλλά δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν καν σοσιαλιστικές νύξεις. Η Έλσα Τριολέ δεσμεύεται να μην υποχωρήσει μπροστά σε μια πραγματικότητα που ενοχλεί τη διανόηση: πολεμά το κακό καταδεικνύοντάς το, επιμένοντας στην ασχήμια του, αντί να περιγράψει μια ευτυχισμένη ουτοπία όπου τα προβλήματα έχουν αποκατασταθεί.
Στόχος της είναι να περιγράψει τον απολιτίκ χαρακτήρα των ανθρώπων στο μεταπολεμικό Παρίσι, την εποχή που ανθεί η κατανάλωση, η αστικοποίηση και η εξιδανίκευση του πλούτου, η απαξίωση της λιτής ζωής στην επαρχία μαζί με και η ισοπέδωση της κουλτούρας μπροστά στο οικονομικό κεφάλαιο. Τα «αγαπημένα» της θέματα είναι το πάθος για τις μοντέρνες ανέσεις που μπορεί να καταλήξει καταστροφικό, το ιδανικό της επαγγελματικής καταξίωσης που στόχο έχει να αποτινάξει το παρελθόν του πολέμου, της φτώχειας και του επαρχιωτισμού. Ο φετιχισμός του καταναλωτικού αγαθού, η έλευση της διαφήμισης, του καινούργιου, του αναλώσιμου, του αστραφτερού, του αψεγάδιαστου, οι επικίνδυνες ψευδαισθήσεις των ανθρώπων για το μέλλον τους και η περιχαρακωμένη ιδιωτική ζωή σαν ορίζοντας ολόκληρης της ανθρώπινης ύπαρξης δημιουργούν ένα θλιβερό πορτρέτο του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος είναι ανήμπορος μπροστά στις ίδιες του τις ανεξέλεγκτες, «νάιλον» επιθυμίες. Εποχή του νάιλον χαρακτηρίζει την εποχή της η Έλσα Τριολέ. Περίτεχνα προσεγγίζει το καινούργιο για τότε φαινόμενο της θλίψης του αστικού διαμερίσματος, την ψωροπερηφάνια των πρωτευουσιάνων που κανείς τους δεν κατάγεται από την πρωτεύουσα και τη μετατροπή του μίζερου, φτωχού κι ανέλπιδου παρελθόντος σε κινητήρια δύναμη που ωθεί σε λυσσαλέο αγώνα για χρήμα, για καταξίωση, για κατανάλωση, για επιβίωση στη μεγαλούπολη.
Τα μυθιστορήματα της Έλσας Τριολέ στρέφονται γύρω από την απατηλή εγωκεντρική οικονομική «ευημερία» που ανέτειλε μετά τη δεκαετία του ΄50. Οι αγορές επί πιστώσει αναδεικνύονται στον νέο αγοραστικό παράδεισο, το επάγγελμα του υπαλλήλου γίνεται το επαγγελματικό ιδανικό εκατομμυρίων ανθρώπων από την κατεστραμμένη επαρχία, τα προτάγματα μιας κατανάλωσης εξισωμένης με την αυτοπραγμάτωση έρχονται να καταλάβουν κυρίαρχη θέση στα όνειρα και στις προσδοκίες των ανθρώπων. Οι πωλητές είναι ευπροσήγοροι, αισιόδοξοι, είναι «φίλοι» με τους πελάτες, τους κάνουν να αισθάνονται όμορφα πείθοντας τους ότι είναι αξιόπιστοι αγοραστές, ικανοί να ανταπεξέλθουν στα χρέη τους, σαν αυτό να συνιστά ανθρώπινη αξία. Ο εθισμός της κατανάλωσης, η εμμονή των καινούργιων αντικειμένων, η επανανοηματοδότηση της επαγγελματικής, της προσωπικής και συναισθηματικής ζωής, οι οποίες ανάγονται πλέον σε σχέσεις καταναλωτικές, η φιλελεύθερη αγορά που έθρεψε το όνειρο μιας ουτοπίας οικονομικής ισότητας και ταχύτατης κοινωνικής κινητικότητας, η σύνθλιψη της ταξικής συνείδησης, η πάση θυσία αποκοπή από τις ρίζες μιας φτωχής καταγωγής, το κυνήγι του εύκολου χρήματος και της εύκολης κουλτούρας, ο φθόνος των ανέσεων της αστικής τάξης αρθρώνονται έντεχνα πάνω στα συγκινητικά, τραγικά και μη αναστρέψιμα πεπρωμένα των ηρώων της. À découvrir absolument, που λένε και οι Γάλλοι.