της Λίλας Κονομάρα.
«Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος», έλεγε ο Δημόκριτος. Άρρηκτα συνδεδεμένες με τους μύθους, οι γιορτές συνιστούν ένα σύνολο τελετουργικών πράξεων που στόχο έχουν να επικαιροποιήσουν στη συνείδηση των μελών μιας κοινότητας είτε ένα γεγονός, ένα σημείο ρήξης στον κύκλο της ζωής και της φύσης είτε την επικοινωνία τους με τους εκπροσώπους του θεϊκού κόσμου. Γιορτές καθαρμού, γιορτές μύησης, όλες σχετίζονται άμεσα με το χρόνο, την αλλαγή, την αναγέννηση.
Στο διάστημα που διαρκούν, οι καθημερινές ασχολίες αναστέλλονται και ακολουθείται ένα συγκεκριμένο εθιμοτυπικό: στολισμός των σπιτιών, προετοιμασία συγκεκριμένων εδεσμάτων, λατρευτικές εκδηλώσεις. Οι καθορισμένες αυτές συμπεριφορές της κοινότητας επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο εδώ και αιώνες, κάθε παραβίασή τους φαντάζει «βέβηλη» με ενδεχόμενες κυρώσεις.
Συχνά η γιορτή είναι μια προσωρινή έξοδος από την υπάρχουσα τάξη, μια παραβίαση των κανόνων και μια φρενήρης αναζήτηση της απόλαυσης. «Άρση της λογοκρισίας» και «επιτρεπόμενη υπερβολή» την αποκαλεί ο Φρόυντ. Η γιορτή φέρνει σε επαφή ό,τι αρχικά ήταν διαχωρισμένο: κοινωνικές τάξεις, φύλα, ηλικίες, ζωντανούς και νεκρούς, το ανθρώπινο και το θείο, τη φύση και την κοινωνία. Όπως λέει ο Μπαχτίν για το καρναβάλι είναι «μια αποδέσμευση από την επικρατούσα αλήθεια και την εδραιωμένη τάξη, σηματοδοτεί την άρση όλων των ιεραρχικών διακρίσεων, προνομίων, κανόνων, απαγορεύσεων, είναι η γιορτή του γίγνεσθαι, της αλλαγής, της ανανέωσης» (Εισαγωγή στο Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, μτφρ. Φώτης Τερζάκης, περιοδικό Πλανόδιον). Ταυτόχρονα είναι μια άλλη θεώρηση του χρόνου: είναι η κατάργηση του παρελθόντος και του μέλλοντος, το πάγωμα του χρόνου και ο εορτασμός της στιγμής απ’ τη μια και από την άλλη η αδιάλειπτη συνέχεια και επαναφορά διαχρονικών αξιών.
Στις μέρες μας, πολλές γιορτές έχουν χάσει απ’ την αλλοτινή τους αίγλη. Η αλλαγή αυτή είναι ίσως συνέπεια πολλών κοινωνικών αλλαγών που επήλθαν τα τελευταία χρόνια: οι πολιτικές ελευθερίες, ο περιορισμός των ηθικών απαγορεύσεων, η σεξουαλική απελευθέρωση, η αμφισβήτηση της εξουσίας, αλλά και των θρησκευτικών αξιών, οδήγησαν στη σταδιακή εξάλειψη του ιερού χαρακτήρα των εορτών. Η συλλογικότητα που τις χαρακτήριζε άλλοτε τείνει να εξαφανιστεί προς όφελος μιας διαρκώς αυξανόμενης ατομικότητας, μιας θεοποίησης του εγώ. Υπάρχουν ωστόσο και εξαιρέσεις.
Ένα ασύλληπτο γεγονός σημάδεψε τα Χριστούγεννα του 1951 στη Γαλλία και πυροδότησε μια έντονη πολεμική. Επί αρκετό διάστημα, οι εκκλησιαστικές αρχές εξέφραζαν την αποδοκιμασία τους για την όλο και πιο σημαντική θέση που κατείχε η μορφή του Άγιου Βασίλη. Στις 24 Δεκεμβρίου η εφημερίδα France-Soir δημοσίευε το εξής άρθρο: «Χθες το απόγευμα, κρέμασαν τον Άγιο Βασίλη στο κιγκλίδωμα του καθεδρικού ναού της Ντιζόν και στη συνέχεια τον έριξαν στην πυρά, στον περίβολο της εκκλησίας. Αυτή η θεαματική εκτέλεση έλαβε χώρα παρουσία πολλών εκατοντάδων παιδιών διαφόρων ενοριών. Είχε αποφασιστεί με την σύμφωνη γνώμη του κλήρου, ο οποίος είχε καταδικάσει τον Άγιο Βασίλη ως σφετεριστή και αιρετικό….»
Με αφορμή το γεγονός αυτό, ο Κλωντ Λεβί-Στρως δημοσιεύει λίγους μήνες αργότερα στους Μοντέρνους καιρούς, το περιοδικό που ίδρυσε ο Σαρτρ το 1945, ένα κείμενο που τιτλοφορείται «Το μαρτύριο του Άγιου Βασίλη». Στο κείμενο αυτό, ο διάσημος ανθρωπολόγος αναλύει το γεγονός, προσπαθώντας να ερμηνεύσει την τεράστια επιτυχία του μύθου του Άγιου Βασίλη και τους λόγους που οι άνθρωποι τον επινόησαν και συνεχίζουν να τον συντηρούν με τόση θέρμη.
Μια πρώτη εξήγηση που δίνει σχετίζεται με την διαρκώς αυξανόμενη επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι οποίες είτε μέσω της μουσικής και του κινηματογράφου είτε μέσω εμπορικών συναλλαγών κατάφεραν να εισάγουν στην Ευρώπη πολλά από τα έθιμα και τις καταναλωτικές συνήθειές τους: τα στολισμένα έλατα στις μεγάλες λεωφόρους, τα ειδικά χαρτιά περιτυλίγματος, τα ημερολόγια που μετρούν ανάποδα πόσες μέρες απέμειναν ως τα Χριστούγεννα και άλλα. Ανατρέχοντας ωστόσο στο παρελθόν, διαπιστώνει ότι πολλά από τα έθιμα που υπάρχουν σήμερα έχουν τις ρίζες τους σε άλλα πολύ παρεμφερή που απαντώνται ήδη στην προϊστορία, όπως για παράδειγμα η λατρεία των δέντρων ή στη ρωμαϊκή εποχή η διακόσμηση των οικημάτων με έλατα, κισσούς και ου. Παλιά λοιπόν στοιχεία ζυμώνονται με μεταγενέστερα για να διαιωνίσουν κάποιες αρχέγονες πρακτικές.
Τι ακριβώς είναι όμως ο Άγιος Βασίλης; Κατατάσσεται μάλλον στις θεότητες: λατρεύεται από τα παιδιά, ανταμείβει τα καλά και στερεί τα κακά από τα δώρα του. Η μόνη διαφορά με άλλες θεότητες είναι ότι οι ενήλικες δεν πιστεύουν σ’ αυτόν παρότι ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να πιστεύουν και συντηρούν το μύθο με διάφορους τρόπους. Ο Άγιος Βασίλης κατέχει λοιπόν μια θέση ανάμεσα στα μικρά παιδιά από τη μια, τους έφηβους και τους ενήλικες από την άλλη. Σύμφωνα με τις μελέτες των εθνολόγων, ελάχιστες είναι οι κοινωνίες στις οποίες με κάποιον τρόπο τα παιδιά δεν αποκλείονται από την κοινότητα των μεγάλων λόγω της άγνοιάς τους ή κάποιας καλά συντηρούμενης ψευδαίσθησης την οποία οι μεγάλοι θα φροντίσουν να διαλύσουν την κατάλληλη στιγμή. Ο Κλωντ Λεβί-Στρως αναφέρει το παράδειγμα των κατσινά των Ινδιάνων των νοτιοδυτικών πολιτειών της Αμερικής. Οι μεταμφιεσμένες και μασκοφορεμένες αυτές φιγούρες αποτελούν την ενσάρκωση θεών και προγόνων. Επισκέπτονται σε τακτά διαστήματα το χωριό για να χορέψουν και για να τιμωρήσουν ή να ανταμείψουν τα παιδιά. Οι κάτοικοι του χωριού φροντίζουν να μην αναγνωρίσουν τα παιδιά τους γονείς τους.
Είναι βέβαιο ότι ορισμένοι μύθοι και τελετές μύησης έχουν σαν στόχο να επικυρώσουν και να ενισχύσουν την τάξη και την πειθαρχία. Καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου επικαλούμαστε τον Άγιο Βασίλη για να θυμίσουμε στα παιδιά ότι η γενναιοδωρία του θα είναι ανάλογη με το πόσο φρόνιμα υπήρξαν. Όμως δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτό. Γιατί πώς εξηγείται ότι τα παιδιά έχουν δικαιώματα και ότι αυτά τα δικαιώματα επιβάλλονται κατά τέτοιο τρόπο στους ενήλικες που αυτοί είναι αναγκασμένοι να επινοήσουν μια ολόκληρη μυθολογία και μια ιεροτελεστία δαπανηρή και περίπλοκη για να καταφέρουν να τα περιορίσουν; Επιστρέφοντας στο μύθο των Ινδιάνων, ο Λεβί-Στρως, λέει πως τα κατσινά είναι οι ψυχές των πρώτων παιδιών της φυλής που πνίγηκαν σε ένα ποτάμι την εποχή των μεταναστεύσεων των προγόνων. Τα κατσινά είναι λοιπόν ταυτόχρονα απόδειξη του θανάτου και μαρτυρία της μετά θάνατον ζωής. Ο μύθος αναφέρει επίσης ότι όταν οι πρόγονοι των σημερινών Ινδιάνων εγκαταστάθηκαν τελικά σε κάποιο μέρος, τα κατσινά έρχονταν κάθε χρόνο να τους επισκεφθούν και φεύγοντας έπαιρναν μαζί τους τα παιδιά. Απελπισμένοι, οι ιθαγενείς κατάφεραν τελικά να πείσουν τα κατσινά να παραμείνουν στον άλλο κόσμο με την υπόσχεση ότι κάθε χρόνο θα τους αναπαριστούν με μάσκες, μεταμφιέσεις και χορούς. Αν λοιπόν κρύβουν από τα παιδιά σήμερα το μυστήριο των κατσινά δεν είναι για να τα φοβίσουν αλλά ακριβώς για το αντίθετο: γιατί τα παιδιά είναι τα κατσινά.
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, τα Σατουρνάλια που γιορτάζονταν την ίδια εποχή του χρόνου ήταν η γιορτή των larvae, δηλαδή των βίαια πεθαμένων ανθρώπων, ο Ζίλμποκ των Σκανδιναβών ήταν κερασφόρος δαίμονας που έφερνε δώρα στα παιδιά. Στον Μεσαίωνα, τα παιδιά δεν περιμένουν φρόνιμα να πέσουν τα δώρα από την καμινάδα. Μασκαρεμένα και σε ομάδες, πάνε από σπίτι σε σπίτι να τραγουδήσουν, να ευχηθούν και να πάρουν για αντάλλαγμα φρούτα και γλυκά, έθιμο που συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Τον 18ο αιώνα στη Σκωτία τραγουδούν το εξής:
Rise up, good wife, and be no ‘swier (lazy)
To deal your bread aw long’s you‘re here
The time will come when you‘ll be dead
And neither want nor meal nor bread.
Είναι γνωστό ότι το έθιμο αυτό δεν περιοριζόταν στην περίοδο των Χριστουγέννων αλλά ξεκινούσε από την αρχή του φθινοπώρου. Ακόμα και σήμερα στο Χάλογουιν των αγγλοσαξωνικών χωρών, τα παιδιά, μεταμφιεσμένα σε φαντάσματα και σκελετούς καταδιώκουν τους μεγάλους οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να τους δώσουν γλυκίσματα και άλλα δώρα προκειμένου να τους αφήσουν ήσυχους.
Τα έθιμα δεν διατηρούνται χωρίς λόγο. Είναι συνδεδεμένα με ένα τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει στο σύνολό της μια κοινωνία. Είναι συνδεδεμένα με ζητήματα αρχετυπικά που απασχολούσαν και απασχολούν ακόμα και σήμερα τον άνθρωπο. Η επέλαση του φθινοπώρου και η σταδιακή καταβύθιση στο σκοτάδι συμβολίζει την επιστροφή των νεκρών που με τη συμπεριφορά τους απειλούν και καταδιώκουν τους ζωντανούς ζητώντας ανταλλάγματα και δώρα. Το χειμερινό ηλιοστάσιο θα σημάνει το θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου και οι νεκροί, ικανοποιημένοι από τα δώρα που έλαβαν, θα εγκαταλείψουν τον κόσμο των ζωντανών μέχρι το επόμενο φθινόπωρο. Το θάνατο και την αναγέννηση εκφράζει και ο δικός μας μύθος της Περσεφόνης που κάθε χρόνο επέστρεφε από τον κάτω κόσμο.
Ο θάνατος, πέρα από τον φόβο που εμπνέει στον άνθρωπο, αντιπροσωπεύει την αποστέρηση, την εξασθένιση, το έλλειμμα, λέει ο Λεβί-Στρως. Μήπως λοιπόν τελικά συντηρούμε τον μύθο του Άγιου Βασίλη γιατί μέσα μας υπάρχει πάντα η επιθυμία να πιστέψουμε σε μια γενναιοδωρία δίχως όρια, μια καλοσύνη χωρίς ίχνος υστεροβουλίας, ένα σύντομο διάστημα κατά το οποίο αίρεται κάθε φόβος, κάθε ζήλεια και κάθε πικρία; Μήπως τα δώρα των Χριστουγέννων δεν είναι παρά ένας φόρος τιμής στη γλύκα της ζωής;