του Αλέξη Πανσέληνου
Όταν πριν μερικά χρόνια επισκέφτηκα την Βαρκελώνη, περιηγήθηκα, όπως οφείλει κάθε επισκέπτης της πόλης τα γνωστότερα αξιοθέατα : τη Sagrada Familia, την Casa Batilo, τον κεντρικό πεζόδρομο Las Ramblas, την Barceloneta, το Μουσείο Pablo Picasso, το Μουσείο Juan Miro και το πάρκο Güell. Όλα μαγευτικά και ενδιαφέροντα, αλλά λίγο-πολύ ήξερα από πριν τι θα δω, όπως ήξερα και ότι όφειλα να τα θαυμάσω.
Όμως η μεγάλη έκπληξη ήταν η επίσκεψή μου στο Museu Nacional d’ Art de Catalunya, το Εθνικό Μουσείο Τέχνης (δηλαδή ζωγραφικής) της Καταλονίας, λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη, στον δρόμο που οδηγεί και στο περίφημο γήπεδο- έδρα της Μπαρτσελόνα.
Είδα εκεί έναν απίστευτο αριθμό αριστουργηματικών έργων, ζωγράφων τελείως άγνωστων – παγκοσμίως, πιστεύω – για τους οποίους και την τέχνη τους, καμία μνεία δεν ξέρω να υπάρχει πέρα ίσως από τα μελετήματα κάποιων φιλέρευνων θεωρητικών της ισπανικής ζωγραφικής.
Βγήκα μαγεμένος από αυτό το ελάχιστα διαφημιζόμενο μουσείο – πιο μαγεμένος απ’ ό,τι από το Μουσείο Picasso ή το Μουσείο Juan Miro. Και είχα το ίδιο αίσθημα που πολλά χρόνια πριν, την εποχή που μόνο η κρατική τηλεόραση υπήρχε και, σαν κρατική, επιτελούσε εκτός από ψυχαγωγικό και παιδευτικό έργο, κάποια ισπανικά serial προφανέστατα βασισμένα σε μυθιστορήματα, κυρίως του ύστερου 19ου αιώνα, εξαιρετικά ενδιαφέροντα από κάθε άποψη. Ανακαλύπτω τώρα πως η Gaite έχει γράψει το σενάριο ενός από αυτά, το 1978, που όμως δεν νομίζω ότι προβλήθηκε στην ελληνική τηλεόραση – δείχνει πάντως πως αυτό που πίστευα αληθεύει : Πρέπει, είχα σκεφτεί τότε, να υπάρχει μακρά παράδοση μυθιστοριογραφίας σ’ αυτή τη χώρα, δεν μπορεί παρά να υπάρχει . και όμως την αγνοούμε.
Η Carmen Martin Gaite είναι η συγγραφέας αυτού του αληθινά σπουδαίου βιβλίου (Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας για Μυθιστόρημα του 1978), απ’ όσο όμως γνωρίζω δεν έτυχε να εκτιμηθεί στην Ελλάδα, παρά την έκδοση πριν από χρόνια τριών άλλων από τα σημαντικά μυθιστορήματά της, σήμερα εκτός κυκλοφορίας και δεν φαίνεται να άφησε σημαντικό αποτύπωμα στη μνήμη του αναγνωστικού κοινού.
Ακολουθώντας τις αγαπημένες κατηγοριοποιήσεις της κριτικής, που βολεύεται εξαιρετικά με αυτές, θα μπορούσα να μιλήσω για έργο “αυτομυθοπλασίας”, κάτι που για τη χρονιά της κυκλοφορίας του στην Ισπανία (1978) πρέπει να ήταν αρκετά νεωτεριστικό. Η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια είναι η ίδια η συγγραφέας, η οποία ουσιαστικά περιγράφει το πώς γράφεται αυτό το μυθιστόρημά της, που περιέχει άφθονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, μεταπλασμένα σε μυθοπλασία. Το εύρημα είναι ένας μυστηριώδης επισκέπτης ο οποίος παίρνει από τη συγγραφέα μια συνέντευξη “εφ’ όλης της ύλης’ – από αυτές που παίρνουν σε συγγραφείς ήδη καθιερωμένους, όπως είναι η Gaite το 1978, στα 53 της.
Ο επισκέπτης αυτός δεν είναι δημοσιογράφος και η ταυτότητά του είναι πολύ αμφίβολη. Μπορεί να είναι, μπορεί και να μην είναι δημοσιογράφος. Μπορεί να είναι ο εαυτός της μεταμορφωμένος σε επισκέπτη. Μπορεί να είναι ο ίδιος ο διάβολος, το εβραϊκό όνομα του οποίου, Satan, σημαίνει όποιον προσπαθεί να μας στρέψει ενάντια στον Θεό, εκείνος που προκάλεσε την έκπτωσή μας από τον παράδεισο της άγνοιας, προσφέροντάς μας τη γνώση. Σε αυτό ακριβώς αποσκοπεί ο μυστηριώδης επισκέπτης της Gaite, οδηγώντας την με τις ερωτήσεις του στην ανασκόπηση της ζωής της, από την παιδική ηλικία ως το παρόν.
Μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, μεταξύ παραισθήσεων και αναμνήσεων που ξαναζωντανεύουν και ξαναζούν στο μυαλό της, η Gaite ανατρέχει στις ευτυχισμένες και στις λιγότερο ευτυχισμένες μνήμες της παιδικής της ηλικίας, στο μεγάλο τραύμα που προκάλεσαν στη γενιά της ο εμφύλιος του 1936-1939 και η φρανκική δικτατορία που ακολούθησε, όπως συνέβη στη γενιά των δικών μας γονιών με τη δικτατορία Μεταξά, τον πόλεμο, την Κατοχή και τον εμφύλιο και στη δική μου η δικτατορία των συνταγματαρχών του 1967.
Το “πίσω δωμάτιο” του τίτλου είναι ένα από τα δωμάτια του πατρικού σπιτιού της, αυτό στο οποίο έμπαιναν τα παιδιά με πλήρη ελευθερία να παίζουν, να εφευρίσκουν, να ανακαλύπτουν και να ταξιδεύουν με τη φαντασία των ονείρων τους, είναι το δωμάτιο που υπάρχει σε όλων τη μνήμη, θησαυροφυλάκιο των πρώτων εμπειριών και αναμνήσεων, κατεδαφισμένο από την πρόοδο της ηλικίας και την εισβολή της πραγματικότητας στη ζωή μας, αλλά πάντοτε παρόν στο βάθος της ψυχής μας, καθώς κάποιο ερέθισμα ξαναζωντανεύει σποραδικά κομμάτια από αυτές και μας επαναφέρει την ευφρόσυνη αίσθηση της παιδικής αθωότητας και την μαγευτική έκπληξη της ανακάλυψης του κόσμου – μαζί με τις πικρίες που αυτή συνεπιφέρει.
Όπως καίρια επισημαίνει στο προλογικό του σημείωμα ο μεταφραστής, έχουμε στα χέρια μας ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, με “μια προυστική ανάλυση βάθους και μια καφκική ατμόσφαιρα [ ] τα βασικά εργαλεία με τα οποία [η Gaite] χτίζει μεθοδικά ένα εντελώς ιδιόμορφο “πίσω δωμάτιο”, [ ] ταυτόχρονα βιβλίο αναμνήσεων, νουβέλα μυστηρίου και μια μελέτη για τη λογοτεχνική δημιουργία” (δική μου υπογράμμιση).
Εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη μνεία της σπουδαίας μετάφρασης του Φιλιππίδη, ολοφάνερα έργο αγάπης και οικειοποίησης του έργου, κάτι που σπανίζει και συμβαίνει όταν ο μεταφραστής αποφασίζει μόνος του να μεταφέρει ένα βιβλίο στη γλώσσα του. Πέρα από τα εμφανώς άριστα Ισπανικά, ο μεταφραστής της Gaite χειρίζεται τέλεια τα Ελληνικά και το αποτέλεσμα είναι – όπως συμβαίνει με πραγματικά εξαιρετικές μεταφράσεις που δεν λείπουν τελευταία – η αυτοδίκαιη ένταξη του ξένου μυθιστορήματος οιονεί και στην ελληνική λογοτεχνία.
Η έκπληξή μου και η γοητεία που μου προκάλεσε το “Πίσω δωμάτιο” και η αναβίωση της παλιάς μου εντύπωσης, πως πρέπει να υπάρχει πίσω από αυτή τη συγγραφέα, που γεννήθηκε το 1925 και πέθανε το 2000, μια πολύ ισχυρή παράδοση, ειδικότερα στο ισπανικό μυθιστόρημα, με έκαναν να ερευνήσω πρόχειρα το θέμα. Απ’ ό,τι διαβάζω, στη χώρα αυτή, που ανήκει στην Ευρώπη και η τέχνη της έχει αλληλεπιδράσει με ποικίλους τρόπους και σε πολλά επίπεδα και τομείς με την κουλτούρα της, πράγματι υπάρχει αυτή η μακρά παράδοση μυθιστοριογράφων . και κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα – κυρίως από το δεύτερο μισό του και ύστερα – απηχεί, παράλληλα με το γαλλικό, κυρίως, μυθιστόρημα, που τότε κατέχει τα πρωτεία και δίνει τις κατευθύνσεις, τις μεγάλες ανατροπές του κλασικισμού, την άνοδο της αστικής τάξης αλλά και τις πολιτικές αναταράξεις που οδηγούν την πρώην μεγάλη αποικιακή αυτοκρατορία σε συρρίκνωση, βαθιά απογοήτευση και έντονη περιδίνηση αυτο-αναίρεσης.
Χωρίς να ξεχνά κανείς ότι σε μεγάλο βαθμό το μυθιστόρημα γεννιέται ως μυθοπλασία αλλά και ως κοινωνικός και πολιτικός σχολιασμός με τον Θερβάντες, ανακαλύπτει σπουδαίους συνεχιστές αυτής της παράδοσης ήδη από το έργο των ρομαντικών, των ρεαλιστών και των νατουραλιστών πεζογράφων της Ισπανίας (γενιά του 1898) η οποία αργότερα, με το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου το 1914, γεννά την επόμενη, με κορυφαίο τον Ορτέγα υ Γκασέτ, και στη συνέχεια πολλά άλλα ονόματα, σαν τους Χιμένεθ, Πιδάλ, Αθάνια ενώ μετά το 1920 ξεχωρίζουν ο Λόρκα, ο Αλεχάντρε, ο Θερνούδα, ο Ουναμούνο και ο Ματσάδο.
Αν κάποια από αυτά τα τελευταία ονόματα μας είναι λίγο-πολύ γνωστά, άλλα, όπως του Μπενίτο Πέρεθ Γκαλντός, δημιουργού ανάμεσα σε πολλά άλλα των Episodios Nacionales, σαράντα έξι μυθιστορημάτων που καλύπτουν τα ιστορικά συμβάντα στην Ισπανία από την ναυμαχία του Τραφάλγκαρ (1805) ως την παλινόρθωση των Βουρβώνων (1874), και ο οποίος παραλληλίζεται με τον Ντίκενς, τον Μπαλζάκ και τον.Τολστόι, ή του Ραμόν ντελ Βάγιε Ινκλάν, αρχηγέτη της γενιάς του 1889 (δημιουργού του μεγαλειώδους Palabras divinas) δύο κορυφαίων εκπροσώπων του μοντερνισμού και του ρεαλισμού, μας είναι νομίζω τελείως άγνωστα.
Η δικτατορία του Φράνκο (1939-1975) για τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια, ρίχνει την ισπανική λογοτεχνία σε ένα σκοτεινό πηγάδι αποθαρρυμένης σιωπής. Η Φάλαγγα και η Καθολική Εκκλησία την κρατούν φιμωμένη ενώ στο διάστημα αυτό γίνεται μια μάταιη προσπάθεια να επανιδρυθεί η δόξα της χώρας με όρους απολυταρχικού καθεστώτος και σκληρή λογοκρισία σκέψεων και πράξεων. Η Gaite, γεννημένη το 1925 είναι ένδεκα χρονών όταν αρχίζει ο ισπανικός εμφύλιος και δεκατεσσάρων όταν ξεκινά η μακρόχρονη δικτατορία. Το 1957, στα τριάντα δύο της, εκδίδει το Entre vissilos (“Πίσω από τα κουρτινάκια” – λογοτεχνικό βραβείο Nadal) και συνομήλικοί της συγγραφείς όπως οι Ρομέρο, Φερλόσιο, Σάντος και άλλοι, επηρεασμένοι από τον κινηματογραφικό ιταλικό νεορεαλισμό, ανοίγουν μια πρώτη χαραγματιά στον αδιαπέραστο τοίχο της βαθιάς σιωπής. Το 1978 όμως που βλέπει την έκδοση του “Πίσω δωμάτιου”, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Φράνκο, η Gaite, κόρη φιλελεύθερης και πολύ μορφωμένης οικογένειας, και οι άλλοι σύγχρονοί της πεζογράφοι, μιλούν πια ελεύθερα για την τραυματική εμπειρία της δικτατορίας, που μόλυνε, σε στενή συνεργασία με την υπερσυντηρητική καθολική εκκλησία, την ζωή της γενιάς τους και της χώρας ολόκληρης.
Το “Πίσω δωμάτιο” τοποθετείται από σήμερα στον μάλλον φτωχό κατάλογο των μεταφρασμένων ισπανικών μυθιστορημάτων. Και είναι απορίας άξιο και εξαιρετικά άδικο, να έχουμε καταναλώσει οτιδήποτε προέρχεται από την ισπανόφωνη Νότιο Αμερική (ανάμεσα στα οποία άφθονα ασήμαντα έργα που πλασάρονται ως αριστουργήματα) ενώ αγνοούμε και παραβλέπουμε, εκδότες και αναγνωστικό κοινό, τη μητρόπολη της ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Η έκδοση της Gaite στη σπουδαία σειρά Aldina των εκδόσεων Guitenberg και στην υποδειγματική μετάφραση του Κυριάκου Φιλιππίδη, μακάρι να αποτελέσει το ερέθισμα αυτή η κατάσταση να διορθωθεί.
Carmen Martin Gaite, Το πίσω δωμάτιο, μτφρ Κυριάκος Φιλιππίδης, εκδ. Gutenberg – Aldina