Το έπος των ανωνύμων (του Βασίλη Λαδά)

0
297

του Βασίλη Λαδά

 

Στις μέρες μας κάνει θόρυβο η ταινία Οπενχάϊμερ του Κρίστοφερ Νόλαν. Θρίλερ την θέλει ο σκηνοθέτης, ως προς την έκβαση του προγράμματος Μανχάταν  παρασκευής της ατομικής βόμβας, πατέρας της οποίας, θεωρείται ο επικεφαλής του προγράμματος φυσικός και μαθηματικός Ρόμπερτ Οπενχάϊμερ. Άνθρωπος με ηθικά διλήμματα περί της αναγκαιότητας και χρησιμότητας της βόμβας. Τις αντιλήψεις του τις πλήρωσε στις Μακαρθικές διώξεις τη δεκαετία του 1950. Μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ο Οπενχάιμερ συναντήθηκε με τον πρόεδρο Χάρι Τρούμαν. «Βάψαμε τα χέρια μας με αίμα» του είπε, για να λάβει την απάντηση: «Δεν πειράζει θα φύγει με το πλύσιμο». Αμέσως μετά τη συνάντηση ο Τρούμαν έδωσε στο επιτελείο του την περίφημη εντολή, «Μην αφήσετε το κλαψιάρικο μωρό (cry baby) να ξαναπατήσει το πόδι του εδώ. Αυτός έφτιαξε τη βόμβα. Εγώ την πυροδότησα». Αντλώ τη λεχθέντα από το βιβλίο της Μαριάννας Τζιαντζή <<Αποτυπώματα>>. Πρόκειται για επιλογή χρονογραφημάτων, από αυτά που δημοσιεύθηκαν στην Κυριακάτικη Καθημερινή από το 2000 μέχρι το 2013. <<Κλαψιάρικο μωρό>> είναι τίτλος του χρονογραφήματος που δημοσιεύθηκε  στις 14-1-2001 και το περιστατικό Τρούμαν – Οπενχάιμερ αναφέρθηκε για να συγκριθεί με διλήμματα επιστημόνων για τους τότε χημικούς πολέμους. Η επιστήμη που θα μπορούσε να εκπροσωπεί το φωτεινό μέλλον εκπροσωπεί τη σκοτεινή μοίρα του ανθρώπου, γράφει η Τζιαντζή. Το πέρι Οπενχάιμερ, είναι το τρίτο από τα χρονογραφήματα του βιβλίου που καταχωρούνται με τη σειρά των χρονολογιών που δημοσιεύθηκαν κι όχι κατά θεματικές ενότητες. Τα δύο πρώτα αφορούν τα αποτυπώματα που άφησε στη συμπεριφορά και το ήθος των Ελλήνων η οικονομία της Αρπαχτής με τη λατρεία της θεότητας του Χρηματιστηρίου  που κατέρρευσε περί το 1999, στα τέλη του περασμένου αιώνα. Στις 11.9.2001 κατέρρευσαν, από καμικάζι Άραβες και οι δίδυμοι πύργοι του Ροκφέλερ στο πραγματικό  Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Αφορμή για νέους πολέμους της Δύσης κατά της Ανατολής, με συνέπεια εκατομμύρια πρόσφυγες από την Ανατολή στη Δύση. Τα συμβάντα της Μεγάλης Ιστορίας, πολιτικής, οικονομικής, αποτυπώνουν στο ήθος των πολιτών τις παρενέργειές τους. Αυτές οι παρενέργειες επί των ανωνύμων κυρίως, είναι το υλικό των χρονογραφημάτων της Τζιαντζή. Ανθρώπων που ζουν εκτός του μεγάλου κάδρου. Από το 2000 μέχρι και το 2013, συνέβησαν τέρατα και σημεία κάτω από τη φαινομενικά ήσυχη επιφάνεια της  πολιτικής της Ελλάδος. Είναι χρόνια που τράφηκε καλά και το σκουλήκι της χρεωκοπίας μας περί το 2010. Είναι οι μετανάστες, είναι οι αγανακτισμένοι.

Ένα χρονογράφημα στηρίζεται συνήθως σ ένα γεγονός, σε μια ιστορία, που δεν είναι ανάγκη να αποτελέσει είδηση για τα ΜΜΕ. Η Τζιαντζή αλιεύει γεγονότα που παραμένουν στο περιθώριο, που δεν τα βλέπεις με την πρώτη ματιά και δεν τα βλέπεις γιατί κρύβονται, γιατί αφορούν προσωπικά συναισθήματα. Το χρονογράφημα <<Η γενιά του άντε πάλι>>  12.3.2006, αναλύει τα απελπισμένα λόγια συμμετέχουσας σε μουσικό ριάλιτυ, όταν ακούει τον αποκλεισμό της από το παιχνίδι. «Άντε πάλι τα ίδια, άντε ψάξε πάλι, πάλι τα ίδια», τα λόγια της. Δεν διαμαρτυρήθηκε για άδικο αποκλεισμό, επειδή οι κριτές επέλεξαν την ευνοούμενη κάποιου εξ αυτών, γεγονός που θα αποτελούσε είδηση ως υποψία σκανδάλου, στη μοίρα της μιλούσε, τα έβαλε μετον εαυτό της, που εγκατέλειψε κάποια δουλίτσα για να συμμετάσχει στο ριάλιτυ και τώρα πρέπει ν’ αρχίσει  το κυνήγι για μια δουλειά, τα πρότζεκτ, τα τρεχάματα, τις αγωνίες. Είχαν φανεί ήδη στο στερέωμα οι πρόσκαιρες δουλειές, οι τριμηνίτες, οι εξαμηνίτες, τα επιδόματα, που σήμερα αποτελούν θεσπισμένη ελεημοσύνη. Νέοι αβέβαιοι κι ανασφαλείς από τότε. Το υπαλληλίκι, η μόνιμη δουλειά είναι φθορά της οικονομίας. Έτσι πίστευαν τότε έτσι και τώρα οι κυβερνήσεις. Η άτυχη κοπέλα το ένοιωσε στο πετσί της. Γράφει η Τζιαντζή, «Σε μια θάλασσα ανταγωνισμού κι αβεβαιότητας κολυμπούν τα νιάτα. Πρέπει ν’ αποκτήσουν χοντρό πετσί, κοφτερά δόντια, ευέλικτα πτερύγια, ρηχή μνήμη και μηδενικές αντιστάσεις, καθώς επιβιώνει μόνο ο πιο ανθεκτικός, αυτός που προσαρμόζεται καλύτερα στο περιβάλλον της αγοράς συμφωνεί με τους κανόνες του Κοινωνικού Δαρβινισμού». «Όλα τα δάχτυλα δεν είναι τα ίδια»  είναι το δόγμα,που εξέφρασε δημοσίως στην τηλεόραση σημαντικός Έλληνας πολιτικός.

Στα χρονογραφήματα της Τζιαντζή απουσιάζουν τα λαμπρά γεγονότα, η λουσάτη Ελλάδα, οι Ολυμπιακοί αγώνες, οι ήρωες, τη μεγαλοπρεπή κτίρια. Υπάρχουν όμως οι ταπεινές σκάλες των πολυκατοικιών, πανομοιότυπες, στενές, να μην περιορίζονται τα τετραγωνικά μέτρα των διαμερισμάτων. Οι καθαρίστριες, όταν αναφέρονται στη δουλειά τους και πόσες πολυκατοικίες ξεβρομίζουν τη λέξη πολυκατοικία την αντικαθιστούν με τη λέξη σκάλα, «έχω τρεις σκάλες», «έχω μόνο μία». Η πανάρχαια σκάλα των συμβολισμών της ανόδου και της καθόδου κυριαρχεί του σύγχρονου ασανσέρ ως ιδιαίτερο γνώρισμα των πολυκατοικιών. Στις σκάλες τους, πέριξ του Πολυτεχνείου, βρήκαν καταφύγιο, μετά την άλωση του, το 1973, οι φοιτητές. Αγκαλιασμένοι στα σκαλοπάτια τους έντρομοι, άγρυπνοι, αγωνιώντες. <<Ιστορίες με σκάλες>>, 21-11-2004, τιτλοφορείται το χρονογράφημα  για την επέτειο του Πολυτεχνείου το 2004. <<Οι ένοικοι των διαμερισμάτων, πιθανόν να κοιτούσαν τους νέους από την κλειδαρότρυπα της εξώπορτας>>, γράφει. Αλλά η χρονογράφος είναι επιεικής και ευγενής μαζί τους. Δεν κινούν τα νήματα.

Διαβάζοντας ο αναγνώστης τα χρονογραφήματα, όπως επελέγησαν, παρακολουθεί το έπος των ανωνύμων στην περίοδο 2000-2013. Δεν ρίχνουν κυβερνήσεις, συνήθως υποτάσσονται για την επιβίωσή τους, ωστόσο η εφευρετικότητά τους καλπάζει. Για να προσφέρουν στον εαυτό τους στιγμές χαράς, μετατρέπουν τις τρώγλες τους σε εξοχικά κρεμώντας κούνιες από τα μαδέρια της οροφής το Πάσχα,όπως γράφει σε ένα από τα χρονογραφήματα.

Το βιβλίο της Τζιαντζή είναι λογοτεχνία. Δεν είναι απλώς έντεχνος πεζός λόγος. Ως μυθιστοριογράφος ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990 με τα «Παπούτσια για πέταμα». Ο τίτλος παραπέμπει στην εγκατάλειψη, στην φθορά, στο περιθώριο, όπως και τα πλείστα των 100 χρονογραφημάτων. Και τα μετέπειτα διηγήματά της που εκδόθηκαν, παράλληλη πορεία με τα χρονογραφήματα της ακολουθούν.

Ως λογοτέχνης η Τζιαντζή επιλέγει ένα σημείο  που θα μεταδώσει αισθητική συγκίνηση στο όλον του κειμένου. <<Το πουκάμισο του τραγουδιστή>>, είναι μια νεκρολογία για τον λαϊκό τραγουδιστή Δημήτρη Μητροπάνο Τον υμνεί, μέσω των καλοσιδερωμένων πουκάμισων που φορούσε, τα οποία ωστόσο δεν ήταν «αδειανά». «Το ρούχο που νομίζω ότι προτιμούσε στις δημόσιες εμφανίσεις του ήταν το πουκάμισο (βαμβακερό, καλοσιδερωμένο, μονόχρωμο). Ακόμα και όταν φορούσε σακάκι και γραβάτα, δεν έδινε την εικόνα επιτήδευσης ή και αυστηρότητας, αφού η ευγένειά και η λαϊκότητα δεν είχαν ανάγκη από εξωτερικούς δείκτες». Αυτά τα πουκάμισα τα σιδέρωναν με αγάπη και προσοχή οι γυναίκες, κάποτε, για τους άνδρες τους, τα παιδιά τους, τους γονείς τους. «Το κλασσικό άνευ κολάρου πουκάμισο είναι ένα ρούχο χωρίς ηλικία, όπως χωρίς ηλικία ήταν η φωνή που χάσαμε». Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης στον Τάκη Μπλούμα – ένα από τα καλλίτερα ποιήματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας – σε δεκάδες στίχους φέρνει στη μνήμη του με λεπτομέρειες το επιμελημένο ντύσιμο της παραδοσιακής φορεσιάς του στις γιορτές. Ο ρουχισμός ήταν το σύμβολο της αξιοπρέπειας του ανδρός. Για να καταλήξει στους τελευταίους στίχους «Και να μετρώ και να ναι ο Τάκης Μπλούμας/τριάντα τρία χρόνια μες στη γη».Ο Φιλανδός σκηνοθέτης Άκι Καουρισμάκι στην ταινία <<Το λιμάνι της Χάβρης>>,  2011, εμφάνισε κρυμμένους μετανάστες σε φορτηγό ντυμένους με τα καλά τους. Όταν ρωτήθηκε πως είναι δυνατόν να μην είναι βρώμικοι και ταλαιπωρημένοι από το μακρύ ταξίδι. Όλοι οι άνθρωποι θέλουν πάντα να είναι αξιοπρεπείς, απάντησε.

Η Τζιαντζή στ’ αποτυπώματά της, σε μεγάλο βαθμό, την αξιοπρέπεια των φτωχών, των ανωνύμων, των πεταμένων, αναδεικνύει, στις γειτονιές στις δουλειές τους, έστω κι αν είναι άνθρωποι χειραγωγημένοι, από τις τεχνικές  της εξουσίας των ισχυρών, για να τους αποδέχονται ως κάτι φυσικό κι απαραίτητο. Και δεν μπορείς να πεις καλοσυνάτα τα κείμενά της. Αντιθέτως δείχνουν με θυμό τους δράστες των πληγών της κοινωνίας μας,  σφάζει με το χιούμορ.

Η Τζιαντζή γράφει χρονογραφήματα από το 1989 στην Εφημερίδα Πριν, έγραφε στην Καθημερινή και τώρα συνεχίζει να γράφει στην Εφημερίδα  των Συντακτών με αναγνωρίσιμο προσωπικό ύφος. Έχει μία θέση ανάμεσα στους  καλύτερους χρονογράφους μας, από την εποχή του Κωνσταντίνου Πωπ μέχρι σήμερα.

 

 

Μαριάννα Τζιαντζή, Αποτυπώματα, Τόπος

 

Προηγούμενο άρθροΠέθανε ο αστροφυσικός και συγγραφέας Γιώργος Γραμματικάκης
Επόμενο άρθροΒγαίνοντας από τις σκιές  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ