Το κυνήγι της αλήθειας στις Ικέτιδες του Ευριπίδη (της Μαίρης Σιδηρά)

0
395

 

 

της Μαίρης Σιδηρά

(Το κυνήγι της αλήθειας στις Ικέτιδες του Ευριπίδη: μια οπτική  στη μεταφραστική και σχολιαστική στάση του Δήμου Αβδελιώδη)

Όλες οι καλλιτεχνικές φανερώσεις του Δήμου Αβδελιώδη αρδεύονται από τα ίδια νερά, χάρη στην ανακίνησή τους από την τρίαινα της τέχνης του. Τρεις, κατά τη γνώμη μας, οι βασικοί αρμοί αυτής της αναγνωρίσιμης, εμπρόθετης και εύγλωττης τέχνης, που εκδηλώνεται αφειδώλευτα στις κινηματογραφικές του ταινίες, τις θεατρικές του σκηνοθεσίες, τις μεταφράσεις, ακόμη και στις φιλολογικές και αισθητικές του επισημάνσεις:

Πρώτον, η βαθιά αίσθηση της ποιήσεως, αναλυμένη σε τελετουργικές φόρμες, σε έναν μετέωρο, μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού, λυρισμό ή, άλλως, σε μια κατανυκτική συνύπαρξη του ρεαλισμού, της σταθερής γης του εννοούμενου ως πραγματικό, και της άρσης του, ακριβώς λόγω της ασυνήθιστης αλήθειας των υλικών του και της δέσης αυτών.

Δεύτερον, η μουσικότητα του έργου του, εκφρασμένη πρωτίστως μέσα από την απόδοση του λόγου, τη μελική και αντιληπτή κάθε φορά ως ένα σύνθεση του νοήματος με την εκφορά του, στάση που εντείνεται στη θεατρική εργασία του Δήμου Αβδελιώδη και που πλέον ενυπάρχει σε κάθε περί την Τέχνη πραγμάτωσή του. Βέβαια, και η σχέση του με τη μουσική καθαυτή συμβάλλει καίρια σ’ αυτήν την κατεύθυνση, ιδίως στις ταινίες του, είτε πρόκειται για μουσική ενός Debussy, Παπαδημητρίου, κ.λπ., είτε για μια παραδοσιακή ορχήστρα είτε για ήχους της φύσης που ως σκηνοθέτης συλλαμβάνει στα δόκανα της μυθοπλασίας είτε για ήχους ανθρωπογενείς.

Τρίτον, η πνευματική παρουσία και άρθρωση της κοσμοθεωρίας του, ειδάλλως η διαλεκτική και ακατάλυτη σχέση του Λόγου με τις αιώνιες αξίες, «τις μεγάλες ουσίες» όπως τις κατονόμαζε ο Σολωμός, στάση και πίστη που συσφίγγει το ιερό με το ανθρώπινο, παραδοτέα, κατά τους προχριστιανικούς χρόνους, κυρίως από τον Σωκράτη.

Η μέθοδός του, γνωστή και ως «αβδελιωδική», αποσκοπεί στη σύλληψη του νοήματος σε επίπεδο μικρής, ευρύτερης και καθολικής για το κείμενο βάσης και στην ανάδειξη της έμμουσης φύσης του και της προφορικότητας που συνοδοιπορεί, ευχάριστα διαλεγόμενη, με τον λόγο, όντας συνάμα συνισταμένη της δυναμικής του. Ως εκ τούτου, τα τρία προαναφερόμενα, δυναμικά και υποκινητικά της αισθητικής του στάσης στοιχεία, αναπόδραστα ενώνονται, με την εκφορά ενός ομιλούμενου λόγου που φθέγγεται σε στάση ανάπαυσης και ησυχίας, αβίαστα παρασύροντας την εγγενή ποιητικότητα και μουσικότητα που τα νοήματά του αναδύουν και που αποτελούν το ευαίσθητο ηχείο για την αποκάλυψη της σημασίας τους. Όλα αυτά τεκμηριώνουν και φωτίζουν όψεις του όλου, του άυλου και πνευματικού, μιας γλώσσας- χώρας όπου το αισθητικό και ηθικό «καλό» δεν ξεχωρίζουν και που μας περιμένουν εσαεί, με απαντοχή και ηρεμία.

 

Με τη μεταφραστική του εργασία στις Ικέτιδες του Ευριπίδη (422 π.Χ.), ο Αβδελιώδης συναντά, μετά την Απολογία Σωκράτους του Πλάτωνα, ένα τραγικό έργο δομημένο πάνω στη διαλεκτική σχέση της επιτακτικής ανάγκης και της ξηρής αιτιότητάς της, του ιερού και του πολιτικού, της δημοκρατίας και της βασιλείας, του πανανθρώπινου και του κοντόφθαλμα εννοούμενου «πατριωτικού», όλης εν ολίγοις της κλίμακας των αξιών ζυγοσταθμισμένης στους πόλους του Λόγου (ως αιτιότητα, θεϊκότητα, ανεξίκακη στάθμιση μιας συνθήκης) και της λογικής (ως ψυχρή, λογιστική αποτίμηση πεπραγμένων). Ο τραγικός ποιητής ερευνά εδώ τα όρια της δημοκρατίας, αναδιφά το πλαίσιο της ελευθερίας που αυτή προτείνει, αναγάγοντάς την, εν τέλει, σε μια πνευματική οντότητα, πλήρους αισθήματος φιλανθρωπίας και εγγενούς ικανότητας εφαρμογής.

Περιγραμματικά, ο μύθος, παρμένος από τον θηβαϊκό κύκλο, έχει ως εξής: Μετά την ήττα και τον θάνατο του Πολυνείκη και των επτά Αργείων στρατηγών «επί Θήβας», έξω από τα τείχη της βοιωτικής πόλης, οι μητέρες των νεκρών και ο ίδιος ο βασιλιάς του Άργους Άδραστος φθάνουν εν είδει ικετευτικού σώματος στην Ελευσίνα, στον ναό της Δήμητρας, προκειμένου να τύχουν βοήθειας από τους Αθηναίους, διαμέσου του ηγέτη τους Θησέα, ώστε να παραλάβουν τα σώματα των νεκρών τους και να τα θάψουν σύμφωνα με τον κοινό των Ελλήνων λατρευτικό κανόνα. Η μητέρα του Θησέα Αίθρα συγκινείται βαθιά, συμμεριζόμενη το δράμα και το αίτημα των γυναικών του χορού, ωστόσο ο γιος της δεν ανταποκρίνεται στην ικετευτική παράκληση του Άδραστου να συνδράμει η Αθήνα στην ανακομιδή των νεκρών.

Η στάση του μεταστρέφεται με τον λόγο της μητέρας του που θα αναδεύσει στην ψυχή του τα αμετακίνητα αξιακά κατηγορήματα. Η απειλή του επερχόμενου Θηβαίου Κήρυκα -που εμφανίζεται κομίζοντας απειλητικό μήνυμα του  Κρέοντα, νεόκοπου βασιλιά των Θηβών, σε περίπτωση που οι Αθηναίοι συνδράμουν τους Αργείους στην περισυλλογή των νεκρών τους, παρέχει τη ρεαλιστική αφόρμηση για έναν ανεπανάληπτο ύμνο της Δημοκρατίας εκ μέρους του Ευριπίδη, πριν, μάλιστα, ο Θουκυδίδης συνθέσει τον Επιτάφιό του.

Δια ρήσεως αγγέλου, μαθαίνουμε, μαζί με την Αίθρα και τους παραμείναντες ικέτες Αργείους στον ναό της Δήμητρας, για τη νίκη του Θησέα. Με την εμφάνιση του τελευταίου, πρώτος ο Άδραστος θα εκκινήσει τον επιτάφιο λόγο, τον οποίο, κατόπιν,  θα λάβει ο Θησέας προκειμένου να τιμήσει τον πιστό στο καθήκον, αν και γνώστη του τέλους, Αμφιάραο.   Ακολουθεί το εμβόλιμο επεισόδιο της Ευάνδης, που θα ριχτεί στην πυρά του άνδρα της Καπανέα, υποβάλλοντας μια πρώιμη ελληνιστικού τύπου δραματικότητα. Το έργο κλείνει ως από μηχανής θεός η Αθηνά, νουθετώντας τον Θησέα να λάβει από τον Άδραστο όρκο που θα τον δεσμεύει ηθικά ώστε ποτέ να μην επιτεθούν Αργείοι στην Αθήνα. Τέλος, ο Θησέας αποδέχεται ευγνώμων της θεάς τη νουθεσία, ενώ ο χορός τον δοξάζει.

Πριν αναζητήσουμε τους κομβικούς  τρόπους που αφορούν στη μεταφραστική κυρίως εργασία του κ. Αβδελιώδη με αφορμή το βιβλίο των εκδόσεων Καμηλοπάρδαλη: Ευριπίδη Ικέτιδες. «Από τη συνείδηση στην αυτογνωσία και τη δημοκρατία»,[1] Μετάφραση – Απόδοση – Σχόλια Δήμος Αβδελιώδης, 2020,  θα δανειστούμε τον δια στόματος του καλλιτέχνη σχολιασμό της μεταφραστικής του στάσης: «[…] Κάθε μεταφραστική απόπειρα όσο πιστή κι αν θέλει να είναι, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πρωτότυπη φωνή ενός κειμένου, αφού εκ των πραγμάτων παράγει μιαν εντελώς νέα δομή, που ενέχει έναν διαφορετικό ήχο, παράγοντας μιαν άλλη μουσικότητα κι ένα άλλο νόημα.

Όμως ο ήχος και οι μουσικές παράμετροί του είναι που ρυθμίζουν τις σημασίες και το νόημα της κάθε φράσης και όχι η τυπική ή τυποποιημένη εκφορά μιας σειράς λέξεων. Ο τρόπος που θα ειπωθούν είναι αυτό που καθορίζει την ευκρίνεια των ιδεών, των εικόνων και των αισθημάτων που κατοικούν μέσα τους.

Οι λέξεις για να αποκαλύψουν αυτό τον κρυμμένο κόσμο, πρέπει να μην ακούγονται σαν λέξεις αλλά σαν οχήματα σημασιών που διαρθρώνουν το νόημα. Στο άκουσμά τους όχι απλώς να καταλαβαίνουμε αλλά κυρίως να νοιώθουμε».[2]

Στο τρέχον μεταφραστικό του πόνημα, σε περίοπτη, πριν το έργο, αρχική σελίδα, ο κ. Αβδελιώδης αναφέρεται εκ νέου στη μεταφραστική του μεθόδευση, αναγράφοντας κάτι ιδιαζόντως σημαντικό που έμμεσα απαντά σε τυχόν αναφυόμενα ερωτήματα. Σταχυολογώντας: «[…] Παρελήφθησαν από μέρους μου πολλοί στίχοι του αρχαίου κειμένου, ενώ στο μεταγραμμένο κείμενο δημιουργήθηκαν και προστέθηκαν νέοι, με την πρόθεση να αποδοθεί ευκρινώς η Διάνοια (το γιατί της σκέψης των χαρακτήρων) και το Πνεύμα του ποιητή (οι ιδέες και ο σκοπός του), αναδεικνύοντας την επικαιρότητα του έργου.

Η στοίχιση του κειμένου έγινε με βάση τη δραματουργική, φωνητική ερμηνεία της «Λογικής-Μουσικής» μεθόδου μου και με το κριτήριο πως κάθε φράση – στίχος κομίζει μία μόνο κύρια σημασία –είτε αποτελείται από ένα σύνολο λέξεων είτε από μία μόνο λέξη ή φώνημα- απεικονίζοντας συντακτικά τη δραματουργική λογική του […]».

Ως προς το τελευταίο της σύμπτωσης νοήματος και στίχου, ο δημιουργός συντονίζεται με τον ανώνυμο δημοτικό δημιουργό (νόμος της ισομετρίας), σε σημείο ώστε να συμφύρονται η  λαϊκή πείρα με την έντεχνη επίγνωση.

Κατόπιν τούτων, στη μεταφραστική εργασία του Δήμου Αβδελιώδη, διακρίναμε:

1ον) Την περιφραστική εγγενή ροπή της νεοελληνικής γλώσσας, τη φυσική της τάση για πιο αναλυτική, σε σχέση με την πυκνότητα του αρχαίου ή και αρχαιοπρεπούς λόγου, εκφορά να υποστηρίζεται όχι σαν αναγκαστικός φραγμός έναντι στην κομψότητα ή την εννοιακή περιεκτικότητα του αρχαίου λόγου μα σαν δυνατότητα περάσματος της γλωσσικής και πνευματικής αλήθειας. Για παράδειγμα, η γνωμική χροιά του λόγου του Άδραστου στην ικετευτική του συνάντηση με τον Θησέα: αλλ’ οι μένοντες/ τους απόντας ηδίκουν Ναι./ Αλλ’ αυτοί που παραμένουν στο σπίτι/ καταχρώνται αυτούς που το εγκαταλείπουν.

2ον) Τη σχολαστική, ενσυνείδητη και καθολική χρήση και επεξεργασία της απλότητας σε όλα τα επίπεδα του γλωσσικού φαινομένου, τη μελέτη των μουσικών δομών ενός λόγου μη ιδιωματικού, μη βαρύνοντος προς καμία όχθη του παρελθόντος, την άδηλη παρουσία μιας βαθιάς πίστης στις σύγχρονες φωνητικές και σημαίνουσες γλωσσικές και υφολογικές δυνάμεις να αποδώσουν τα διλήμματα, την ουσία και την τραγικότητα της ευριπίδειας σύλληψης:

ΧΟΡΙΚΟ [Οι «ικέτιδες» απευθύνονται στη μητέρα του Θησέα Αίθρα]: Σε ικετεύω/ σεβάσμια Κυρά/ με φωνή σεβάσμια/ πέφτω στα γόνατά σου// Λύτρωσε τα παιδιά μου/ απ’ τους άκαρδους/ άντρες/ που τα σκοτωμένα/ανυπεράσπιστα σώματά τους/ αφήνουν τροφή στα θηρία// Δες∙/ τα δάκρυά μου/ πικρά/ ξεχειλίζουν στα μάτια∙/ και το ρυτιδωμένο μου πρόσωπο/ γδαρμένο/ απ’ τα δικά μου χέρια// Τι άλλο να κάνω;// Πάνε τα παιδιά μου/ Πάνε!// Κι ούτε στο σπίτι ούτε σε τάφο/ μπορώ να κλάψω […]

3ον)  Τη συστηματική αποφλοίωση λέξεων και φράσεων από το ανοίκειο για μας πολιτιστικό τους στίγμα αλλά και την αποφυγή αρχαίων εκδηλώσεων του τραγικού είδους μέσω του εξοπλισμού τους με τη διαχρονική ακρίβεια της σημαίνουσας πλευράς τους: Για παράδειγμα, η οιμωγή «οι μοι» και το ρήμα «διώκω» που χρησιμοποιεί ο Άδραστος για να εκφράσει τον πόνο που του προξενεί ο Θησέας με το ερωτηματικό του κατηγορητήριο («οι μοι, διώκεις μ’») έγινε «Με χτυπάς εκεί που πονάω».

4ον) Την εύηχη, αβίαστη και απολαυστική ανάγνωση του έργου μέσω των μορφικών οδοδεικτών της μεθόδου ανάγνωσης και ερμηνείας που και τυπογραφικά ο Αβδελιώδης ακολουθεί –όπως άλλωστε προαναφέραμε μεταφέροντας απόσπασμα του προλογικού σημειώματός του. Ο μεταφραστής «ποιητικοποιεί» κατ’ αυτόν τον τρόπο το σύνολο του έργου και όχι μόνον τα χορικά του μέρη, δένοντάς το με τις απαρχές του και διαμηνύοντάς μας πως οι πεζολογικές ποιητικές κατακτήσεις του 20ού αιώνα είναι ικανές να θρέψουν συγκινησιακά, διανοητικά και αισθητικά την ανάγκη μας για τραγική κάθαρση. Τονίζουμε στο σημείο αυτό την αξία της τελείας ως καθαρτήρια των νοημάτων αρωγός και ως πρόξενος, σε μεγάλο βαθμό, του μουσικού του ρυθμού:

 

ΑΔΡΑΣΤΟΣ: Δεν ήρθα για να με δικάσεις/ αλλά για να με συντρέξεις∙//

για ό,τι έσφαλα/ το ξέρω πόσο τιμωρούμαι/ και πόσο θα τιμωρηθώ.//

Άρχοντα Θησέα!/ Ήρθα για να με βοηθήσεις∙/ μα αφού δεν μπορείς/

θα υπομείνω αναγκαστικά/ το θέλημά σου.//

Τι άλλο χειρότερο να πάθω;//

Επάνω γερόντισσες!/ Κρατείστε/ η μια σας την άλλη/ και πάμε!//

Αφήστε κάτω/ τα δάφνινά σας κλαδάκια/ τρόπαια της καταστροφής μας.//

Τους Θεούς και τη Γη!/ Τη θεά Δήμητρα!/ Βάλετε μάρτυρες/ Και του Ηλίου το φως!

Πως δεν εισακούστηκαν/ οι ταπεινές ικεσίες μας/ απ’ την πόλη των Αθηνών

 

5ον) Τέλος, διακρίνουμε στην εν λόγω μεταφραστική απόπειρα και επικουρικά στα σχόλια του Δήμου Αβδελιώδη την εμπρόθετη εμφατική διέλευση αυτού που ο ίδιος αναφέρει ως «Πνεύμα» του ποιητή, αυτονομώντας το από την αριστοτελική «Διάνοια». Στον «αγώνα λόγου» ανάμεσα στον Άδραστο και τον Θησέα, κυρίως όμως ανάμεσα στον Κήρυκα των Θηβαίων και τον ηγέτη των Αθηνών Θησέα, στον λόγο της Αίθρας προς τον γιο της, μα και στο σύνολο αυτής της «τραγωδίας παθών και στάσεων», τόσο σύγχρονης ως προς τον κύκλο της αμφιθυμίας που διαγράφει, αντικρίζουμε κατά μέτωπο τις δικές μας αντιστάσεις να δούμε σπλαχνικά και δίκαια το έσχατο πάθος, να συγκλονιστούμε με την αεί βαρβαρότητα, να τείνουμε χέρι βοηθείας στον απελπισμένο, να αναγνωρίσουμε το «όμοιον» στο «άλλο», να εννοήσουμε το βάθος αλληλεγγύης με το οποίο η Δημοκρατία θρέφεται.

 

 

 

 

 

[1] Ευριπίδη Ικέτιδες. «Από τη συνείδηση στην αυτογνωσία και τη δημοκρατία», Μετάφραση – Απόδοση – Σχόλια Δήμος Αβδελιώδης, Αθήνα, Καμηλοπάρδαλη, 2020.

[2] Δήμος Αβδελιώδης, από πρόγραμμα της παράστασης Η αναπαράσταση της δίκης του Σωκράτη. Πλάτωνα Απολογία Σωκράτη που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του ΚΘΒΕ.

Προηγούμενο άρθροΨυχαναλυτικές Σκέψεις για την «ΠΑΓΙΔΑ» του Ανδρέα Μήτσου (του Σωτήρη Μανωλόπουλου)
Επόμενο άρθροSophie Pinkham, Μια αμερικανίδα συγγραφέας στο Κίεβο (συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Χαΐνη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ