του Γιάννη Στρούμπα (*)
Την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς πραγματεύεται ο Ιγνάτης Χουβαρδάς στη συλλογή του μικρών πεζών Γδύνομαι, ντύνομαι, γδύνεται. Ερωτικές επιθυμίες και ηθικές αναστολές, τολμηροί βηματισμοί και ανασφάλειες, διακριτικότητα και αδιακρισία συνυπάρχουν στον λογοτεχνικό κόσμο του συγγραφέα και προσεγγίζονται με ευθύβολη ευστοχία, σ’ ένα βαθύ ψυχογράφημα αποκαλυπτικό της γνώσης των ανθρώπινων, με στοχαστικότητα, αμφιταλαντεύσεις, σπαραγμό αλλά και χιούμορ. Το γδύσιμο του Χουβαρδά είναι μόνο φαινομενικά η προεργασία της συμμετοχής σε μια ερωτική περίπτυξη. Στην ουσία του συνιστά ψυχική απογύμνωση, έκθεση όλων των ενδότερων στο φως, αποκαλυπτική εξομολόγηση, σε αναζήτηση ισορρόπησης, κατανόησης, παρηγοριάς.
Την απογύμνωση της ψυχής ο Χουβαρδάς τη σωματοποιεί στις ιστορίες του, τοποθετώντας μάλιστα τα σχετικά του πεζά «Γδύνομαι, ντύνομαι, γδύνεται» και «Από το παράθυρο του πρώτου ορόφου» σε καίρια σημεία της συλλογής του, στο ξεκίνημά της σχεδόν και στο τέλος της, ορίζοντας τη στόχευση της σκιαγράφησης των εσώτερων διεργασιών. Γιατί όταν ο Χουβαρδάς γδύνει τον λογοτεχνικό του ήρωα στο ομότιτλο της συλλογής πεζό, δεν αποσκοπεί σε κάποιο κοίταγμα μέσα απ’ την κλειδαρότρυπα αλλά, παρουσιάζοντας την πρώτη ερωτική κίνηση του ήρωα να γδυθεί, τη διαμαρτυρία της ηρωίδας, την υπαναχώρηση εκείνου, την αναμονή του και την τελική κίνηση της ηρωίδας, η οποία παίρνει πλέον την πρωτοβουλία του γδυσίματος, στοχεύει στη διείσδυση στον εγκέφαλο και στον ψυχισμό, σε μια σκέψη που είναι δομημένη πάνω σε στερεότυπα, περιορίζεται από αυτά κι αδυνατεί να απελευθερωθεί. Κι όσο οι κοινωνικές συμβάσεις παγώνουν την πρωτοβουλία, το κενό αναπληρώνεται από τη φαντασία: «Στη φαντασία μου η μία γδυνόταν στο σπίτι και την άλλη την έντυνα με [τα] πιο όμορφα καλοκαιρινά φορέματα. Όσο πιο ωραία φορέματα παλιομοδίτικα έβρισκα για τη μία, τόσο εμβάθυνα στη γύμνια της Γιώτας, στην απόλυτη πορνική γύμνια, σε ένα γυμνό που σταδιακά θα την απάλειφε. Η μία κοπέλα θα εξιδανικευόταν και η άλλη θα εξαϋλωνόταν» («Από το παράθυρο του πρώτου ορόφου»). Έτσι ο συγγραφέας προβαίνει σε μια διαρκή παλινδρόμηση από τη σωματοποίηση των ψυχοπνευματικών διεργασιών στην εξαΰλωση του σώματος μέσα από την ένταση της φαντασίωσης. Αυτό ακριβώς είναι το «ντύσιμο-γδύσιμο» του Χουβαρδά: εξιδανίκευση κι εξαΰλωση, ρομαντισμός και πορνό, ελπίδα και διάψευση, όραμα και εφιάλτης, ανύψωση και συντριβή, ζωή και θάνατος.
Καθώς η φαντασία των λογοτεχνικών ηρώων εκτείνεται από τη φαντασίωση στο ψέμα, ο Χουβαρδάς, επιμένοντας στο ψυχικό τους ξεγύμνωμα, μεταχειρίζεται τις ανύπαρκτες ιστορίες που οι ίδιοι επινοούν προκειμένου να προσδώσουν κάποια σημαντικότητα στο υποκείμενό τους, ώστε να καταδείξει την αβάστακτη μοναξιά τους: «Επίσης είναι ψέμα εκείνα τα ερωτικά τιτιβίσματα της φοιτήτριας […]. Την επιστράτευσε για να πείσει τον εαυτό του ότι η τωρινή του μοναξιά έχει ένα άρωμα ελευθερίας». Στα πεζά του Χουβαρδά ό,τι βαραίνει δεν είναι η πλοκή, παρά η ανασύνθεση του κλίματος: «Εντούτοις εκείνο που πιο πολύ με ακολουθεί από το περασμένο καλοκαίρι, ήταν μια μέρα κενή από κάθε συγκίνηση. Δεν συνέβη τίποτα εκείνη τη μέρα. […] Θυμάμαι έντονα την ατμόσφαιρα ασφυξίας και ατονίας μέσα στο σπίτι, γιατί δεν είχα όρεξη για τίποτα. Μια απέραντη ανία». Το ενδιαφέρον του συγγραφέα έγκειται στα εκλυόμενα συναισθήματα, στην κατανόηση της ανάγκης των ηρώων («Μόλις φτάσαμε στην είσοδο του σπιτιού της, με αποχαιρέτησε ψυχρά κι απέμεινα μόνος στο σκοτάδι, εκείνος που έμοιαζε το θύμα, εκείνος που ήθελε κάτι παραπάνω, ένα χάδι, ένα φιλί, μια καινούρια ηδονή»), μια κατανόηση που ενίοτε επιφέρει την ταύτιση του αφηγητή με πρόσωπα του περιβάλλοντός του ή, ακριβέστερα, με τη δική τους παθολογία: «[…] δεν ξέρω πλέον ποιος μένει σε αυτό το σπίτι, δεν με ενδιαφέρει άλλωστε, ο άνθρωπος που το κατοικούσε παλιότερα έχει μετακομίσει στη δική μου ψυχή».
Η επιλογή του συγγραφέα να προτάσσει το κλίμα και όχι την πλοκή συνεπάγεται τη μετατροπή του περιβάλλοντος σε σκηνικό όπου ξεδιπλώνονται σκέψεις, καταβυθίσεις, παρατηρήσεις, εξομολογήσεις, «ψυχορραγήματα»: «Ο Παύλος διαπιστώνει πως τώρα του φαίνεται η οδός διαφορετική, όχι τόσο μυστήρια όσο νόμιζε. Κι όμως έχει ένα βάρος, κάποια κρυφή ενέργεια, φωνές και σκιές που βουίζουν από τον κάτω κόσμο σε μουντάδα από σαπισμένο ξύλο, από διαβρωτική υγρασία, από αραιά μισόφωτα, σπίτια που κιτρινίζουν από ένα ψυχορράγημα». Ο Χουβαρδάς εντοπίζει τον σφυγμό του αστικού κέντρου για να αναδείξει την προϊστορία και την ταυτότητά του, σε μια στοχαστική πεζογραφία που προεκτείνει την παράδοση του Γιώργου Ιωάννου, με αισθητή ωστόσο τη μοντέρνα της γλώσσα και την προσωπική της φρεσκάδα: «Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να συγκρατήσω κάποιες λεπτομέρειες, αυτές θα είναι η δική μου εμπειρία, ένα βίωμα, με την έννοια ότι θα μπορούσα να το συγκρατήσω στη μνήμη, γιατί –κακά τα ψέματα– όλα τα ξεχνάμε, μας μένει μόνο το βουητό, το ποτάμι του κόσμου, τα πεζοδρόμια που βιαστικά περπατάμε, όλα αόριστα, χωρίς χρώμα, ίσως μόνο μια ένταση που ρουφάμε από τη ζωή της πόλης, ίσως και κάποιοι γνωστοί που τυχαία συναντούμε στον δρόμο. Κι όλα τα άλλα χάνονται, με τη βεβαιότητα ότι είναι σταθερά εκεί, μας περιμένουν για την επανάληψη, που ίσως αυτή η επανάληψη είναι αυτό που λέμε “ζωή”».
Την απουσία, λοιπόν, του χρώματος ή, μάλλον, την αοριστία του, ο συγγραφέας φροντίζει, σε άλλες αποτυπώσεις του, να την αποκαταστήσει, ενεργοποιώντας τον φωτογραφικό του φακό. Ο Χουβαρδάς, σε φωτογραφικά ενσταντανέ, «απομνημονεύει» εικόνες, κινήσεις, βλέμματα, ακόμη κι απλανείς ματιές προσηλωμένες στο κενό, δίχως πραγματικά να κοιτάζουν πουθενά, όπως οι φαντάροι που «κοίταζαν, κοίταζαν, κοίταζαν» επιβαρυμένοι από τις «βαριές συνέπειες της εκλογής» τους να μην ανεβούν στο τρένο για τις μονάδες τους στον Έβρο. Μια αναπάντεχη έκλυση συγκίνησης, μια στιγμή φευγαλέα, την οποία συλλαμβάνει μόνο η λεπτή ευαισθησία του λογοτέχνη, γίνονται κορνίζα καθώς «εντυπώνεται» εκεί «Το φευγαλέο της στιγμής». Το δε «φευγαλέο» τούτο έρχεται επίσης να συναντήσει την ποιητική του Χουβαρδά στα «ωραία σανδάλια μιας κοπέλας, που έφυγε από την πλαζ», σε μια αποτύπωση που δεν περιορίζεται απλώς στην εντύπωση της εικόνας αλλά υποδεικνύει ψυχικές διεργασίες που αντικατοπτρίζονται στα φετίχ των λογοτεχνικών ηρώων του συγγραφέα, όπως αυτά αναπτύσσονται στη διαδρομή της λογοτεχνίας του, από –ενδεικτικά– το Θερινό τετράδιο και την Υπόκλιση στον πειρασμό μέχρι το Φόρεμα που αλλάζει.
Τα αυτοαναφορικά σχόλια του Χουβαρδά σε ζητήματα ποιητικής εκφέρονται και άμεσα, όταν ο συγγραφέας προσδιορίζει ευθέως το κείμενο ως φορέα μνήμης, λεπτομερειών, κάθε μικρής στιγμής φαινομενικά ασήμαντης, η οποία όμως ενέχει σημασία, καθώς αποκαλύπτει διαθέσεις και σκιαγραφεί χαρακτήρες: «Όμως ακόμα και στις πιο εύφορες στιγμές, δεν τα θυμόμαστε όλα, δεν μπορούμε να τα θυμόμαστε όλα, ξεχνάμε λεπτομέρειες, βλέπουμε πράγματα βιαστικά που όμως στην ουσία δεν τα βλέπουμε. Αλλιώς δεν θα υπήρχε αυτό το κείμενο». Ή «Η πόλη ήταν τα νιάτα μου κι αυτά που μου χρωστούσε. Οι πόροι του δέρματος. Το κορίτσι που μου δίνεται. […] Γιατί από τότε έμαθα μόνο αυτόν τον τρόπο για να μπορώ να νιώσω την πόλη και να την αγαπήσω. Δεν ξέρω άλλον τρόπο. Δεν θέλω να ξέρω. Γι’ αυτό είμαι ένας μελαγχολικός άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που αρνήθηκε να μεγαλώσει, να ωριμάσει, να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Ένας άνθρωπος προορισμένος να κινείται μονίμως σε έναν λαβύρινθο, ψάχνοντας την αναβίωση μιας σπάνιας στιγμής». Η αυτογνωσία βέβαια του ήρωα εμπεριέχει ωριμότητα, παρά τις δηλώσεις του ίδιου περί του αντιθέτου. Κι η πραγματικότητα αυτή έρχεται εμμέσως να υποδηλώσει ότι οι επιλογές συνιστούν όχι ανωριμότητα, παρά αισθητική επιλογή διερχόμενη ακριβώς από την «αναβίωση μιας σπάνιας στιγμής». Τη δε «σπάνια στιγμή» συνιστά συχνά η πάγια επιδίωξη της «αποστήθισης» από τον Χουβαρδά, η οποία διατρέχει το σύνολο του έργου του: «Είμαι δέσμιος της θηλυκότητας κι είμαι αγωνιωδώς προσκολλημένος στην προσπάθεια μιας μάταιης αποτύπωσης, μιας αποστήθισης, μιας απομνημόνευσης». Η δόμηση ωστόσο του προσωπικού λογοτεχνικού μύθου βρίσκεται παράλληλα σε διαρκή εξέλιξη, καθώς ο συγγραφέας, πλάι στην «αναβίωση» όσων τον συγκινούν, πραγματεύεται και τις «μεταλλάξεις» που επιφέρει ο χρόνος: «Τελικά αυτή η ατζέντα μόνο θλίψη και νευρικότητα μού φέρνει. Πέρα από το φορτίο αναμνήσεων που κουβαλά, υπενθυμίζει συνέχεια το πέρασμα του χρόνου, τη μετάλλαξη όσων βίωσα, την αδυναμία αναβίωσης παλιών καταστάσεων».
Οι βασικοί πυλώνες της ποιητικής του Χουβαρδά υποστυλώνονται επίσης από τις συγγραφικές του τεχνικές, στις οποίες περιλαμβάνονται αποσιωπήσεις και υπονοήσεις («Εκεί, στο δωμάτιο που μας δώσανε, η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης ήταν πια μια ξεχασμένη ιστορία»), υφολογικές ποικιλίες από τον σπαραγμό –δίχως μελοδραματισμούς, ωστόσο, κραυγές ή υστερίες– μέχρι το χιούμορ που ανακύπτει από την κατάδειξη της ακρότητας και της αφασίας (στο πεζό «Παρενοχλητική παρακολούθηση (Stalking)» ο λογοτεχνικός ήρωας διαβλέπει στη συγκεκριμένη ενέργεια τον εαυτό του, σχολιάζοντας: «Οπότε, σκέφτηκα, τη βάψαμε, είμαι κι εγώ μια ανάλογη περίπτωση. Δεν πιστεύω βέβαια σ’ αυτήν την κατηγορία να εντάσσονται και τα εφηβικά μου καμώματα […]»), αντιθετικές αναπτύξεις (η πρώτη γυναίκα που πέθανε και η νέα την οποία ο ήρωας παντρεύτηκε πολύ γρήγορα μετά τον θάνατο της πρώτης), αποφθεγματικές διατυπώσεις («Μια ιστορία μικρών και μεγάλων θανάτων είναι η ζωή μας, δυστυχώς»). Με γνώση, απαιτητικότητα και γνησιότητα ο Χουβαρδάς συνθέτει μια συλλογή «μικρών πεζών», όπως ο ίδιος την προσδιορίζει, τα οποία συνιστούν λεπτουργήματα υψηλής αισθητικής.
(*) Ο Γιάννης Στρούμπας είναι ποιητής
Ιγνάτης Χουβαρδάς, Γδύνομαι, ντύνομαι, γδύνεται, εκδ. Μπιλιέτο, Παιανία 2023, σελ. 96