Το καρφί, η πατρίδα μου (διήγημα της Μένης Πουρνή)

0
449
φωτο Κυριάκος Συφιλτζόγλου

 

της Μένης Πουρνή

Το σπίτι στο χωριό είχε ανακαινιστεί πολλές φορές στο πέρασμα των δεκαετιών που είχε γίνει από κύρια κατοικία ερείπιο και από ερείπιο εξοχικό. Στον ανατολικό τοίχο της κρεβατοκάμαρας του ισογείου, όσα χρόνια κι αν περνούσαν, ό,τι και να συνέβαινε, όποιος κι αν αναλάβαινε τη φροντίδα του σπιτιού έστεκε πάντα ένα χοντρό σκουριασμένο καρφί. Τι αξία μπορούσε να έχει ένα παλιό χοντροφτιαγμένο καρφί που κάποτε το είχαν μπήξει στον τοίχο για να εξυπηρετήσει κάποια ανάγκη της στιγμής και το μόνο που έκανε ήταν να τρέχει σκουριά και να βάφουμε τον τοίχο με μπαλώματα μπογιάς;

Στην αρχή αυτή ήταν κι η δική μας σκέψη. Σκεφτήκαμε μήπως ήταν απλά μια χοντρή πρόκα που κάποιος την κάρφωσε στον τοίχο για να εξυπηρετήσει κάποια πρακτική ανάγκη και μετά έμεινε εκεί γιατί θα προκαλούσε μεγαλύτερη φασαρία με χώματα και σοβάδες να πέφτουν. Αλλά και πάλι αν κανείς αποφάσιζε να το κάνει δεν θα τον εμπόδιζαν τα χώματα και οι σκόνες.

Ίσως πάλι να ήταν κάποιου είδους σημάδι για μυστικές και καταχθόνιες συναντήσεις για τις οποίες κανείς δεν έπρεπε ποτέ να μάθει ούτε γνώριζε… Ίσως ένα παράνομο, ερωτευμένο ζευγάρι, μια ομάδα μικροαπατεώνων και ζωοκλεφτών της περιοχής που έρχονταν εδώ να μοιράσουν τη λεία ή να καταστρώσουν τα σχέδια τους-μπορεί κι ο παππούς να συμμετείχε ή μήπως πάλι να το χρησιμοποίησαν στην Κατοχή ως κάποιου είδους σύνθημα για τους ανθιστάμενους;

Κι ακόμη, ίσως, αν ήταν ένα ταπεινό οικοδομικό υλικό που το βρήκαν απλά να υπάρχει σε αυτόν τον τοίχο του σπιτιού που τον βρήκαν μισογκρεμισμένο και τον ενσωμάτωσαν στο υπόλοιπο σπίτι, όπως συνηθιζόταν παλιά, γιατί ποτέ κανείς δεν μπήκε στον κόπο να το βγάλει; Κι έτσι τ’ αφήναμε κι εμείς εκεί…

Τα χρόνια πέρασαν, μεγαλώσαμε, η παιδική μας περιέργεια χάθηκε, οι παππούδες πέθαναν και η ζωή συνεχίστηκε, όπως συνηθίζεται.

Ένα σαββατοκύριακο που πήγαμε στο χωριό για ξεκούραση ήρθε να μας δει η κυρα-Αμαλία η ενενηντάχρονη γειτόνισσα. Είχα περάσει μια δύσκολη εβδομάδα  και δεν είχα πολλή όρεξη για επισκέψεις, όμως, εκείνη επέμενε. Την προσκάλεσα μέσα και τη  ρώτησα, αν ήθελε να της ψήσω καφέ.

Η κυρα-Αμαλία, ωστόσο, κοίταζε αλλού… Στο χοντροκαμωμένο καρφί του τοίχου.

  • ‘Κόμα δω είν’ τούτου , αγόρ’ μ’; είπε η κυρα-Αμαλία. Ψες βραδ’ τ’ ονειρευόμ’ν.

Και χωρίς να τη ρωτήσω συνέχισε:

  • Ήταν σαν ψες π’ μας κυνήγαγαν οι Τούρκ’ στου χωριό. Ούλοι έτρεχαν να γλιτώσ’νε. Δεν προλάβαμ’ να πάρουμ’ ούτ΄ ένα ρούχου. Ο πατέρας σ’ γ’υριζε κείνη τ’ν ώρα ‘πό το χωράφ’. Κράτα’ε στα χέρια μία μιγάλ’ πρόκα π’ κρέμα’ε τα τσ’βάλια. Μόνου αυτό πρόκαμ’ να πάρ’ μαζί, γυ’ναίκα κι πιδιά. Κι όταν ήρθαμ’ δω το κάρφωσ’ στου ντοίχο κι έλε’ε «Η πατρίδα μ’!».

 

Προηγούμενο άρθρο200 χρόνια, το γαλλικό παράδειγμα (του Σάκη Παπαδημητρίου)
Επόμενο άρθροΤραίνο (ποίημα της Μαρίας Τσάτσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ