της Δήμητρας Ρουμπούλα
«…από τη στιγμή που γεννήθηκα μ΄ αυτό το μαύρο δέρμα, ο κόσμος είχε αρχίσει ήδη να ακονίζει τις λεπίδες του εναντίον μου. Οι παγίδες είχαν ήδη τοποθετηθεί στη θέση τους. Τα εμπόδια είχαν στηθεί. Τα σχολεία. Οι φυλακές. Η αυτοαπέχθεια…»
Το μυθιστόρημα «Το φοβερό βιβλίο» του Τζέισον Μοτ (εκδόσεις Διόπτρα) είναι πολλά πράγματα μαζί: το βίωμα ως πηγή έμπνευσης, ένα πορτρέτο της σημερινής Αμερικής, η εκδοτική βιομηχανία και το βιβλίο ως εμπόρευμα, μια απόπειρα διαφορετικής τεχνικής στη δομή. Αλλά στον πυρήνα του και πάνω απ΄ όλα είναι ένας οδυνηρός και πολυεπίπεδος στοχασμός για τον ρατσισμό, τη φυλετική αδικία και τις επιπτώσεις της στην ανθρώπινη ψυχή, για το να είσαι έγχρωμος στην Αμερική.
Τιμημένος για το «Φοβερό βιβλίο» με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου των ΗΠΑ το 2021, ο Μοτ διαρθρώνει το μυθιστόρημα πάνω σε δύο εναλλασσόμενες αφηγήσεις: Η μια ακολουθεί έναν συγγραφέα – αφηγητή στην περιοδεία προώθησης του βιβλίου του, με τίτλο «Το φοβερό βιβλίο» (μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα), η άλλη αφορά στην ιστορία ενός αγοριού, με το παρατσούκλι Μουτζούρης, που κατοικεί στην αθέατη πλευρά της πραγματικότητας προκειμένου να γλυτώσει ή να ξεχάσει τον αέναο κύκλο των φυλετικών αδικιών.
Οι δύο ιστορίες διασταυρώνονται με τρόπο που περιπλέκουν εντέχνως τη συνολική δομή. Εκεί που ξεκινά ως μια συνηθισμένη εμπειρία προώθησης βιβλίου σύντομα τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας θολώνουν. Όταν ο συγγραφέας που δεν πληροφορούμαστε ποτέ το όνομά του, αλλά σταδιακά μαθαίνουμε ότι είναι γύρω στα σαράντα, Αφροαμερικανός και μεγαλωμένος στον αμερικανικό Νότο, εμφανίζεται για πρώτη φορά, στις αρχικές σελίδες, να είναι γυμνός και πανικόβλητος. Τρέχει στις 3 τα ξημερώματα, στον διάδρομο ενός ξενοδοχείου κάπου στα Μεσοδυτικά για να ξεφύγει από τον οργισμένο σύζυγο μιας γυναίκας με την οποία κοιμόταν. Στη συνέχεια, ασφαλής μέσα στο ασανσέρ, μια ηλικιωμένη κυρία με λουλακί μαλλί χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στη γύμνια του τον ρωτά αν έμαθε «γι΄ αυτό το αγόρι που αναφέρουν στην τηλεόραση». Εκείνος δεν ενδιαφέρεται καν να ρωτήσει περί τίνος πρόκειται. Αργότερα αποδεικνύεται ότι προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεχάσει ότι ο ίδιος είναι μαύρος. Το παραδέχεται για πρώτη φορά μέσω ενός φανταστικού αγοριού με ίδιο χρώμα, αυτό που «καταπίνει το φως», το οποίο αποκαλεί «ο Μικρός» και τον ακολουθεί παντού.
Ο ανώνυμος συγγραφέας, πρωτοεμφανιζόμενος αλλά ήδη διάσημος για το «Φοβερό βιβλίο» του, ταξιδεύει από πόλη σε πόλη, μπαινοβγαίνει σε ξενοδοχεία, δέχεται συμβουλές από ατζέντηδες και επικοινωνιολόγους, κυκλοφορεί με συνοδούς που οδηγούν μαύρες λιμουζίνες, εμφανίζεται σε εκδηλώσεις και δίνει συνεντεύξεις. Έξω γίνονται πορείες και διαδηλώσεις, με πανό που γράφουν «Οι ζωές των μαύρων μετράνε», στην τηλεόραση οι ειδήσεις μιλούν για ένα μαύρο παιδί που σκότωσε κάπου η αστυνομία, την περιοδεία στοιχειώνει η οργή και το πένθος, το «δεν μπορώ να αναπνεύσω». Καλείται ως δημοφιλής συγγραφέας και δη μαύρος να πάρει θέση, να γίνει η φωνή τους. «Υποτίθεται ότι πρέπει να μιλάς για τέτοια πράγματα», του λέει ο Ρένι, συνοδός και οδηγός του στη περιοδεία, προσθέτοντας: «Άσε που είσαι και Μαύρος». «Τι είμαι;» ρωτά έκπληκτος. Δραπετεύει από την πραγματικότητα, απωθεί τον φόβο και τη θλίψη, την αντιμετώπιση του δικού του ψυχικού τραύματος, στρεφόμενος στο αλκοόλ, το σεξ, το χιούμορ και την υπερδραστήρια φαντασία – στην εφηβεία είχε διαγνωστεί με «ονειροπόληση». Ο «Μικρός» από κοντά, σκάει μύτη από το πουθενά στην αίθουσα πρωϊνού ενός ξενοδοχείου, στα πίσω καθίσματα της λιμουζίνας, στο αεροδρόμιο, σε ένα μπαρ. Κανείς άλλος δεν τον βλέπει. Συχνά λογομαχούν, αλλά όταν το αγόρι δεν είναι δίπλα του, ο αφηγητής ανησυχεί και τον αναζητά. Έχουν και οι δύο τα ίδια βάρη σε έναν κόσμο φτιαγμένο όχι για αυτούς. Αποδεικνύεται πως κοινά τους σημεία είναι η άμυνα να μπλέκουν την πραγματικότητα με τη φαντασία και να δραπετεύουν από την αληθινή ζωή.
Η δεύτερη αφήγηση, περισσότερο συγκεκριμένη και αυτή που κινεί τα νήματα του μυθιστορήματος του Μοτ, αφορά στην ιστορία ενός άλλου αγοριού με «αδιανόητα μαύρο δέρμα» και που επίσης δεν κατονομάζεται. Οι νταήδες στο σχολείο και στη γειτονιά ενός χωριού στη Βόρεια Καρολίνα τον φωνάζουν «Μουτζούρη». Είναι ένα ήσυχο μοναχοπαίδι με δύο αγαπημένους γονείς που τον λατρεύουν και προσπαθούν πάση θυσία να τον προστατεύσουν, εκπαιδεύοντάς τον πώς να γίνεται αόρατος προκειμένου να είναι ασφαλής μέσα στον λευκό κόσμο. Κάθε φορά που φοβάται ψιθυρίζει στον εαυτό του: «Είσαι αόρατος και ασφαλής» – «Δύο λέξεις καθαγιασμένες». Ο πατέρας του Γουίλιαμ, με οικογενειακό παρελθόν στις φυλετικές αδικίες, είναι ένας άντρας «που σ΄ όλη του τη ζωή φοβόταν το βλέμμα των άλλων. Πώς, λοιπόν, να μη θέλει να διδάξει το παιδί του το ανέφικτο κόλπο της αορατότητας;»
Πόσο εύκολο είναι να προστατεύσει το παιδί του από τη βαρβαρότητα της αστυνομίας, το ανελέητο ρατσιστικό μπούλινγκ των συνομηλίκων του, ακόμη και εκείνων που έχουν το ίδιο χρώμα (το χρώμα του δέρματος μερικές φορές δηλητηριάζει και τις μεταξύ τους σχέσεις, λέει ο Μοτ), τα μέσα ενημέρωσης, την ίδια τη χώρα που σου λέει ότι «είσαι μάστιγα για την οικονομία» ή ότι «για σένα οι κανόνες είναι διαφορετικοί»; Να το πείσει να ζήσει χωρίς φόβο, να μην μισεί τον εαυτό του για το χρώμα του δέρματός του, «να μάθει ν΄αγαπά αυτό που είναι», γνωρίζοντας ωστόσο ότι η ζωή του μπορεί να του αφαιρεθεί ανά πάσα στιγμή και δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι΄ αυτό; Με τον καιρό, η οικογένεια του Μουτζούρη θα αντιμετωπίσει τη δική της, παρόμοια τραγωδία. Οι όμορφες στιγμές της οικογένειας θα έρθουν αντιμέτωπες με την αστυνομική βία και ο Μουτζούρης θα στραφεί στην «αθέατη ύπαρξή» του για να του σώσει τη ζωή, αλλά και στην αφήγηση ιστοριών.
Καθώς το μυθιστόρημα εξελίσσεται, οι ιστορίες χτίζονται, συγκλίνουν και εκπλήσσουν, ξανά και ξανά ένας τραγικός αστυνομικός πυροβολισμός παίζει στις ειδήσεις, ενώ οι πιέσεις αυξάνονται απειλώντας να εκτροχιάσουν την περιοδεία του συγγραφέα-αφηγητή. Ο τελευταίος μερικές φορές μοιάζει να απευθύνεται κατά πρόσωπο στον αναγνώστη: «Ζητώ συγνώμη, δεν σας συστήθηκα. Είμαι συγγραφέας και με λένε ….. Μπορεί να μ΄ έχετε ακουστά, μπορεί και όχι, αλλά πιθανότατα έχετε ακουστά το βιβλίο μου. Ονομάζεται Φοβερό βιβλίο. Και σύμφωνα με τις κριτικές είναι όντως φοβερό». Άλλοτε, στον ίδιο τόνο λέει: «Πάνω απ΄όλα, αυτή εδώ είναι μια ερωτική ιστορία». Όμως κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς είναι το βιβλίο του.
Σε ολόκληρο το μυθιστόρημα του Μοτ, ο συγγραφέας – ήρωάς του παλεύει με το πώς να πει την ιστορία του και το αν αυτή εικονογραφείται μέσα στο δικό του ομότιτλο βιβλίο. Όταν «ανακαλύπτει» ότι είναι «Αφροαμερικανός πέρα για πέρα» αναρωτιέται αν οφείλει να γράφει «για το πώς είναι να είσαι Μαύρος» και προτάσσει εύλογα την αντιπαράθεση με τους λευκούς ομοτέχνους: «Οι Λευκοί συγγραφείς δεν είναι υποχρεωμένοι να γράφουν για το πώς νιώθουν που είναι Λευκοί». Ο Τζακ, υπεύθυνος για την επικοινωνιακή εκπαίδευση του συγγραφέα, με σκοπό πάντα τις πωλήσεις, τον συμβουλεύει ότι οι πιο επιτυχημένες ιστορίες είναι αυτές που δεν έχουν πραγματικό δράμα: «Μη γράψεις για φυλετικά ζητήματα. Και προπάντων για τη ζωή σου ως Μαύρου… Ποτέ…. Το να είσαι Μαύρος είναι κατάρα … Γράψε για τον έρωτα. Με αγαπησιάρικα φινάλε, σαν της Disney». Στο στόχαστρο του Μοτ μπαίνει και η βιομηχανία του βιβλίου με αρκετά δηκτικά σχόλια, είτε αφορούν την ενδεδειγμένη ενδυματολογική εμφάνιση των συγγραφέων, είτε τα σκληρά συμβόλαια με τους εκδότες.
Χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς και μελοδράματα, ο Μοτ, ο οποίος σπούδασε δημιουργική γραφή και έκανε το μεταπτυχιακό του στην ποίηση στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στο Γουίλμινγκτον, με αδρές διατυπώσεις αντικατοπτρίζει την εφιαλτική πλευρά μιας χώρας όπου οι μαύροι είναι πολύ πιο πιθανό από τους λευκούς να σταματήσουν στον δρόμο, να ερευνηθούν, να συλληφθούν, ακόμη και να σκοτωθούν από την αστυνομία. Βέβαια ο αμερικανικός Νότος δεν είναι όπως παλαιότερα, αλλά ποτέ δεν έπαψαν τα περιστατικά και το «δεν μπορώ να αναπνεύσω» του Τζορτζ Φλοιντ το 2020, στη Μινεάπολη, επαναλαμβάνεται συχνά.
Το «Φοβερό βιβλίο» είναι ένα μυθιστόρημα για το τί σημαίνει για έναν έγχρωμο άνθρωπο να προσπαθεί να κρατηθεί ασφαλής στους δρόμους της Αμερικής, για το πώς είναι να ζει με αυτόν τον φόβο, παρόλο που ο ήρωάς του έχει εσωτερικεύσει τον φόβο του παρουσιάζοντας μια κατακερματισμένη εικόνα. Κρύβεται «τόσο βαθιά στους ήρωές του, ώστε οι ιστορίες τους να μπερδεύονται με τη δική του, την ιστορία που φοβάται να αφηγηθεί, κι έτσι σπέρνει ψήγματα αλήθειας ανάμεσα στα ψέματα, μέχρι που ούτε ο ίδιος δεν μπορεί να ξεχωρίσει πια τι είναι τι».
Σε αυτές τις ρωγμές μέσα στην έτσι κι αλλιώς ηλεκτρισμένη πλοκή, που ίσως ζαλίζουν τον αναγνώστη, κρύβεται η ομορφιά του «Φοβερού βιβλίου» του Τζέισον Μοτ. Ενός μυθιστορήματος, μεταφρασμένου από τη Δέσποινα Κανελλοπούλου, για τη φυλετική αδικία και το φυλετικό τραύμα, από την πένα ενός συγγραφέα που καταφέρνει να περιγράψει μια ζοφερή, συγκινητική ιστορία μέσα σε έναν στρόβιλο από χιούμορ, σαρκασμό, αυτοσαρκασμό, φαντασία και λυρική γλώσσα χωρίς να χάνει το μέτρο. Και να καταλήξει στο τέλος, στις Ευχαριστίες, να πει απευθυνόμενος «προς ένα πάλαι ποτέ Μαύρο αγόρι»: «Είσαι όμορφος. Να φέρεσαι καλά στον εαυτό σου, ακόμα και όταν αυτή η χώρα δεν το κάνει».
Jason Mott, «Το φοβερό βιβλίο», μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου,Διόπτρα