διήγημα του Αργύρη Παυλιώτη (*)
Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Όλα σβηστά εκτός από το κερί μου. Το κοιτάζω και η σιωπηλή του φλόγα ηρεμεί το πνεύμα μου, η πλαστικότητά του μαλακώνει την ψυχή μου και η εξαέρωσή του μου θυμίζει το φθαρτό σαρκίο μου.
Αλλά η ευωδιά του ενεργοποιεί τη μνήμη μου και ξεχύνονται από το μυαλό μου μύριες αναμνήσεις. Τα μικρά παιδιά στη Βυζαντινή εκκλησία του χωριού μας που η καθαρότητα των κεριών, καμωμένα από κερί μέλισσας, συνέπλεε με την αθωότητά μας. Οι μνήμες από τα υπέροχα ξωκλήσια μας, που κάποια από αυτά είναι φτιαγμένα μέσα σε σπηλιές.
Όμως η πιο ισχυρή ανάμνηση που μου φέρνει η ευωδιά του κεριού μου είναι τα ψυχοκέρια. Παιδικά χρόνια στηδεκαετία του πενήντα. Στο χωριό μου στα μετεμφυλιακά αυτά χρόνια υπήρχαν διχασμός, μίσος, βιαιότητες και προ παντός πένθος. Δεκάδες τα θύματα που προκλήθηκαν στους τρείς γύρους του εμφυλίου και από τη μια και από την άλλη μεριά.
Τα ψυχοκέρια τα έφτιαχναν οι χαροκαμένες γιαγιάδες μας πριν από το πρώτο ψυχοσάββατο και τα έκαιγαν στα τρία ψυχοσάββατα και σε όλες τις ακολουθίες της σαρακοστής μέχρι τη μεγάλη Παρασκευή.
Τα έφτιαχναν από μακριές βαμβακερές κλωστές, τόσες οι κλωστές όσες και οι ψυχές των αποθαμένων τους, που τις βουτούσαν σε λιωμένο αγνό κερί μελισσών, τις έστριβαν και το τεράστιο αυτό κερί το τύλιγαν σαν σύρμα και το έκαιγαν λίγο λίγο στις ακολουθίες.
Και όταν ακουγόταν η καμπάνα, γλιστρούσαν από τα σπίτια τους κατάμαυρες σκιές και ανηφόριζαν κατά την εκκλησιά. Όλες οι χαροκαμένες μανάδες, και αυτές που τα παιδιά τους τα σκότωσαν οι αντάρτες και αυτές που τα παιδιά τους τα δολοφόνησαν οι φασίστες. Όλες μαζί, με τα ίδια ψυχοκέρια και τα ίδια δάκρια.
(*) Ο Αργύρης Παυλιώτης είναι από τους παλιότερους συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών.