Του Γιώργου Λίλλη.
Είναι σημαντικό για έναν ποιητή να διατηρεί το κριτήριο της αλήθειας ή της εμπειρίας προσαρμόζοντας όμως τον λόγο του έτσι ώστε να μην χάνεται το μυθικό στοιχείο στα ποιήματά του. Ποίηση χωρίς μύθο δεν υπάρχει. Και δεν εννοώ εδώ πως ο ποιητής πρέπει να “ψεύδεται ιδιοφυώς”, κατά την γνωστή ρήση του Μπουρς, αλλά ο ποιητικός του λόγος να έχει μια μυθική διάσταση που να επιτρέπει στον αναγνώστη να απογειώνεται. Η ποίηση είναι υπέρβαση, χωρά την φιλοσοφία αλλά και την μεταφυσική, όπως και το παράλογο. Διαβάζοντας την συλλογή ” Το κελαηδιστό πουκάμισο”, του Βασίλη Ζηλάκου, διαπίστωσα πως οι παραπάνω αντίθετες έννοιες, δένουν με τον πιο καίριο τρόπο, δημιουργώντας μια κοσμογονική ποίηση που πατά γερά στον ρομαντισμό, στον λυρισμό, αλλά συνάμα οι στίχοι μετατρέπονται σε ώριμες αλήθειες και φιλοσοφικές αναζητήσεις που σπάνια βρίσκει κανείς στην σύγχρονη ποίηση. Με αυτό το βιβλίο ο Ζηλάκος ολοκληρώνει την τριλογία του. Τα δυο προηγούμενα βιβλία, “Η κούπα του τσαγιού, αποσπάσματα από τα τετράδια ενός τραυλού ερημίτη”, το 2010, και το “Ξύλο ξανθό π΄ αφράτεψε στο στόμα, αποσπάσματα από τις γραφές ενός εξόριστου”, το 2012, αποτελούν ένα ταξίδι αναζήτησης ταυτότητας σε ένα κόσμο που οι καθρέφτες έχουν γίνει θολοί και η μέσα μας φωνή μπορεί να χαθεί μέσα στον θόρυβο και την φασαρία. Ο Ζηλάκος με το κελαηδιστό πουκάμισο, παρατηρούμε πως έφτασε στο τέλος του ταξιδιού όχι μόνο ασφαλής, αλλά και πολύ πιο ώριμος από ότι ξεκίνησε. Το τελευταίο αυτό έργο, είναι μια κατάθεση ψυχής για όσα συνάντησε στο ταξίδι αυτό. Δεν είναι πια τραυλός ερημίτης, ούτε εξόριστος. Ξεπέρασε τα εμπόδια με επιτυχία και είναι έτοιμος να ανοιχτεί σε καινούργιους δρόμους. Μου θυμίζει αυτή η διαδρομή την προσπάθεια του φιδιού να αλλάξει το δέρμα του. Πρέπει να ξυστεί πάνω σε βράχια και αγκάθια, μέρες ολόκληρες, για να απελευθερωθεί από το παλιό δέρμα. Αυτή την αγωνία την παρατηρώ έντονα και στον Ζηλάκο. Αφήνω τον ίδιο τον ποιητή να μιλήσει παραθέτοντας το υπέροχο κατά την γνώμη μου ποίημα Ώρα ανησυχίας:
Όπως οι παλιοί χορευτές του Αιγαίου
το πόδι τους χτυπούσαν και έσκαβαν την πέτρα
μες στη στενάχωρη πατρίδα,
έτσι και τώρα, μαζί ας σκάψουμε το νεύρο της δειλίας,
ώσπου να πούμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη –
Χορεύοντας!
Αλλά όπως εκείνοι, σε μια πρώτη πέτρα
πάντοτε να γυρνάμε
μισητή ή αγαπημένη, αν αγαπάμε την αλήθεια,
γιατί είναι επικίνδυνα στη θάλασσα τα ταξίδια
και σαν πρόσωπο χαμένο μοιάζει όποιος μονάχα αυτήν κοιτάζει.
Τα μάτια μας, όμως, γιατί είναι απόψε τόσο μεγάλα;
Σ΄ αυτό το ποίημα αποδεικνύονται πιστεύω τα παραπάνω λεγόμενά μου σχετικά με το μυθικό στοιχείο και την αλήθεια που εκφράζονται στους στίχους του. Ο ποιητής είναι ένας ισορροπιστής. Κατάφερε με πολύ κόπο να φτάσει σε αυτή την συνθήκη ισορροπίας με τον έξω και τον μέσα του κόσμο. Πατώντας γερά στην παράδοση, δεν καταδέχεται να δεσμευτεί από τα έργα της φύσης αλλά ελευθερώνει την δύναμη της δικής του επινοητικότητας να ωριμάσει σε μια άλλη φύση, που έχει να κάνει με την προσωπική του θέαση. Ο Ζηλάκος είναι ένας μεταφυσικός ποιητής που για καλή μας τύχη δεν τον συνεπήρε το όραμά του, και μ΄ αυτό τον τρόπο είναι οικουμενικό και μας αγγίζει σαν να είναι και δικό μας. Αν κάποιος όμως μείνει μόνο στην θρησκευτικότητα που εκπέμπουν οι στίχοι του έχει χάσει την βαθύτερη ουσία που είναι η ίδια η αναζήτηση. Ο Ζηλάκος δεν χρησιμοποιεί την θρησκεία, αλλά το θρησκευτικό στοιχείο για να φτάσει στα όρια της ανθρώπινης γνώσης. Χρειάζεται κάτι μεγάλο, άπιαστο, για να του δώσει τις απαραίτητες δυνάμεις έτσι ώστε να σκάψει βαθιά στον εαυτό του και να οριοθετήσει την εσωτερική του πατρίδα. Πιστεύω πως το κατάφερε με τον πιο ουσιαστικό τρόπο. Παραθέτω το ποίημα “Η Γένεσις”:
Ίσως νά ΄ταν μια από κείνες τις ημέρες, τις απαίσιες.
Δύο κόκκοι άμμου βγήκαν έξω απ΄ το στόμα Του
και πλανήθηκαν στο σώμα της περήφανης Νύκτας.
Όποτε ο άσπρος έμενε μονάχος, ο μαύρος ακολουθούσε.
Έτσι τα μάτια τους δεν έβλεπαν το Τίποτα ολόγυρά τους.
Ήταν πιθανό αυτό να μην υπήρχε.
Δεν έβλεπαν όμως ούτε τον Λυτρωτή τους.
Τώρα άλλωστε βάδιζε πιο αδύνατος πίσω απ΄την σκιά τους
σαν μικρό πουλί που πάνω στον πάγο ολισθαίνει.
Άχ, πόσα ιδανικά χαμένα ονειρεύονταν όλη τη μουσική απάνω
ενώ αυτή κάπου ενδιάμεσα ακουγόταν.
Άχ, πόσοι μιλούσαν για λευτεριά και βγάζαν υποψηφίους
ενώ αυτή καβαλίκευε της φυλακής τα σίδερα.
Άχ, πόσοι πίστεψαν στο τίποτα
και δεν εννόησαν το θάνατο μέσα στην αγάπη.
Ίσως νά ΄ταν μία από εκείνες τις ημέρες,
τις απαίσιες, σαν της λόχμης την αιχμή,
ή σαν τις άλλες, τις ωραίες, που μεθούν!
Η ποίηση έχει την δική της λογική και τάξη. Αν θέλουμε να την προσεγγίσουμε πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι να παραμείνουμε ανοιχτοί στην δική της λογική έτσι ώστε να αισθανθούμε την οικειότητα που χρειάζεται για να νιώσουμε μέσα μας την ποιητική ιδέα. Ο Ζαλάκος, μας προσφέρει την αλήθειά του με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Επιθυμεί να μας εντάξει στην χώρα του, να συνταξιδέψουμε μαζί του. Και το καταφέρνει. Με το “Κελαηδιστό πουκάμισο”, μας έδωσε ένα από τα πιο όμορφα ποιητικά βιβλία των τελευταίων χρόνων. Η ειλικρίνειά του μας προσφέρει αναμφισβήτητα την αύρα της αλήθειας.
info: ΒΑΣΙΛΗΣ ΖΗΛΑΚΟΣ
TΟ ΚΕΛΑΗΔΙΣΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ