της Εύας Μ. Μαθιουδάκη
«…Άραγε πότε σε ολονύχτιους χορούς
Με πόδι λευκό θα αναπηδήσω
Με βακχικούς αναστεναγμούς
Του σώματος μου τους κρυφούς
Κόλπους με δρόσο του αιθέρα θα γεμίσω;
Ελάφι μικρό να κυλισθώ στου λιβαδιού τις ηδονές
Επάνω στις χλόες. Εξέφυγα από τις φυλακές, από τα δίκτυα τα σφιχτά…[i]»
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το 3ο Στάσιμο της τραγωδίας του Ευριπίδη Βάκχες, όπου ο Χορός με ιδιαίτερη χάρη καμαρώνει ένα μικρό γοργοπόδαρο ζαρκάδι. Ο Xορός μένει μόνος επί σκηνής για να υμνήσει τις «πράσινες ηδονές», την ελευθερία, την αίσθηση της δροσιάς του κρυμμένου παραδείσου στα πυκνά δάση και τα ξέφωτα του όρους Κιθαιρώνα. Ουσιαστικά μέσω της παρομοίωσης του τρόμου αλλά και της ταχύτητας του ζώου ο θεατής αισθητοποιεί αυτό το αφηρημένο σκίρτημα της ελευθερίας. Ακούς τη γεύση, μυρίζεις το χρώμα, χαϊδεύεις την ιδέα!
Ο συγγραφέας Νίκος Μάντης, τολμά να πατήσει πάνω στις Βάκχες και να μας δώσει ένα μυθιστόρημα πολύ ζωντανό, εικονογραφικό, γραμμένο σε ξέφρενο καλπασμό που συχνά ωθείται προς το τερατώδες το γκροτέσκο και την ερωτική αποχαλίνωση!
Ένα χυμώδες μυθιστόρημα του φανταστικού, έμπλεο από τα θροΐσματα των σκοτεινών δασών και των ηλιόλουστων λειμώνων του ιερού βουνού. Από την μια η Θήβα και η συμβατική ζωή γύρω από το βασίλειο του νεαρού Πενθέα και από την άλλη το βουνό με τη μυστική ζωή των γυναικών και τις αχαλίνωτες ζωώδεις απολαύσεις του έρωτα σε όλες τις μορφές του.
Γυναίκες ξορκισμένες με κτηνώδη προσωπεία, ανυπάκουες με σθένος και μια ξανακερδισμένη υπόσταση, αμετανόητες, γυναίκες σύμβολα ζωικής πληρότητας. Μυητικές τελετουργίες, ηδονή της ωμής σάρκας, Βάκχες που πιάστηκαν στις ξόβεργες του πόθου. Γυναίκες θηριόμορφες με γαμψά νύχια, αιχμηρά αιμοσταγή δόντια, οξύκορφα αυτιά, γυναίκες με την άγρια ομορφιά του διαφορετικού, του πλήρως δυνατού.
Και θέλει γερά κότσια για να γράψεις ένα τέτοιο βιβλίο περισσότερο ως προσωπική ανταρσία, ως προσωπική περηφάνεια να αγγίξεις το ακραίο ακουμπώντας το έστω για λίγο. Γιατί ίσως τελικά η θέωση κρύβεται στο σημείο που γεφυρώνει το καλό με το κακό, σε ένα πόλεμο εναντίον του ίδιου σου του εαυτού.
Βούτηξε στο μέσα του ο Νίκος Μάντης και σε αυτην την περιγραφή του πολέμου του Δωδεκάθεου με την «Μεγάλη Μητέρα» μας έδωσε τον Κιθαιρώνα του. Ο Νίκος Μάντης δεν μένει πιστός στον μύθο του Διονύσου ούτε στην τραγωδία. Η πιστότητα των γεγονότων είναι σχεδόν πάντα καταστροφική για το μυθιστόρημα, περιοριστική για τον συγγραφέα. Το μυθιστόρημα προϋποθέτει ότι η ζωή του πνεύματος μας είναι ζωντανή δηλαδή ελεύθερη. Εξάλλου ο συγγραφέας χρειάζεται απλά μια ιστορία να ακουμπήσει πάνω της και την ικανότητα αλλά και την τόλμη να την αφηγηθεί, θίγοντας έμμεσα ή άμεσα τους προβληματισμούς του καιρού του.
Γιατί γράφουμε; Γράφουμε για να διαβάζουμε αυτά που γράφουμε; γράφουμε γιατί κανείς άλλος δεν έχει γράψει αυτό που θα θέλαμε να διαβάσουμε; Γράφουμε για τον αναγνώστη μέσα μας; Γράφουμε για τον εαυτό μας; Τον εαυτό μας που σίγουρα έχει κάτι κοινό με έναν άλλον αναγνώστη. Και εφόσον αφορά εμένα και τον άλλο σίγουρα αφορά και ένα τρίτο πρόσωπο. Και δεν είμαι «Μάντης» αλλά όταν δουλεύεις χωρίς προκαθορισμένο πλάνο κι αφήνεις μόνο την αλήθεια σου, που καμία φορά μπορεί να είναι η ίδια σου η απελπισία για τα ανθρώπινα, να σε οδηγήσει στο φανταστικό τότε μπορεί να ξεπεράσεις τα γνωστά λογοτεχνικά όρια. Σίγουρα κάθε συγγραφέας φοβάται μην παρερμηνευθεί από τους αναγνώστες του. Είναι εξάλλου τόσο εύκολο να παρερμηνευθεί κανείς, ακόμη κι από τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό θα πουν μερικοί ή άλλοι πάλι θα σωπάσουν.
Ως αναγνώστρια αλλά και ως συγγραφέας χάρηκα τον Κιθαιρώνα του Νίκου Μάντη. Το χάρηκα για την ελευθερία που αποπνέει, για την πεπατημένη που ξεπερνά, αλλά και γιατί οι Βάκχες είναι η αγαπημένη μου τραγωδία. Η αρχαία τραγωδία μπορεί να γεννήθηκε από τη διονυσιακή λατρεία αλλά μόνο στις Βάκχες γίνεται αναφορά στον Διόνυσο και τη λατρεία του.
Γιατί αυτός ο στίχος του Ευριπίδη ο τόσο προκλητικός για αυτές τις «πράσινες ηδονές» με έχει βάλει σε σκέψεις χρόνια τώρα. Ίσως κι ο ίδιος ο Ευριπίδης να είχε επηρεαστεί από τις πρωτόγνωρες οργιαστικές λατρείες κατά την παραμονή του στην Μακεδονία. Ποιος να το ξέρει; Κι είναι σαν το ίδιο το φυσικό περιβάλλον να εισβάλλει στο είναι μας ως ερωτικό κάλεσμα μέσα από αυτούς τους μαγικούς στίχους: «…χλοεραίς…λείμακος ηδοναίς…» στ.866-7. Ένα θέμα πολύ ελκυστικό, εφόσον κι ο ίδιος ο Αρθρούρος Ρεμπώ είχε αυτοκηρυχθεί γιός του Πανός, n‘est-ce pas?
Ένα μυθιστόρημα λοιπόν για τη φωτεινή και σκοτεινή όψη των Θεών και μια προσπάθεια αποτύπωσης της λαγνείας που είτε σε κάνει να ριγείς ή να την αποστρέφεσαι. Κι αυτή τη τόλμη την έχει βρει ο Μάντης που γράφει όπως κάποιοι ζωγράφοι ζωγραφίζουν κατευθείαν από το σωληνάριο με το δάκτυλο σαν να ακουμπούν τις ίδιες τους τις πληγές παρορμητικά στην επικράτεια ενός παλλόμενου κόσμου, μπολιασμένου από τα μάγια της δημιουργίας. Και πως μπορεί να είναι κανείς συγγραφέας αν δεν έχει αισθανθεί στο έπακρο αυτό που θέλει να περάσει στην ψυχή του αναγνώστη του;
Σίγουρα είναι ένα μυθιστόρημα που δεν διαβάζεται με κοινά κριτήρια καθημερινής λογικής. Ο αναγνώστης καλείται να ερμηνεύσει το παιχνίδι, τα πολυσήμαντα σήματα του Νίκου Μάντη με τα δικά του κριτήρια. Να ερμηνεύσει το εκτός τόπου και χρόνου Μαγικό Βουνό του συγγραφέα και να ανακαλύψει εκλεκτικές συγγένειες σε ολότελα απροσδόκητα στοιχεία.
«…ότι είναι ωραίο το αγαπώ
Αργεί αλλά είναι πάντα εδώ
Αργεί αλλά στο τέλος νικά το αληθινό![ii]»
[i] Απόσπασμα από τις Βάκχες του Ευριπίδη, σε μετάφραση. Γ, Χειμωνά, Πέμπτη Έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 62.
[ii] Απόσπασμα από τις Βάκχες του Ευριπίδη, σε μετάφραση. Γ, Χειμωνά, Πέμπτη Έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 62.
Νίκος A. Μάντης, Κιθαιρώνας, Καστανιώτης, 2022