Τό φίδι τοῦ Πλίνιου (του Γιώργου Αράγη) 

0
531

 

του Γιώργου Αράγη 

Τό φίδι τοῦ Πλίνιου της Ειρήνης Κίτσιου εἶναι μιά μικρή συλλογή ἀπό ἕξι διηγήματα. Σημειώνω: «Τό φίδι τοῦ Πλίνιου», «Ὁ Ἅγιος Βαρθολομαῖος», «Ἕνα κοπάδι πουλιῶν κατεβαίνει στόν πενταγωνικό κῆπο», «Ἡ ἀρκουδοφωλιά», «Ὁ καθηγητής Τούλπ», «Ἡ τέχνη τῆς μνήμης». Σύνολο ἑκατό σελίδες. Περίεργο· ὅταν τίς διάβασα εἶχα τήν ἐντύπωση πώς διάβασα ἕνα ἔργο ἀπό χίλιες σελίδες καί πλέον. Σάν νά πᾶς νά πιάσεις κάτι, πού σοῦ φαίνεται ἕνα τίποτα, καί ξαφνικά διαπιστώνεις πώς εἶναι ἀσήκωτο. Γιατί; Ἴσως γιατί βρέθηκα μπροστά σέ κείμενα συμπυκνωμένης γραφῆς, ὅπου οἱ φράσεις ἐκφράζουν κινήσεις πού σχετίζονται μέ τό μέσα ἐγώ. Ἴσως γιά ἄλλους λόγους. Εἶναι ἀλήθεια πώς ὅλα τά διηγήματα ξεκινοῦν ἀπό ἐξωτερικά περιστατικά: ἐπίσκεψη σέ μιά κληματαριά, βόλτα (δίς) στήν ἐξοχή τῆς Κόνιτσας, θάνατος ἀγαπημένου προσώπου, ἐγχείριση γιά χολολιθίαση, συνάντηση μέ κάποιον ἄγνωστο κοντά σέ φάρο. Περιστατικά ὅμως πού καθαυτά ἔχουν ἰσχνή συμμετοχή στόν ἀφηγηματικό ἱστό, μιά καί ὅ,τι προέχει εἶναι κάθε φορά κάτι πολύ διαφορετικό. Τό κείμενο, π.χ., πού ἐπιγράφεται «Ὁ καθηγητής Τούλπ», πού ἀφορᾶ μιά ἐγχείριση, ἔχει μεσότιτλους πού ἀναφέρονται στά στάδια τῆς ἐπέμβασης. Σημειώνω: «Μέρος Α΄, 1. Ὀρτύκια κι ὀρτυγομάνες, 2. Οἱ ἀκρότητες βασιλεύουν, 3. Τό ντέφι βρίσκεται σέ χέρια πού ξέρουν καλά νά τό παίζουν. Μέρος Β΄, 1. Κόμποι ναυτικοί, 2. Πρελούδια τοῦ Μπάχ, 3. Δαβίδ τοῦ Μικελάτζελο Μπουοναρότι, 4. Γάτος πού παραμονεύει πουλιά, 5. Λάυλα, 6. Ναυαγοσώστης, 7. Φάτα Μοργκάνα ἡ μάγισσα». Ὅλα αὐτά μοιάζουν παράταιρα μέ τό θέμα τῆς ἐπέμβασης. Ὅ,τι προέχει ἐδῶ εἶναι πῶς εἶδε, πῶς αἰσθάνθηκε τό γεγονός ἡ ἀφηγήτρια, ποῦ πήγαινε ὁ νοῦς της,  πῶς σχετίστηκαν τά πράγματα μεταξύ τους. Κάτι πού ἰσχύει, γενικά, γιά ὅλα τά κείμενα τῆς συλλογῆς. Ἄς δοῦμε, πολύ σύντομα, πῶς παρουσιάζονται αὐτά τά κείμενα σέ μιά πρώτη ματιά

Στό πρῶτο ἀπό τά ἕξι διηγήματα, στό ὁμώνυμο τῆς συλλογῆς, διαβάζουμε τίς ἐξωλογικές ἐντυπώσεις τῆς ἀφηγήτριας ἀπό μιά κληματαριά. Πῶς τῆς φαίνεται, πῶς τήν παραμυθιάζεται, τί σκαρφίζεται.

Στό δεύτερο,  τό «Ὁ Ἅγιος Βαρθολομαῖος», ἔχουμε τόν περίπατο δίπλα στόν Ἀῶο ποταμό ἑνός ἄκεφου καί προβληματισμένου ζωγράφου, πού ἔχει τήν ἕδρα του στήν Κόνιτσα. Περπατώντας στήν ἐξοχή κάπως φτιάχνει ἡ διάθεσή του καί μέσα ἀπό συνειρμούς, πού σχετίζουν τίς εἰκόνες καί τούς  ἤχους τοῦ περιβάλλοντος μέ  μουσικές συνθέσεις, τήν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στήν Κόνιτσα, τό Λυκοβούνι, φτάνει στή «φιγούρα τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου στό φρέσκο τοῦ Μιχαήλ Ἄγγελου, στήν Καπέλα Σιστίνα»…

Στό τρίτο, τό «Ἕνα κοπάδι πουλιῶν κατεβαίνει στόν πενταγωνικό κῆπο», ὁ ἴδιος ζωγράφος, περπατάει κάπως ξέμακρα ἀπό τό ποτάμι καί παρατηρεῖ τήν εἰκόνα πού παρουσιάζουν τά σύννεφα στόν οὐρανό. Μέ τό ἕνα καί τό ἄλλο ἀναλογίζεται  τή σχέση του μέ τόν Κ.Β.  Ἔρχεται, λέει, κι αὐτός, ὁ Κ.Β., συχνά στήν Κόνιτσα καί μελετάει τά δέντρα ἰδίως τίς φτελιές. «Εἶναι μανιώδης ἐραστής τῆς γιαπωνέζικης τέχνης ‘‘δέντρα σέ βάζο’’.» Ὁ Ζωγράφος θυμᾶται πώς μερικές φορές καλεῖ τόν Κ.Β. στό ἐργαστήρι του, ὅπου ἀκοῦνε μουσική γιά πουλιά:  τοῦ Χατζηδάκη, τοῦ Στραβίνσκι καί πιό πολύ τοῦ Γιαπωνέζου Τακεμίτσου τό «Ἕνα κοπάδι πουλιῶν κατεβαίνει στόν πενταγωνικό κῆπο». Μουσική πού προκαλεῖ, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, συγκρίσεις μέ Μπετόβεν καί Σαίξπηρ.

Στό τέταρτο διήγημα, «Ἡ ἀρκουδοφωλιά», ἕνας γονιός, χωρίς νά εἶναι σέ προχωρημένα γεράματα, βρίσκεται στά τελευταῖα του. Ὁ γιός του (μᾶλλον περσόνα τῆς συγγραφέα) ἔρχεται ἀπό μακρυά νά τοῦ συμπαρασταθεῖ. Ὁ κρεβατωμένος, κάποτε γερό σκαρί πού ἁλώνιζε τά δάση καί τούς γκρεμούς τῆς περιοχῆς, ξυλοκόπος, δεινός κυνηγός καί ψαρᾶς στόν Ἀῶο, χωρίς μιλιά, δείχνει νά χαίρεται τόν ἐρχομό τοῦ γιοῦ του. Τό δωμάτιο, πού ὁ γονιός τό ᾿λεγε «’Αρκουδοφωλιά», εἶναι κοσμημένο καί ἐπιπλωμένο ἔτσι πού νά φανερώνει τήν πολιτεία τοῦ ἄρρωστου στήν Τύμφη καί στήν Γκαμήλα: βαλσαμωμένα πουλιά, στρωμένα δέρματα στό πάτωμα, ἐλαιογραφίες ἄγριων ζώων. Ὅμως κι ὁ γιός ἔχει πολλές παραστάσεις κι οἱ συνειρμοί του τρέχουν στά ἴδια μέρη. Τήν τρίτη μέρα ὁ κρεβατωμένος παραδίνει τό πνεῦμα του. Ὁ γιός ζεῖ τό χάσμα τῆς διαφορᾶς ἀνάμεσα στή ζωή καί στόν χαμό της. Τέλος, ἀφοῦ διώχνει τίς μοιρολογῆτρες, σχεδιάζει στό πανωσέντονο, ὄντας ζωγράφος, τή μορφή τοῦ νεκροῦ ὅπως τήν ἤξερε καί τήν ἤθελε ὁ ἴδιος. Πρόκειται γιά ἕνα κείμενο ψύχραιμο καί συναισθηματικά πολύ συγκρατημένο.

Στό πέμπτο διήγημα ἔχουμε τήν ἐγχείριση τῆς ἀφηγήτριας γιά χολολιθίαση. Κάθε τέτοια ἐπέμβαση παρουσιάζει τρία στάδια: προνάρκωση, χειρουργεῖο, ἀνάρρωση. Στόν «Καθηγητή Τούλπ»[2] ἡ προνάρκωση πιάνει τό «Πρῶτο μέρος» μέ τρία ξεχωριστά κείμενα, ἡ ἐγχείριση μόνο ἕνα κείμενο, τό «Κόμποι ναυτικοί» καί ἡ ἀνάρρωση ἕξι κείμενα. Βέβαια οἱ τριάντα σελίδες πού καλύπτουν τό γεγονός τῆς ἐγχείρισης, κάθε ἄλλο -τό εἴδαμε καί παραπάνω- παρά τό περιγράφουν καθαυτό. Αὐτό πού ἐκφράζουν εἶναι οἱ φαντασιώσεις καί οἱ ἐλεύθερες συνειρμικές αἰωρήσεις τῆς ἀφηγήτριας, ὅπως τό φέρνει ἡ κάθε στιγμή. Νομίζω πώς εἶναι τό καλύτερο διήγημα τῆς συλλογῆς.

Στό ἕκτο καί τελευταῖο κομμάτι, «Ἡ τέχνη τῆς μνήμης», ἡ ἀφηγήτρια ἔχει συνάντηση μέ μιά φίλη της, σ᾿ ἕνα λιμενοβραχίονα, στή μύτη τοῦ ὁποίου ὑπάρχει φάρος-μουσεῖο. Ἡ ἀφηγήτρια, πού πηγαίνει νωρίτερα ἀπό τή συμφωνημένη ὥρα, συναντάει ἐκεῖ ἕναν τύπο πού κάτι ἔχει μέσα σέ μιά καπελιέρα. Πιάνει ἔντονη, μέχρι φιλονικίας, κουβέντα μαζί του, ὥσπου νά ᾿ρθει ἡ φίλη της. Εἶναι τό ἐκτενέστερο διήγημα τῆς συλλογῆς καί ἔχει τούς ἀκόλουθους μεσότιτλους. «1. Οἱ βαθιές ὀνειροπολήσεις ὁδηγοῦν πάντοτε στό νερό. 2.Τό κυνήγι τῆς ἀλεποῦς. 3. Ποσειδώνας. 4. Σατωβριάνδος. 5. Οὔτε ρίγοι οὔτε τρόμος οὔτε ἡδονές. 6. Μυστικά καί πράσινα ἄλογα. 7. Ἡ τέχνη τῆς μνήμης. 8. Ἑκάβη». Ὅπως καί στόν «Καθηγητή Τούλπ»», ἔχουμε κι ἐδῶ μιά περίπτωση ‘σπασμένου τηλέφωνου’. Τελικά ἡ ἀφηγήτρια μαθαίνει ἀπό τή φίλη της, ὅταν ἦρθε καί συναντήθηκαν,  πώς ὁ τύπος εἶχε βιβλία μέσα στήν καπελιέρα καί μάλιστα βιβλία ἀξίας πού τά ᾿χε γιά πούλημα

***

Ἀπό τά παραπάνω θά φάνηκε, πιστεύω, ὅτι τά διηγήματα τῆς Ε. Κίτσιου ἔχουν ἕναν κάποιον ἀραχνοειδή θεματικό σκελετό. Μολαταῦτα ἡ ἀφηγηματική δράση δέν βασίζεται σ᾿ αὐτόν τόν σκελετό. Δέν ἔχουμε δηλαδή χρονολογική διήγηση, μέ ἀρχή, μέση καί τέλος, ὅπως στήν παραδοσιακή πεζογραφία. Ἡ συγγραφέας μᾶς ἔχει προειδοποιήσει μέ τό μότο τοῦ Τόμας Μπέρνχαρντ, πού παραθέτει στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου της, πώς δέν ἔχει καλές σχέσεις μέ τόν χρονολογικό-θεματικό τρόπο ἀφήγησης. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή στό  βιβλίο της Τό φίδι τοῦ Πλίνιου ἡ δράση, τό ἀφηγηματικό σῶμα, βασίζεται στή μωσαϊκή συγκρότηση τῶν κείμενων. Τά ἕξι διηγήματα τῆς συλλογῆς ἀποτελοῦν μωσαϊκά. Σχηματίζονται δηλαδή ἀπό ψηφίδες μικρότερες ἤ μεγαλύτερες, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται σέ πράξεις, σκέψεις, εἰκόνες, ἤχους, αἰσθήματα, καταστάσεις θετικές ἤ ἀρνητικές. Ὄχι βέβαια εἰκῆ καί ὡς ἔτυχε, ἀλλά σύμφωνα μέ τή συνειρμική τους συνάφεια. Κατά τρόπο πού, μέ γνώμονα τήν ψυχική κατάσταση τοῦ/τῆς ἀφηγήτριας, ἡ μία ψηφίδα νά ὁδηγεῖ ἀναγκαῖα στήν ἄλλη, ὥσπου νά ὁλοκληρωθεῖ τό κάθε διήγημα.

Γιά νά φανοῦν καλύτερα αὐτά θά παρουσιάσω ἀναλυτικότερα τό δεύτερο διήγημα, «Ὁ Ἅγιος Βαρθολομαῖος».

Εἶναι ἄνοιξη. Ἕνας ζωγράφος πού μένει στήν Κόνιτσα, ξενυχτισμένος καί ἀπογοητευμένος ἀπό τή δουλειά του, κατεβαίνει νά περπατήσει δίπλα στόν ποταμό Ἀῶο. Πρόκειται γιά ἕνα μονόλογο. Παίρνει, λέει, ἕνα μονοπάτι πού τόν βγάζει ψηλότερα στά χωράφια τοῦ κάμπου. Βλέπει, χαμηλότερα, κομμάτια καταχνιᾶς πού τοῦ φαίνονται σάν νά τόν περιπαίζουν. Προχωρώντας παρατηρεῖ στούς ὄχτους ἀπό τά σπαρμένα σιτηρά λεῦκες καί φτελιές μέ τά φύλλα τους γυρισμένα ἀπό τό ἀεράκι λές κι ἦταν ἕτοιμες γιά ἀναχώρηση. Ἡ διάθεσή του κάπως φτιάχνει. Θυμᾶται πώς ἀπό μῆνες τόν βασανίζει τό ἐσωτερικό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Μιά ἐκκλησούλα ἀλειτούργητη, ἀλλά πού ὁ ἐσωτερικός της φωτισμός θυμίζει πίνακες τοῦ Ρέμπραντ. Αὐτό τό φῶς θέλει νά τό ἐκφράσει μέ τή ζωγραφική του. Ἔμμονη ἰδέα. Ἄν δέν τά καταφέρει θά κάψει τά σύνεργά του. Ἴσως ἔτσι νά πάψει ν᾿ ἀκούει μανιακά τό πρῶτο κουαρτέτο, ἰδίως τό μέρος antante cantabile, τοῦ Τσαϊκόφσκι. Στήν πραγματικότητα θέλει νά ἀπαλλαχτεῖ ἀπό τό κλίμα αὐτῆς τῆς μουσικῆς καί νά πάει σέ «καθαρότερη μουσική». Στόν Μπάχ, στόν Μπετόβεν ἤ ἀκόμα στίς μπαλάντες τοῦ Βάν Μόρισον. Αὐτόν ἀκούει κιόλας νοερά, συνταιριασμένον μέ τή φύση γύρω του καί τούς φυσικούς ἤχους τῆς ὥρας: τό τραγούδι δύο ἀγωγιατῶν στήν ἀκροποταμιά καί τά κουδούνια ἑνός κοπαδιοῦ ἀπό πρόβατα πού βόσκει ἀπέναντι στό Λυκοβούνι. Ὁ Τέλης, ἕνας ντόπιος πού ξέρει πολλά γιά τά τοπωνύμια, τοῦ ἔχει μιλήσει γιά τό Λυκοβούνι. Ὅτι ἐκεῖ εἶχε ἔρθει ἕνας φοβερός λύκος πού ξεπάστρεβε τά κοπάδια, ἐνῶ οἱ ντόπιοι δέν τοῦ βάζαν χέρι. Κάποιος περαστικός ξένος κυνηγός τόν σκότωσε καί τόν ἔγδαρε. Ὁ Τέλης τοῦ ᾿δειξε καί μιά φθαρμένη φωτογραφία, ὅπου ὁ κυνηγός αὐτός στό ἕνα χέρι του κρατάει τό τομάρι τοῦ λύκου, περίπου στό ἀνάστημα τό δικό του, καί στό ἄλλο τό κυνηγητικό του μαχαίρι. Ἡ φωτογραφία θύμισε στόν ζωγράφο τή φιγούρα τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου, ἀπό τόν Μιχαήλ Ἄγγελο, στήν Καπέλα Σιστίνα. Σ᾿ αὐτή τή φιγούρα «ὁ Βαρθολομαῖος, πού τόν ἔγδαραν ζωντανό, μπροστά στά πόδια τοῦ Χριστοῦ, κρατᾶ ὁ ἴδιος τό τομάρι του (ὁ ζωγράφος ἐδῶ μεταφορικά ἀπεικονίζει σ᾿ αὐτό τόν ἑαυτό του) καί τό μαχαίρι τοῦ μαρτυρίου του.» Μέ τήν εὐκαιρία ὁ ζωγράφος (τοῦ διηγήματος τώρα) μιλάει στόν Τέλη γενικότερα γιά τά ἔργα, τήν πολιτεία, καί τίς ἀγωνίες τοῦ μεγάλου Ἰταλοῦ γλύπτη. Ὁπότε ὁ Τέλης τοῦ ἀπαντάει πώς δέν ἀξίζει νά μιλάει κανείς σέ παράξενους ζωγράφους γιά κατορθώματα σάν αὐτό τοῦ ξένου κυνηγοῦ, γιατί ἔτσι πᾶνε τά λόγια του στράφι.

Περιττό, νομίζω, νά χρειάζεται νά ἀπαριθμήσω μία μία τίς ψηφίδες αὐτοῦ τοῦ διηγήματος.

Ἄς σημειωθεῖ ἐδῶ, ἄν δέν εἶναι αὐτονόητο, πώς οἱ ἄνδρες ἀφηγητές, καθώς καί οἱ γυναῖκες ἀφηγήτριες αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, ἀποτελοῦν προσωπεῖα τῆς συγγραφέα. Ταυτοπροσωπία δέν ἔχουμε, ἀκόμα κι ὅταν πρόκειται γιά ἐπεισόδιο πού ἀφορᾶ τήν κοσμική Εἰρήνη Κίτσιου. Ἐννοῶ τή χειρουργική ἐπέμβαση.

Ὡραῖα, θά ᾿λεγε κάποιος, ἀλλά πρός τί ὅλη ἡ «φασαρία», πρός τί ἕνας τέτοιος προσανατολισμός, τί σκοπό ἔχει αὐτό τό γράψιμο; Ἄν δέν κάνω λάθος, αὐτό τό γράψιμο δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό μιά προσωπική ἐνδοσκόπηση. Ἀνιχνευτικές ἀπόπειρες σέ ἕνα ἔδαφος πού παραμένει, παρόλες τίς προσπάθειες τῆς λογοτεχνίας ἀπό τά ἀρχαῖα χρόνια, ἀχαρτογράφητο μέχρι σήμερα καί ἴσως ἔτσι θά παραμείνει γιά πάντα. Ἡ συγκεκριμένη πεζογράφος δέν σκοτώνει βέβαια τόν δράκο, ρίχνει ἁπλῶς μερικές κλεφτές ματιές στήν ἀνθρώπινη ἐνδοχώρα σύμφωνα μέ τήν προδιάθεσή της. Ἔτσι αἰσθάνεται, ἔτσι τά βλέπει, ἔτσι τά ἐκφράζει, τίποτε πιό φυσικό καί πιό ἔντιμο. Τά ὑπόλοιπα ἀνήκουν στή διαθεσιμότητα τῶν ἀναγνωστῶν.

Ἐπειδή ἴσως κάποιοι παραξενεύονται, θά ἤθελα νά πῶ ὅτι δέν πρόκειται γιά παραξενιά, ἀλλά γιά μιά κοινή ἀνθρώπινη ἔφεση. Στόν καθένα μας συμβαίνει νά ἐκδηλώνεται αὐτή ἡ ἐσωτερική περιήγηση, ἀναφορικά μέ τό ἐγώ καί τό περιβάλλον του. Δέν τό συνειδητοποιοῦν ὅμως ὅλοι: πολλά ἀπό αὐτά πού μᾶς συμβαίνουν περνοῦν συνήθως ἀπαρατήρητα. Πολύ περισσότερο δέν καταγίνονται παρά ἐλάχιστοι μέ τήν ἄσκηση μιᾶς τέτοιας ἐνδοσκόπησης. Ποῦ βρίκεται ὅμως ἡ δημιουργική πράξη; Ὅπως ἡ θεματική πεζογραφία παρασταίνει τά ἀνθρώπινα μέ πρότυπο τήν ἱστορία, ἔτσι καί ἡ μοντερνιστική πεζογραφία παρασταίνει τά ἀνθρώπινα μέ πρότυπο τήν ἐσωτερική μας ζωή, ὅπου προέχει ἡ συνειρμική σχέση τῶν πραγμάτων. Ἐδῶ βέβαια, στή δεύτερη περίπτωση, χρειάζεται ἰδιαίτερο χάρισμα ἐνόρασης καί ἐκφραστικῆς δεξιοσύνης. Γράφει κανείς μέ βάση τά περιουσιακά του στοιχεῖα, τήν καταγωγή του, τήν εὐαισθησία του, τήν παιδεία του, ὅ,τι ἔχει διαθέσιμο. Γιά τή συγκεκριμένη πεζογράφο ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὁ στενός δεσμός της μέ τήν ἰδιαίτερη πατρίδα της τήν Κόνιτσα καί τό φυσικό περιβάλλον της. Ἡ γνώση τῶν ἀνθρώπων. Καθώς ἐπίσης καί ἡ βαθιά σχέση της μέ τή λογοτεχνία, τή μουσική καί τή ζωγραφική. Κάτι πού τό διαπιστώνουμε πολύ συχνά διαβάζοντας τά γραφτά της. Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τοῦ λόγου της εἶναι ἀκόμα τό λεπτό χιοῦμορ της καί ἡ κάπως προσχηματική ἀφέλειά της.

Πάντως ὁ πεζογραφικός μοντερνισμός ἔχει μιά μικρή ἱστορία. Ἡ πρώτη κίνηση ὀφείλεται στόν Γάλλο Ε. Ντιζιαρντέν, πού ἔγραψε τό πεζογράφημα Οἱ δάφνες κόπηκαν (1887). Ἀκολούθησε ὁ Ρ.Μ. Ρίλκε μέ τίς Σημειώσεις  τοῦ Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε (1910), χωρίς ρητή ἀναφορά στό πεζό τοῦ Ντιζιαρντέν. Τό 1913 ἐκδόθηκαν οἱ δυό πρῶτοι τόμοι ἀπό τό Ἀναζητώντας τόν χαμένο χρόνο τοῦ Μ. Προύστ. Τό 1920 ἐκδόθηκε ὁ Ὀδυσσέας τοῦ Τ. Τζόυς, μέ ὁμολογημένη ὀφειλή στό Οἱ δάφνες κόπηκαν. Πέντε χρόνια ἀργότερα βγῆκε Ἡ Κυρία Νταλλογουέη τῆς Β. Γούλφ. Κοινός παρονομαστής αὐτῶν τῶν ἔργων εἶναι ἡ ἐσωστρέφεια, ἡ ἀπευθείας δηλαδή στροφή πρός τόν ἔσω ἄνθρωπο. Ἡ ἀπευθείας, ὄχι ἡ ἔμμεση -ἡ ἔμμεση ἦταν ἀπό πάντα ἀντικείμενο τῆς θεματικῆς πεζογραφίας. Ἡ ἀπευθείας ἀναφορά ὡστόσο καθυστέρησε πολύ, ἐνῶ ἡ ποίηση τό εἶχε πράξει ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική λυρική μορφή της (7ος αἰώνας π.Χ.) καί συνεχίζει μέχρι σήμερα. Ἡ στροφή τῆς πεζογραφίας στήν ἄμεση ἀναφορά στό ἄδηλο εἶναι μας ἔχει δύο βασικές συνέπειες. Ἡ μία ἔχει νά κάνει μέ τόν χρόνο πού παρουσιάζεται πιά χωρίς συνέχεια ἤ, ἀλλιῶς, χωρίς χρονολογική ἑνότητα, ἀλλά κερματισμένος. Ἡ ἄλλη  ἀφορᾶ  τό γεγονός ὅτι ἐδῶ προέχει ἡ λειτουργία τῶν συνειρμῶν.

Στή χώρα μας στοιχεῖα μοντερνισμοῦ μποροῦμε νά ἀνιχνεύσουμε στή διηγηματογραφία τοῦ Δ. Βουτυρᾶ, ἀπό τίς πρῶτες ἤδη δημοσιεύσεις του. Θυμίζω ὅτι τό Λεωνίδας Λαγκᾶς ἐκδόθηκε τό 1903. Τό 1930 παρουσιάστηκε ὁ Γ. Σκαρίμπας  μέ τή συλλογή διηγημάτων Καϋμοί στό Γριπονήσι καί τό 1935 ἔβγαλε τό μυθιστόρημα Μαριάμπας, πού εἶναι, θά λέγαμε, καθαρά μοντερνιστικό ἔργο. Τό 1938 κυκλοφόρησαν οἱ Δύσκολες νύχτες τῆς Μ. Ἀξιώτη, ἐπίσης μέ μοντερνιστική δομή. Τό 1950 ἔχουμε τήν Πραγματογνωσία τοῦ Ν.Γ. Πεντζίκη (εἶχε μεταφράσει ἤδη κομμάτι ἀπό τίς Δάφνες κόπηκαν στό περιοδικό Τρίτο μάτι, 1 τεῦχος, Ἀθήνα, Ὀκτώβρης 1935, μέ τό ψευδώνυμο Σταυράκιος Κοσμᾶς, σ. 26-27, ὅπου καί λόγος γιά τόν ‘ἐσωτερικό μονόλογο’. Καί ἀπόσπασμα ἀπό τόν Ὀδυσσέα τοῦ Τ. Τζόυς στό περιοδικό Κοχλίας, τεῦχος 6, Θεσσαλονίκη, Μάϊος 1946, σσ. 100-102, σέ συνεργασία μέ τόν Γ. Κιτσόπουλο). Ἔκτοτε ὁ Πεντζίκης ἔβγαλε, μεταξύ ἄλλων, τά πεζά Ἀρχιτεκτονική τῆς σκόρπιας ζωῆς, 1963, καί Τό μυθιστόρημα τῆς Κυρίας Ἔρσης, 1966, μέ τά ὁποῖα βρισκόμαστε σέ προχωρημένες μορφές τοῦ μοντερνισμοῦ. Μάλιστα ἔχει ἀφήσει τά ἴχνη του καί σέ μερικούς νεότερους, Κ. Λαχᾶ, Γ. Ἰωάννου, Τ. Καζαντζῆ, Μ. Χάκκα, Χ. Μηλιώνη, κ.ἄ. Τό 1978 ἐκδόθηκε μιά συλλογή διηγημάτων τῆς Μαρίας Μήτσορα μέ τίτλο Ἄννα νά ἕνα ἄλλο μέ μοντερνιστική γραφή (ἀκολουθοῦν κι ἄλλα βιβλία της). Ἔτσι φτάνουμε στό Φίδι τοῦ Πλίνιου πού τά περιεχόμενά του, κατά ἕναν τρόπο, ἀποτελοῦν τόν τελευταῖο κρίκο στήν πορεία αὐτῆς τῆς (ἐκφραστικῆς, ἀφηγηματικῆς) ἰδιαιτερότητας.

Δέν ξέρω τί ἔχει καί τί δέν ἔχει διαβάσει ἡ συγγραφέας ἀπό τά προγενέστερα γραφτά τῆς τάξης στήν ὁποία ἀνήκουν σχετικά καί τά δικά της διηγήματα. Πάντως, ἀκόμα κι ἄν δέν ἔχει διαβάσει τά ἀντιπροσωπευτικά ἔργα, θά ἔχει διαβάσει κάποια ἀπό τούς μαθητευόμενους στούς πρώτους δάσκαλους. Ἰωάννου λ.χ., Χάκκα, Καζαντζή, Μηλιώνη…  Ἀλλά καί ἀπό τό γενικότερο λογοτεχνικό περιβάλλον κάτι μπορεῖ νά ψυχανεμιστεῖ κανείς. Ὅμως ἡ Ε. Κίτσιου δέν ξεκίνησε ἀπό τόν μοντερνισμό. Τό πρῶτο βιβλίο της, Πλάϊ στό ποτάμι (2007), κάθε ἄλλο παρά δείχνει μαθητεία στή μοντερνιστική ἀντίληψη. Τό κείμενο εἶναι γραμμένο σύμφωνα μέ τήν ἐξωλογική ἐλευθερία τῶν παραμυθιῶν. Ἔτσι μέ ἐλεύθερη τή φαντασία της ἡ συγγραφέας κινεῖται ἄνετα ἐκτός τόπου καί χρόνου, πέρα ἀπό τά κατά συνθήκη, ἀλλά ὄχι συνειρμικά. Οὔτε μέ τό δεύτερο βιβλίο της, Ἐκπαιδευτής γρύλων (2008), βρίσκεται ἀκριβῶς μέσα στό ἔδαφος τοῦ μοντερνισμοῦ. Κάτι πού συμβαίνει ἤ σχεδόν στό  τελεταῖο της βιβλίο. Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι ἡ συγγραφέας ἔφτασε στόν μοντερνισμό ἀπό ἐνδιάθετη κλίση καί ὄχι ἀπό μαθητεία. Ἀκόμα καί στό Φίδι τοῦ Πλίνιου  κολάζει τό νεωτερικό πνεῦμα ἀντιπαραθέτοντάς του τή δική της ἐνδοσκοπική ἐκδοχή. Σύμφωνα μέ αὐτά μποροῦμε νά ποῦμε πώς ἡ Ε. Κίτσιου δέν βγῆκε ἀπό τή «σχολή» τοῦ  μοντερνισμοῦ, δέν μαθήτεψε στό παράδειγμά του, δέν τό μιμήθηκε. Ἁπλῶς πάτησε στό ἔδαφός του ἀναζητώντας τό δικό της ἐκφραστικό σχῆμα. Γεγονός πού συνιστᾶ τήν πρωτοτυπία της καί τή γνησιότητά της.

Ἡ παραγωγή τῆς συγγραφέα θυμίζει κλεψύδρα: λίγη καί μετρημένη. Ἴσως κάποιος νά συμμερίζεται τήν ἄποψη πού εἶχε ὁ Κ. Παλαμᾶς γιά τόν Δ. Σολωμό, ὅτι ἡ ποιότητα χρειάζεται καί ποσότητα. Δέν νομίζω πώς εἶναι συζητήσιμη αὐτή ἡ ἄποψη. Γράφει κανείς ἀνάλογα μέ τόν σκοπό του, κάνει ἔρευνα ἤ φλυαρεῖ ἀσύδοτα.

 

  • Σημείωση ἐκτός θέματος γιά Τό φίδι τοῦ Πλίνιου. Στίς πρῶτες δημοσιεύσεις μερικῶν διηγημάτων ἡ συγγραφέας εἶχε βάλει ὁρισμένες ἀφιερώσεις σέ γνωστά της πρόσωπα. Τώρα, στή συλλογική ἔκδοση τίς ἀφαίρεσε. Ἄν τῆς τό ζήτησαν οἱ τιμώμενοι, πολύ καλά ἔκανε. Ἄν ὄχι, τότε προκύπτει ἕνα λεπτό ζήτημα ἠθικῆς τάξης. Μιά τέτοια ἐνέργεια βρίσκεται ἔξω ἀπό τά ἔθιμα τῆς λογοτεχνικῆς κοινότητας.

 

Εἰρήνη Κίτσιου, Τό φίδι τοῦ Πλίνιου[1]

Βρες το εδώ

 

 

 

 

 

 

[1] Ἔκδοση Ἀντίποδες, Ἀθήνα 2021.

[2] Ὀλλανδός καθηγητής ἀνατομίας τήν ὥρα πού κάνει μάθημα πάνω σέ ἀνθρώπινο πτῶμα, πολύ γνωστός πίνακας τοῦ Ρέμπραντ.

Προηγούμενο άρθροΚάτω στον Πειραιά…. (του Στέφανου Οικονόμου)
Επόμενο άρθρο“Θα θέλαμε να μιλήσετε με τους μαθητές μας….”(της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ