του Σπύρου Κακουριώτη
Την επαύριον του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρη την Ευρώπη μετακινούνταν προς τη μία ή την άλλη μεριά της ηπείρου. Εκατομμύρια εκτοπισμένοι, κρατούμενοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που απελευθέρωναν στην προέλασή τους τα συμμαχικά στρατεύματα, επιχειρούσαν με κάθε μέσο να επιστρέψουν στις πατρίδες τους.
Άλλα τόσα ή και περισσότερα εκατομμύρια, όμως, έφευγαν καταδιωγμένοι από τις δικές τους πατρίδες, επιχειρώντας να βρουν καταφύγιο στις χώρες των ηττημένων, τη Γερμανία και την Αυστρία. Ήταν οι εθνοτικά Γερμανοί που εκδιώκονταν, στην αρχή με άγριο και ανοργάνωτο τρόπο, στη συνέχεια περισσότερο οργανωμένα, αλλά πάντοτε βίαια, από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης όπου διέμεναν πάππου προς πάππο, ιδιαίτερα από την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία.
Έχοντας αποτελέσει την πέμπτη φάλαγγα των στρατιών του Γ’ Ράιχ, αλλά και τμήμα της κυρίαρχης «αρίας φυλής» κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, μοιράστηκαν την τύχη των ηττημένων, καθώς αμέσως μετά το τέλος του πολέμου αποβλήθηκαν βίαια από το «σώμα του έθνους». Ακόμη και η ίδια η ύπαρξή τους έπεσε θύμα μιας μαζικής damnatio memoriae: για δεκαετίες τη σκέπαζε η σιωπή.
Τέτοια ήταν και η μοίρα των Σουδητών, των γερμανικής καταγωγής κατοίκων της Τσεχοσλοβακίας, που αποτέλεσαν για τον Χίτλερ το πρόσχημα για την προσάρτηση της Σουδητίας το 1938 και στη συνέχεια για την κατάληψη και διάλυση ολόκληρης της χώρας, το 1939. Αμέσως μετά την ήττα του ναζισμού και την απελευθέρωση της Τσεχοσλοβακίας, ο πρώτος της πρόεδρος, Έντβαρντ Μπένες, με σειρά διαταγμάτων του χαρακτήρισε «αναξιόπιστους» όσους πολίτες θεωρούνταν Γερμανοί, νομιμοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τον βίαιο και ανοργάνωτο διωγμό που είχαν ήδη ξεκινήσει να εφαρμόζουν στρατιωτικά και παραστρατιωτικά σώματα.
Σε αυτούς τους πρώτους μήνες τα θύματα ανήλθαν σε 30.000 περίπου, ενώ στη συνέχεια, μετά τη διάσκεψη του Πότσδαμ και τις σχετικές πιέσεις, η απέλαση των γερμανικής καταγωγής πολιτών πήρε περισσότερο οργανωμένη μορφή. Υπολογίζεται ότι μέχρι τον Οκτώβριο του 1946 τρία εκατομμύρια εθνοτικά Γερμανοί είχαν εκδιωχθεί και οι περιουσίες τους είχαν κατασχεθεί. Οι περισσότεροι κατέφυγαν στην Αυστρία και τη Γερμανία.
Σε αυτό το τραυματικό και απωθημένο, για τους περισσότερους Τσέχους, παρελθόν επιστρέφει η Κατερζίνα Τούτσκοβα (γ. 1980), βραβευμένη πεζογράφος από την Τσεχία, με το μυθιστόρημά της Γκέρτα. Η ομώνυμη ηρωίδα της, κόρη Τσέχας και εθνοτικά Γερμανού, φανατικού ναζιστή μάλιστα, γεννιέται και μεγαλώνει στο Μπρνο, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Τσεχίας, όπου, κατά τη διάρκεια της κατοχής, θα χάσει τη μητέρα της και θα κακοποιηθεί συστηματικά από τον πατέρα της, από τον οποίο θα αποκτήσει ένα παιδί.
Μετά την υποχώρηση του γερμανικού στρατού, θα οδηγηθεί, μαζί με εκατοντάδες άλλες γυναίκες και παιδιά, σε μια «πορεία θανάτου» προς τα αυστριακά σύνορα, όπου δεκάδες θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή είτε από τις κακουχίες είτε από τη βία των οπλισμένων ανδρών. Η Γκέρτα Σνιρχ θα έχει την «τύχη» να επιλεγεί από αγρότες ενός γειτονικού χωριού προκειμένου να προσφέρει απλήρωτη εργασία έναντι στέγης και τροφής, κάτι που της επέτρεψε να μην συνεχίσει το επικίνδυνο ταξίδι μέχρι τα σύνορα. Σταδιακά θα ενσωματωθεί στην οικογένεια που την φιλοξενούσε, όπου κυριαρχεί μια μητριαρχική φιγούρα, και θα αναλάβει βοηθητικές εργασίες στη διοίκηση του χωριού. Από αυτή τη θέση παρατηρεί τη σταδιακή φυγή όσων θα μπορούσαν να κατηγορηθούν ότι έχουν γερμανικές ρίζες, αλλά και τη δολοφονία άλλων, που δεν έδειχναν διάθεση να φύγουν. Με τον τρόπο αυτό πραγματοποιούνταν μια «άγρια» αναδιανομή, προς όφελος των νέων «πατριωτών» και «αντιστασιακών», που θα κυριαρχήσουν, ιδιαίτερα μετά το πραξικόπημα του 1948.
Θα ακολουθήσει η επιστροφή της ηρωίδας στη γενέθλια πόλη, το Μπρνο, και η σταδιακή προσαρμογή στην «κανονικότητα» της σιωπής και της απώθησης του διπλού μυστικού: της καταγωγής της δικής της και της κόρης της. Η αναζήτηση της αλήθειας σχετικά με τις συνθήκες θανάτου τόσων ανθρώπων το 1945, η οποία απασχόλησε κύκλους διανοουμένων κατά τη διάρκεια της άνοιξης της Πράγας, σηματοδοτείται στο μυθιστόρημα από τον Κάρελ, στέλεχος του κόμματος και εραστή της Γκέρτα. Από τη θέση του μπορεί να της προσφέρει μια καλύτερη δουλειά και την άνεση ενός διαμερίσματος χωρίς συγκατοίκους, ενώ ο ίδιος αναζητά το τι ακριβώς συνέβη κατά τη διάρκεια της «πορείας θανάτου».
Η σοβιετική εισβολή όμως θα διακόψει αυτές τις έρευνες και ο εραστής της Γκέρτα θα βρεθεί, όπως η ίδια θα καταλάβει πολύ αργότερα, στη φυλακή. Χωρίς κομματική προστασία πλέον, θα αναγκαστεί να υποδεχθεί ως συγκάτοικους ένα ζευγάρι Ελλήνων που, αρκετά στερεοτυπικά, αντί για παραμύθια αφηγούνται στη μικρή της κόρη ιστορίες από τον Όμηρο…
Η αφήγηση παρακολουθεί την Γκέρτα μέχρι το τέλος της ζωής της, μετά τη «βελούδινη επανάσταση» του 1989. Η σκυτάλη θα περάσει πια όχι τόσο στην κόρη όσο στην εγγονή της, που βιώνει το τραύμα της ηρωίδας σαν να είναι δικό της και αναπτύσσει έναν έντονο ακτιβισμό με στόχο την αναγνώριση, εκ μέρους της κυβέρνησης και της κοινωνίας, της αδικοπραγίας που υπέστησαν οι γερμανικής καταγωγής πολίτες (πάνω από το 20% των τότε κατοίκων), τους οποίους υποτίθεται ότι βάραινε η συλλογική ενοχή της συνεργασίας με τους Ναζί.
Η «συγγνώμη» που ζητούσε η εγγονή και άλλοι ακτιβιστές, και που δεν συγκινούσε διόλου την ίδια την Γκέρτα, δόθηκε, τελικά, από τον πρώτο πρόεδρο της Τσεχικής Δημοκρατίας, τον Βάτσλαβ Χάβελ, το 1990: Ήταν μια αναγνώριση, χωρίς περαιτέρω συνέπειες, όπως αποζημιώσεις κ.λπ. Ίσως γι’ αυτό, το ζήτημα παραμένει ακανθώδες, όπως αποδεικνύουν οι θυελλώδεις συζητήσεις που ξεσήκωσε η έκδοση του μυθιστορήματος στην ίδια την Τσεχία, το 2009.
Αυτό δεν εμπόδισε την Τούτσκοβα να εξελιχθεί σε μία από τις σημαντικότερες και πλέον αναγνωρίσιμες νέες λογοτεχνικές φωνές της Τσεχίας, όπως απέδειξε και με τα επόμενα μυθιστορήματά της, μεταξύ των οποίων Οι θεές της Ζίτκοβα (Ίκαρος, 2019), που και αυτό μετέφερε με μεθοδικότητα και επάρκεια στα ελληνικά ο Κώστας Τσίβος, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας, επικεφαλής του Τμήματος Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Καρόλου, στην Πράγα.
Αξίζει να σημειωθεί πως στην Ελλάδα τύχη ανάλογη με εκείνη των Σουδητών περίμενε τους Τσάμηδες, την αλβανόφωνη μουσουλμανική μειονότητα που κατοικούσε στη Θεσπρωτία, οι οποίοι εκδιώχθηκαν διά πυρός και σιδήρου από τις αντάρτικες μονάδες του ΕΔΕΣ, κατηγορούμενοι συλλήβδην ως «προδότες» και «συνεργάτες του κατακτητή». Όπως και στην περίπτωση της Τσεχίας, το ζήτημα αυτό δηλητηριάζει τις σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία, όπου διαμένουν οι απόγονοί τους. Η διαφορά έγκειται στο ότι κανένας έλληνας ηγέτης δεν είχε το θάρρος του Βάτσλαβ Χάβελ να αναγνωρίσει την αδικία που διαπράχθηκε εις βάρος τους. Μόνο από τον χώρο της λογοτεχνίας ο Βασίλης Γκουρογιάννης, με Το ασημόχορτο ανθίζει (Καστανιώτης, 1992), καταπιάστηκε αρκετά νωρίς με το θέμα, χρησιμοποιώντας τους τρόπους του μαγικού ρεαλισμού, φανερώνοντας ενσυναίσθηση και διάθεση συμπερίληψης της ετερότητας σε μια κοινή ηπειρώτικη τοπικότητα.
Kateřina Tučková, Γκέρτα, μτφρ. Κώστας Τσίβος, Αλεξάνδρεια, 2023