Το ευωδιαστό άνθος της γλώσσας

0
252

Της Κατερίνας Γούλα (δύο εκδόσεις από Γαλλία για τη γλώσσα).

Η φράση «το ευωδιαστό άνθος της γλώσσας» ανήκει στον Λουί Αραγκόν. Αυτό το ανεξάντλητο ευτυχώς φαινόμενο πραγματεύονται δύο προσφατα βιβλία που συναντάμε στην κατηγορία της λογοτεχνικής κριτικής και του γλωσσολογικού δοκιμίου.

Luba Jungerson, Au lieu du péril, Verdier, 2014

Μπορούμε να είμαστε πραγματικά δίγλωσσοι;

Επιχειρώντας ένα ταξίδι στην προσωπική της ιστορία προκειμένου να διηγηθεί ουσιαστικά τη μετάβασή της από τη ρωσική γλώσσα, τη γλώσσα της παιδικής ηλικίας, στη γαλλική, στη γλώσσα της ενήλικης ζωής, η συγγραφέας, μεταφράστρια και πανεπιστημιακός Luba Jungerson(φωτό)  εξετάζει το ερώτημα του αν κάποιος καταφέρνει ποτέ να γίνει απόλυτα δίγλωσσος, αν υπάρχει δηλαδή ως ανθρώπινη και επικοινωνιακή κατάσταση η «διγλωσσία» ή αν κάθε γλώσσα που έχει κατακτήσει ένας άνθρωπος αντιστοιχεί ουσιαστικά σε καταστάσεις, γεγονότα, και τελικά σε διαφορετικούς εαυτούς. Κάθε φορά που συστήνομαι στα ρωσικά, λέει η συγγραφέας, σημαίνει ότι σκέφτομαι στα ρωσικά κι ότι αυτοί με τους οποίους μιλώ περιμένουν να ακούσουν από εμένα αυτά που σκέφτομαι στα ρωσικά άρα ο γαλλικός μου εαυτός εκείνη τη στιγμή παραγκωνίζεται. Αντίστοιχα, συνεχίζει, δε θα σκεφτώ ποτέ να περιγράψω στα ρωσικά καταστάσεις που δεν έχω ζήσει ποτέ μου στη Ρωσία, δε θα μιλήσω για πράγματα που μου συνέβησαν στη Γαλλία ή συναντώ καθημερινά στη γαλλική μου πραγματικότητα σε άλλη γλώσσα εκτός από τα γαλλικά.

Σε αυτό το ζεύγος που σχηματίζουν η ρωσική και η γαλλική γλώσσα υπάρχουν, τηρουμένων των αναλογιών, κάποιες αντιστοιχίες που συναντάμε και στο δίπολο που ορίζουν και η ελληνική με τη γαλλική γλώσσα. Πέρα από τις φωνολογικές διαφορές, τα άηχα γράμματα και τα δύο γένη  των γαλλικών, και άλλες πολλές ομοιότητες αλλά και διαφορές που είναι πια ζήτημα γλωσσολογικό, υπάρχει μια αίσθηση την οποία ίσως πολλοί από αυτούς που χειρίζονται καλά και τα ελληνικά και τα γαλλικά έχουν νιώσει: «Το να μιλάς γαλλικά είναι σαν να είσαι ντυμένος.»

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα γαλλικά υπήρξαν για τη συγγραφέα κάτι παραπάνω από μια ξένη γλώσσα: μια γλώσσα φυγής, η γλώσσα την οποία πάσχιζε από τα παιδικά της χρόνια να μάθει στην εντέλεια γιατί πάνω της στηρίζονταν όλες οι ελπίδες της οικογένειας να καταφέρουν να φύγουν από τη Σοβιετική Ένωση και να φτάσουν στο δυτικό παράδεισο, στον αντισοβιετικό ρωσικό πυρήνα που ήταν τη δεκαετία του ’70 το Παρίσι.

Οι σκέψεις της συγγραφέως πάνω στη γλώσσα – ή, καλύτερα, στις γλώσσες –, στη συγγραφική παραγωγή και στη σκέψη έρχονται να συνοψιστούν στην ερώτηση του κατά πόσο τελικά διαφέρουν μεταξύ τους το εργαλείο και το υλικό για έναν συγγραφέα ή έστω για έναν σκεπτόμενο άνθρωπο που κλυδωνίζεται μεταξύ δύο γλωσσών και τελικά δύο κόσμων. Οι λέξεις είναι που έρχονται να εκφράσουν τις σκέψεις ή μήπως οι ίδιες οι λέξεις που θα χρησιμοποιηθούν για την έκφραση μιας σκέψης προκαθορίζουν τη διαμόρφωση αυτής της σκέψης. Το ερώτημα δεν είναι καινούργιο, δεν είναι καν πρωτότυπο. Όταν σκέφτομαι κάτι ενεργοποιώ την αντίληψή μου, την ευαισθησία μου, τη μνήμη μου. Δεν έχω άραγε μετά από όλες αυτές τις επιλογές διαλέξει και γλώσσα;

Όπως πολύ σωστά επισημαίνει η συγγραφέας, υπάρχουν εμπειρίες που δεν περιγράφονται εύκολα σε καμία γλώσσα, υπάρχουν πάλι εμπειρίες που λέγονται αυθόρμητα σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, και, τέλος, υπάρχουν κάποια πράγματα που είναι άρρηκτα δεμένα με μία συγκεκριμένη γλώσσα, ποτισμένα από αυτήν, γιατί συντελέστηκαν υπό συνθήκες όπου μόνον αυτή η γλώσσα ήταν νοητή, θεμιτή.

 

Jean-Pierre Minaudier, Poésie du Gérondif, Le Tripode, 2014

Η ποίηση της γραμματικής

 

Ο δεινός μεταφραστής των εσθονικών και των βασκικών Jean-Pierre Minaudier υπογράφει ένα απολαυστικό δοκίμιο για την ποιητικότητα των γραμματικών των γλωσσών του κόσμου. Κι όταν μιλάει για γλώσσες, δεν περιορίζεται στις ευρωπαϊκές, άντε και σε μερικές ασιατικές γλώσσες. Το ενδιαφέρον του στρέφεται προς το ανεξερεύνητο, προς το ελάχιστα μελετημένο και συγκεκριμένα στα αχαρτογράφητα 6.000 γλωσσολογικά συστήματα που μετράει ο πλανήτης μας!

Ο ίδιος έχει κάθε λόγο να περηφανεύεται για τη βιβλιοθήκη του: 1.163 βιβλία γλωσσολογίας που αφορούν 856 γλώσσες, ακόμη κι αν αυτό γίνεται για να μπορεί να καυχιέται ότι έχει την πιο σνομπ βιβλιοθήκη του Παρισιού, όπως ο ίδιος παραδέχεται. Ένα πολύ ονειροπόλο και αισιόδοξο δοκίμιο που υμνεί τη γραμματική και τις ποιητικές της ικανότητες: η γραμματική με τους κανόνες της και τις δομές της έρχεται να εξωραΐσει, να εξομαλύνει τη σκέψη μας, σκέφτεται μαζί μας και έρχεται να παρεισφρύσει στη διατύπωση των συλλογισμών μας, ενεργοποιεί και η ίδια τους μηχανισμούς της για λογαριασμό μας. Τα ευφάνταστα παραδείγματα και οι μαγευτικές ιστορίες από όλες τις γωνιές του πλανήτη έρχονται να πλαισιώσουν την ανεξάντλητη ποικιλία των υπαρκτών τρόπων που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος προκεμένου να εκφράσει το εκάστοτε «πραγματικό» με λέξεις.

Στρέφεται κατά των υποστηρικτών μιας παγκόσμιας γραμματικής και τη «στεγνή» κατά τη γνώμη του αντίληψη τους για τον κόσμο και το γλωσσικό του πλούτο. Θεωρεί ότι κάποιοι μπέρδεψαν τις προκαταλήψεις του αιώνα τους και της κοινωνίας τους με καθολικές και αιώνιες αξίες, πίστεψαν ότι ο διάλογος τον οποίο άνοιξαν με την πολιτιστική κληρονομιά τους ήταν μια πανανθρώπινης εμβέλειας συνομιλία με το αιώνιο και το αμετάβλητο, δεν μπόρεσαν να δουν ότι ο πλούτος των εθνών βρίσκεται στις αποκλίσεις τους και όχι στη σύγκλισή τους.

Στο βιβλίο αυτό θα μάθετε ποια γλώσσα έχει τις περισσότερες μονοσύλλαβες λέξεις, ποια έχει τον πιο μακροπερίοδο λόγο ή τις πιο μακροσκελείς λέξεις, ποιες γλώσσες του πλανήτη δεν έχουν γένη, σε ποιες γλώσσες το θηλυκό υπερτερεί του αρσενικού, σε ποιες γλώσσες όταν μια λέξη περνάει από το θηλυκό στο αρσενικό σημαίνει ότι υποδεικνύει ένα μικρότερο μέγεθος και σε ποιες γλώσσες το παρελθόν δεν ισχύει μόνο για τα ρήματα αλλά και για τα ουσιαστικά: ένα αντικείμενο μπορεί να έχει χαθεί ή καταστραφεί!

Προηγούμενο άρθροΔημοσθένης Κορδοπάτης: Μεταφράζοντας τον Chaucer
Επόμενο άρθροΤο μαρτύριο του Άγιου Βασίλη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ