Του Κώστα Κοσμά.
Υπάρχουν μερικές ερωτήσεις που θα τις λέγαμε παιδικές. Όχι επειδή είναι απλοϊκές, αλλά επειδή είναι τόσο θεμελιώδεις, που είναι ουσιαστικά αδύνατον να απαντηθούν: Υπάρχει Θεός; Πώς μπορώ να είμαι ελεύθερος, αν το πεπρωμένο μου είναι καθορισμένο από τα πριν; Πώς καταφέρνει να συμβιβαστεί κανείς με την ιδέα της μετριότητάς του; Πώς θα ήταν η ζωή μου και η ζωή των γύρω μου, αν σε μια καθοριστική στιγμή είχα πάρει μια διαφορετική απόφαση; Υπάρχει κάτι πέρα από αυτό που μπορώ να καταλάβω; Ποια τέχνη είναι καλή;
Για όλα αυτά μπορείς να γράψεις βαθυστόχαστες πραγματείες ή εύπεπτα ψευδοφιλοσοφικά βιβλιαράκια. Ο ΝτάνιελΚέλμαν(Η μέτρηση του κόσμου, Εγώ και ο Καμίνσκι, Φήμη) προτίμησε να γράψει ένα μυθιστόρημα με τον αινιγματικό τίτλο F, γεμάτο χιούμορ, ειρωνεία και αναπάντητα ερωτήματα. Ίσως όμως και με μια κρυφή απάντηση. Το F μπορεί κανείς να το διαβάσει ως ένα άψογα κατασκευασμένο, πυκνό πλέγμα προσώπων, ιδεών και ιστοριών, γραμμένo με άνεση, φαντασία, χιούμορ και βάθος. Εδώ ο Κέλμαν ανήκει στους κορυφαίους της γενιάς του. Μπορεί επίσης να το διαβάσει και ως σατιρική καρικατούρα της εποχής. Μπορεί όμως και να το διαβάσει με έναν πολύ πιο προσωπικό τρόπο.
Το μυθιστόρημα ξεκινά με μια τυπική φράση-μαγνήτη: Χρόνια αργότερα, όταν πια όλοι τους είχαν μεγαλώσει και ο καθένας είχε βουλιάξει στην προσωπική του δυστυχία, κανείς από τους γιους του ΆρτουρΦρίντλαντ δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιος είχε την ιδέα να πάνε στον υπνωτιστή εκείνο το απόγευμα.Ο κεντρικός ήρωας ΆρτουρΦρίντλαντ, μέχρι τότε παραγνωρισμένος συγγραφέας, έχει πάει με τους τρεις ανήλικους γιους του σε μια παράσταση υπνωτισμού. Εκεί, ο υπνωτιστής τον ανεβάζει στη σκηνή και καταφέρνει να του υποβάλει το δίλλημα μπροστά σε ολόκληρο το κοινό: θα γίνω κορυφαίος συγγραφέας με οποιοδήποτε τίμημα, ή θα συνεχίσω να ζω όπως τώρα, με τα λεφτά της γυναίκας μου, γράφοντας μόνο για τον εαυτό μου και μεγαλώνοντας τους τρεις γιους μου; ΟΆρτουρ ομολογεί ενώπιον όλων ότι η οικογένεια τον πνίγει,και επιλέγει τον δρόμο της καλλιτεχνικής του ελευθερίας: εγκαταλείπει την ίδια στιγμή τους γιους του με τις μητέρες τους, εξαφανίζεται από τη ζωή τους και γίνεται διάσημος ως συγγραφέας εύκολων, ευπώλητωνψευδοφιλοσοφικών βιβλίων.Βρισκόμαστε στο πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος και στα μέσα της δεκαετίας του ’80.
8/8/08: Μια ατελείωτη μέρα
Η αφήγηση ξαναπιάνει το νήμα του χρόνου περίπου μια εικοσιπενταετία αργότερα, μια πνιγηρά ζεστή μέρα της 8ης Αυγούστου 2008.Το κεντρικό και μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος παρακολουθεί τη ζωή των τριών αδερφών στη διάρκεια αυτής της αποπνικτικής μέρας, σε κάποια ανώνυμη πόλη, όπου ζουν και οι τρεις γιοι του Άρτουρ: ο μεγαλύτερος λέγεται Μάρτιν και είναι καθολικός ιερέας που προσπαθεί μάταια να πιστέψει στον Θεό. Ο άλλος είναι ο Έρικ, χρηματιστής, σύζυγος και πατέρας ενός κοριτσιού και μεγάλος απατεώνας. Ο τρίτος είναι ο Ιβάν, εστέτ και έμπορος έργων τέχνης, που έχει καταφέρει να ξεγελάσει τον καλλιτεχνικό κόσμο ανά την υφήλιο. Ο Μάρτιν κάνει την πρωινή λειτουργία, εξομολογεί δύο πιστούς, τρώει με τον Έρικ, πηγαίνει στη συγκέντρωση της Καθολικής Νεολαίας και συνομιλεί με έναν πρώην συμφοιτητή του και νυν υψηλόβαθμο ιερωμένο. Ο Μάρτιν ξυπνάει, μιλά για λίγο με την κόρη και τη γυναίκα του, πηγαίνει στο γραφείο, έχει δύο σημαντικές συσκέψεις, ένα ραντεβού με την ερωμένη του, το βράδυ δειπνεί με την οικογένεια και τους συγγενείς του και μετά ξαναβρίσκει την ερωμένη του. Ο Ιβάν τελειώνει μερικά ραντεβού, συναντά τυχαία έναν τεχνοκριτικό, πηγαίνει να δουλέψει στο ατελιέ του και μπλέκει σε έναν καβγά. Και οι τρεις αναλογίζονται διαρκώς το παρελθόν τους και την τωρινή τους κατάσταση. Και οι τρεις επικοινωνούν με πάρα πολλούς ανθρώπους που δεν τους λένε τίποτε.Και οι τρεις παραπαίουν σε έναν ψεύτικο κόσμο, ντρέπονται για τον εαυτό τους και μπλέκουν σε απίστευτες καταστάσεις. Αν δεν ήταν κατά βάθος δυστυχισμένοι, θα ήταν άριστοι κωμικοί.
Πλάι σε αυτούς τους χαρακτήρες, το χρηματιστικό και οικονομικό κραχ, ο καταστροφικός ρόλος των επαγγελματιών επενδυτών, η ματαιοδοξία και η απάτη στον χώρο των τεχνών, η κρίση των παραδοσιακών θεσμών, η βία και η εγκληματικότητα είναι μερικές από τις φανερές αφορμές του F. Ο Κέλμαν στήνει τον καμβά του μυθιστορήματός του πάνω σε έναν κόσμο που αναπνέει τον σφυγμό της εποχής, ο κόσμος του μας είναι εξαιρετικά οικείος, το περιβάλλον του γνώριμο. Ωστόσο, παρότιγνώριμος,αυτός ο κόσμος δίνει την αίσθηση ότι πρόκειται για μια τραγική παρεξήγηση, η καθημερινότητα των τριών τους μοιάζει με φάρσα, με ένα τεράστιο ψέμα με μεγάλα, κωμικά ξέφτια. Μέσα στη διάρκεια αυτής της μέρας παρακολουθούμε τραγελαφικές εξομολογήσεις, υστερικές μοιχείες, αυθεντικές πλαστογραφίες, δυσθεώρητες απάτες, γκροτέσκες συνεδριάσεις, σουρεαλιστικούς διαλόγους, ακατανόητους καβγάδες, αληθοφανείς φαντασιοπληξίες,μπερδεμένα φαντάσματακαι φαντασιακές καθόδους στον Άδη·καθώς και έναν αναπάντεχο φόνο.
F, forfake
Την αίσθηση του πλαστού ο Κέλμαν την πετυχαίνει με παράδοξες, συχνά αλλοπρόσαλλες σκηνές, αλλά και με μια από τις συγγραφικές εμμονές του: το παιχνίδι με τα κάτοπτρα, σύμβολο παραμόρφωσης, παραχάραξης και ειρωνικής αναπαραγωγής της πραγματικότητας, για την οποία τελικά δεν ξέρεις αν είναι πλαστή ή όχι.Καθρέφτες βρίσκονται κυριολεκτικά και μεταφορικά διάσπαρτοι στην ιστορία, το Fμοιάζει χτισμένο με αντικατοπτρισμούς.Σε ολόκληρο το μυθιστόρημα δεν είσαι σίγουρος αν τα φαντάσματα που εμφανίζονται βρίσκονταιμόνο στη φαντασία των ηρώων, αν οι πίνακες που εμπορεύεται ο Ιβάν είναι αυθεντικοί ή πλαστοί, αν ο υψηλόβαθμος ιερωμένος της Αγίας Έδρας στη Ρώμη πιστεύει στο Θεό ή όχι, αν ο λαβύρινθος με τους καθρέφτες στο λούνα παρκ σε μεταφέρει σε άλλη διάσταση. Ανάμεσα σε σκηνές τρελού χιούμορ, παρωδίας και λυρισμού, ο Κέλμαν φυτεύειεδώ κι εκεί πλάγιες λογοτεχνικές αναφορές, όπως π.χ. στονΡομπέρτοΜπολάνιο, τον Σαίξπηρ, τον Τόμας Μαν αλλά και στο δικό του έργο,μας παίρνει μαζί σε εκδρομές στην ιστορία της τέχνης, περιγράφοντας μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια πίνακες που δεν ζωγραφίστηκαν ποτέ, και θέτει εν παρόδω θεμελιώδηερωτήματα: τι θα γινόταν, αν ο Μάρτιν είχε καθυστερήσει ένα ακόμη δευτερόλεπτο να διασχίσει τον δρόμο, αν οι γονείς δεν είχαν εισβάλει στο διαμέρισματη στιγμή της παρά λίγο ερωτικής του μύησης, αν η γραμματέας του Έρικ δεν είχε πάρει τηλέφωνο τον λάθος αδερφό, αν ο Ιβάν σκεφτόταν να προσφέρει σε μια στιγμή κινδύνου το ρολόι αντί για το πορτοφόλι του; Και κυρίως: τι θα είχε συμβεί, αν οι Φρίντλαντ δεν είχαν συναντήσει τη μεφιστοφελική μορφή του υπνωτιστή; Τελικά, είναι όλα προκαθορισμένα, και ποιος είναι ο δικός μας ρόλος; Και για να μη γλιστρήσει στον φιλοσοφικό στοχασμό – εύκολο ή δύσκολο, δεν έχει σημασία –, ο Κέλμαν φροντίζει να υπονομεύει τις ίδιες του τις σκέψεις με ανατρεπτικό χιούμορ, αρκούμενος στην παιγνιώδη θέση των ερωτημάτων.
Αναζητώντας τον χαμένο πατέρα
Όμως, πάνω και πέρα από τη θέση αναπάντητων ερωτημάτων και τον – πιστό και ταυτόχρονα στρεβλό – καθρέφτη της εποχής, το Fπατάει διαρκώς και σε ένα άλλο θέμα, πανταχού παρόν και στις πολλές και πολλαπλές αναμνήσεις των τριών αδερφών, και στη μοιραία μέρα της 8/8/08. Ο Μάρτιν ελπίζει ότι η ανοιχτή αγκαλιά του Άρτουρ που ξαναβλέπει για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια είναι για να τον αγκαλιάσει, και όχι χειρονομία έκπληξης για το ράσο του· η πετσέτα μετά το ντουζ πηγαίνει τον Έρικ σε μια εποχή που ήταν παιδί και είχε οικογένεια· ο Ιβάν, λίγο πριν χάσει για πάντα τις αισθήσεις του, ξαναζεί σκηνές με τον πατέρα του και τον αδερφό του στα χορτάρια ή στο φέρι μποτ. «Μας εγκατέλειψες για να γράψεις βιβλία, που μπορεί και να μην είναι καλά», λέει ο Μάρτιν στον πατέρα του. Κι εκείνος του απαντά ότι δεν είναι δυνατόν να του κρατάει κακία επειδή δεν χαράμισε τη ζωή του σε συνελεύσεις γονέων, παιχνίδια στο χαλί και ζωολογικούς κήπους. Ούτως ή άλλως, όταν οι γιοι του ήταν μικροί δεν είχε ιδέα για τι πράγμα θα μπορούσε να μιλήσει μαζί τους.
Η απάντηση στον εγωκεντρικό κυνισμό του Άρτουρ έρχεται στο τρίτο και τελευταίο μέρος· το Fτελειώνει όπως ξεκίνησε: ευθύνη για τους γύρω σου, ή ελευθερία και καλλιτεχνική δημιουργία;Τώρα πια ο Άρτουρ ξέρει ότι τα βιβλία του έχουν ξεπεραστεί και θα ξεχαστούν, και τώρα βρίσκει τις σωστές ερωτήσεις για την εγγονή του: αν η Τετάρτη της φαινόταν καλύτερη μέρα από τη Δευτέρα, πάντα ή μόνο μερικές φορές, αν είναι καλύτερα να υπακούς σε έναν βασιλιά, σε έναν πρόεδρο ή σε κανέναν απολύτως, ποιος ήταν ο διπλανός της, πώς λέγανε τον πιο βλάκα καθηγητή, ποια εκπομπή στην τηλεόραση της άρεσε πολύ και ποια δεν άντεχε, αν της άρεσε να λογαριάζει, τι σκεφτόταν για τον πατέρα της, για τη μητέρα της, για τον Ιβάν και τον Μάρτιν, ποιο ήταν το αγαπημένο της χρώμα.
Ο Κέλμαν είναι ένας έξυπνος και ταλαντούχος συγγραφέας, διαβασμένος και με χιούμορ. Μετά το F,ίσως πρέπει να προσθέσουμε ότι εδώ και λίγα χρόνια είναι και μπαμπάς. Και το ιδιοφυώς παιγνιώδες Fδείχνει ότι μάλλον το έχει πάρει στα σοβαρά.
Το “F” θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Καστανιώτη