της Ελένης Γεωργοστάθη
Η έκδοση του πρώτου παιδικού βιβλίου της δούκισσας του Σάσεξ Μέγκαν πριν από λίγους μήνες αποτέλεσε, λόγω της αναγνωρισιμότητας της δημιουργού, μια είδηση που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση, αν και ίσως περισσότερο στους μη βιβλιόφιλους παρά τους συστηματικούς αναγνώστες βιβλίων για παιδιά. Θα ήταν ένδειξη κολοσσιαίας προκατάληψης φυσικά το να αμφισβητήσει εξαρχής κανείς, πριν καν προλάβει να το ξεφυλλίσει, το δικαίωμα μιας διασημότητας να γράφει και να εκδίδει βιβλία, ενδεχομένως και πολύ καλά. Ωστόσο, διαβάζοντας το Παγκάκι, και ο πλέον καλόπιστος αναγνώστης δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί αν το συγκεκριμένο κείμενο θα έβρισκε τον δρόμο για το τυπογραφείο στην περίπτωση που, αντί της Μέγκαν Μαρκλ, το υπέγραφε μια άγνωστη γυναίκα.
Ας το δούμε πιο προσεκτικά: Πρόκειται για ένα έμμετρο, ομοιοκατάληκτο ποίημα στο οποίο μια μητέρα απευθύνεται στον σύντροφό της περιγράφοντάς του τον τρόπο με τον οποίο η ίδια προσδοκά να σφυρηλατηθεί η σχέση του με το παιδί τους με σημείο αναφοράς ένα παγκάκι. Η χαρά, η περηφάνια, η φροντίδα, η στήριξη, η αγωνία του πατέρα για τον γιο του διατρέχουν τις σελίδες του βιβλίου, με προφανή στόχο να διαφανεί η αρραγής σχέση που η μητέρα εύχεται να χτίσουν και ο καθοριστικός της ρόλος στη διαμόρφωση του παιδιού. Όλα αυτά πάντως είναι ιδωμένα από την πλευρά του γονιού, της μητέρας εν προκειμένω, ενώ αποδέκτης των λεγομένων της είναι ο σύντροφός της, δηλαδή ένας ενήλικας, τη στιγμή που οι αναφορές στο ίδιο το παιδί γίνονται αποκλειστικά σε τρίτο πρόσωπο. Το παιδί από αυτή την άποψη περιορίζεται σε έναν παθητικό ρόλο, στον τρίτο που είναι το αντικείμενο της κουβέντας δυο μεγάλων, ρόλος με τον οποίο δύσκολα θα ταυτιστεί ένα παιδί αναγνώστης. Όπως φαίνεται, πέρα από τον αποδέκτη της αφήγησής της, και ο ιδεώδης αναγνώστης που έχει κατά νου η Μέγκαν δεν είναι άλλος από έναν ενήλικα.
Ας περάσουμε στο περιεχόμενο: Παρότι το παγκάκι αποτελεί ένα ενδιαφέρον εύρημα, γύρω από το οποίο εκδιπλώνονται στιγμιότυπα, και κατ’ επέκταση συναισθήματα, που ορίζουν τη σχέση πατέρα και γιου, η συγγραφέας δεν κατορθώνει να πάει τα πράγματα πέρα από το προφανές και αυτονόητο, δεν κατορθώνει δηλαδή να εκπλήξει τον αναγνώστη, ούτε να κλιμακώσει την όποια ιστορία της και μαζί τη συναισθηματική ένταση. Κάποτε μάλιστα δεν αποφεύγει κλισέ που θυμίζουν διαφημιστικό σποτ με σκηνές οικογενειακής ευτυχίας, όπως αυτή της μαμάς που από μακριά παρακολουθεί συγκινημένη πατέρα και γιο. Αλλά και από υφολογική άποψη το κείμενό της εμφανίζει αδυναμίες. Στο πρωτότυπο, αγγλικό κείμενο δεν αποφεύγονται οι γλωσσικοί εκβιασμοί προς χάριν της ομοιοκαταληξίας, η οποία δεν επιτυγχάνεται πάντοτε με τον καλύτερο τρόπο – δεν αποκλείεται και σε αυτό να οφείλονται κάποιες ατυχείς στιγμές στην ελληνική απόδοση. Αν στόχος της δούκισσας ήταν να πει πολλά και σημαντικά με λίγα και απλά λόγια, δυστυχώς δεν το κατάφερε. Η απλότητα είναι δύσκολο στοίχημα, και δεν έχει να κάνει αναγκαστικά με την έκταση ενός κειμένου, αλλά, πρωτίστως, με την οικονομία του λόγου και με το να έχεις κάτι πέρα από τα τετριμμένα να πεις.
Έχει παρ’ όλα αυτά το κείμενό της την τύχη να ντύνεται από την εξαιρετική εικονογράφηση του Christian Robinson, που αποτυπώνει σε κάθε σαλόνι την πολυφυλετική, πολυσυλλεκτική αγγλική κοινωνία, με διαφορετικά πρόσωπα πατεράδων και γιων σε διαφορετικές συνθήκες και καταστάσεις. Και αυτή δυστυχώς είναι όλη κι όλη η γοητεία ενός ακόμα βιβλίου που θα αδυνατούσε να σταθεί στα πόδια του χωρίς το δεκανίκι μιας εντυπωσιακής εικονογράφησης.
Γιατί βεβαίως η συγκεκριμένη παθογένεια δεν παρατηρείται μόνο στο βιβλίο της Μαρκλ, το οποίο θα πρέπει να εκλάβουμε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας συγκεκριμένης πρακτικής κι όχι να το αντιμετωπίσουμε ως αποδιοπομπαίο τράγο. Προφανώς και δεν είναι η δούκισσα του Σάσεξ ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία διάσημη που αποφασίζει να γράψει παιδικό βιβλίο – τι πιο εύκολο άλλωστε από το να γράψεις παιδικό βιβλίο, όλοι μάλλον μπορούν, αν κρίνουμε από την ευκολία με την οποία ξεφυτρώνουν βιβλία γραμμένα από διάφορα αναγνωρίσιμα πρόσωπα, ακόμα και στην πατρίδα μας, όπου πάντως, για καλή μας τύχη, έχουμε εδώ και δεκαετίες απαλλαγεί από εστεμμένους και γαλαζοαίματους. Κι αν είναι εύκολο να γράψεις πρώτη φορά, σίγουρα είναι ακόμα πιο εύκολο να ξαναγράψεις, πολλώ δε μάλλον να ματαξαναγράψεις. Ειδικά όταν μια εμπνευσμένη εικονογράφηση λειτουργεί ως το τέλειο άλλοθι για επαναλαμβανόμενες ιδέες ή για ευρήματα-πυροτεχνήματα που εξαντλούνται στις τρεις πρώτες σελίδες.
Αυτού του είδους τα βιβλία δεν είναι βεβαίως ο κανόνας, είναι όμως μια ευδιάκριτη κατηγορία, που δεν οφείλει την ύπαρξή της αποκλειστικά και μόνο στην αναγνωρισιμότητα των συγγραφέων της λόγω δραστηριοτήτων τους άσχετων με το βιβλίο. Το στενάχωρο στην υπόθεση είναι ότι τέτοιου είδους βιβλία μάς παραδίδουν και συγγραφείς καταξιωμένοι στη συνείδηση του κοινού. Κούραση; Επιθυμία να παραμείνουν στην επικαιρότητα με νέους τίτλους; Πεποίθηση ότι μια χιλιοδοκιμασμένη συνταγή θα ξανακάνει τη δουλειά της; Όποιος κι αν είναι ο λόγος, και εδώ το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν τα συγκεκριμένα κείμενα θα έπαιρναν τον δρόμο της έκδοσης σε περίπτωση που δεν υπογράφονταν από γνωστούς δημιουργούς. Όπως και το κατά πόσον τέτοιες δουλειές λειτουργούν τελικά προς όφελος τόσο των ιδίων όσο και του παιδικού βιβλίου.
Μια και λίγο παραπάνω πάντως έγινε αναφορά στο μεγάλο στοίχημα της απλότητας, ας δούμε ορισμένα βιβλία που το κερδίζουν χάρη στην έμπνευση και το ταλέντο των δημιουργών τους, χαρίζοντάς μας στιγμές αναγνωστικής ευφορίας.
*
Στο Ζωάκι χάθηκε! η Isabelle Arsenault φτιάχνει ένα μικρό αριστούργημα με απλά υλικά: Ένα κορίτσι μετακομίζει σε μια καινούργια γειτονιά και, στην πρώτη της βόλτα εκτός σπιτιού, συναντά μια παρέα παιδιών και τους μιλά για την απώλεια του αγαπημένου της κατοικίδιου. Τα παιδιά προθυμοποιούνται να τη βοηθήσουν να το βρει, ζητούν πληροφορίες, στην προσπάθειά τους συναντούν κι άλλα παιδιά, καθώς η επιχείρηση αναζήτησης συνεχίζεται το κορίτσι παρέχει κι άλλες πληροφορίες, μερικές αρκετά απίστευτες, ίσως και υπερβολικές, για το χαμένο της ζωάκι, κι όταν φτάνει η ώρα του φαγητού και πρέπει να αποχωριστεί τους φίλους της για να επιστρέψει σπίτι της… Αλλά καλύτερα να το διαβάσετε για να ανακαλύψετε μόνοι σας τι τελικά συμβαίνει.
Η Arsenault χρησιμοποιεί με φειδώ το χρώμα –μόνο κίτρινο και αχνό γαλάζιο δίπλα σε ασπρόμαυρα σχέδια– σε εικόνες άλλοτε απλωμένες σε ολόκληρες σελίδες κι άλλοτε σπασμένες σε μικρά καρέ, ενώ αποδεικνύεται εξαιρετική γνώστρια της οικονομίας της αφήγησης, και μάλιστα μιας αφήγησης βασισμένης αποκλειστικά και μόνο στα λόγια των πρωταγωνιστών της.
Αν σε πρώτο επίπεδο φτιάχνει μια ιστορία που κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον των αναγνωστών της, σε ένα δεύτερο μας χαρίζει ένα εξαιρετικά ευφυές σχόλιο πάνω στη δύναμη των ιστοριών και στην ανάγκη των ανθρώπων για επικοινωνία μέσα από αυτές.
*
Το Κρακ! είναι ένα σχεδόν silent book (και λέω «σχεδόν» γιατί στα δυο πρώτα σαλόνια υπάρχουν δυο μοναχικές λέξεις, μία σε καθένα), το οποίο με ευφάνταστο τρόπο αφηγείται την ιστορία ενός πιγκουίνου που το κομμάτι πάγου στο οποίο κάθεται αποκόβεται κι έτσι αρχίζει ένα μεγάλο ταξίδι στον κόσμο. Όχι οπουδήποτε στον κόσμο όμως, αλλά σε μέρη υψηλού τουριστικού ενδιαφέροντος τα οποία ωστόσο κινδυνεύουν από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Ένα μεγάλο ταξίδι οικολογικής ευαισθητοποίησης απλωμένο σε ασπρόμαυρα σαλόνια, όπου, με εξαίρεση τις μικρές πινελιές κόκκινου στις περισσότερες σελίδες, το χρώμα εισβάλλει εδώ κι εκεί –κάποτε εντυπωσιακά, όπως συμβαίνει με το αιγαιοπελαγίτικο μπλε– για να τονίσει εμβληματικά μνημεία και τοπικά χαρακτηριστικά. Ένα ταξίδι μέσα από το οποίο η δημιουργός του βιβλίου φωνάζει ότι η κλιματική αλλαγή όχι μόνο είναι εδώ αλλά αποτελεί ένα οικουμενικό πρόβλημα που δεν καταλαβαίνει από γεωγραφικά σύνορα κι επηρεάζει την καθημερινότητα όλων των κατοίκων του πλανήτη.
Το τέλος, ευτυχές και ευρηματικό, σηματοδοτεί μεν την επιστροφή του πιγκουίνου στους δικούς του, δεν «καταργεί» ωστόσο με ανέξοδα ευχολόγια και απλοϊκές λύσεις το ίδιο το πρόβλημα, που τόσο έξυπνα και αβίαστα αναδεικνύει η Seou Lee στο Κρακ.
*
Την υπογραφή του εικονογράφου Christian Robinson, στον οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω, φέρει και το βιβλίο Γκαστόν, γραμμένο από την Kelly DiPucchio. Ο μεγαλόσωμος Γκαστόν μεγαλώνει σε μια οικογένεια μικροσκοπικών κανίς. Η μικροσκοπική Αντουανέτα μεγαλώνει σε μια οικογένεια μεγαλόσωμων μπουλντόγκ. Όταν συναντιούνται, συνειδητοποιούν ότι μάλλον έχει γίνει κάποιο λάθος. Κι αποφασίζουν να το διορθώσουν. Μήπως όμως η «διόρθωση» αυτή οδηγήσει σε ένα ακόμα μεγαλύτερο μπέρδεμα; Με απλές, κατανοητές λέξεις, η συγγραφέας επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα: Είναι η ομοιότητα με τους άλλους εκείνη που καθορίζει το πού ανήκουμε; Κι αν όχι, τι ρόλο παίζει στη διαμόρφωσή μας και στις επιλογές μας ο τρόπος που έχουμε μεγαλώσει;
Η Di Pucchio, με την αβίαστη, φιλική προς τα παιδιά πρόζα της, κατορθώνει να κάνει το δύσκολο πανεύκολο. Το «φοβερό λάθος» που διαπιστώνουν οι δυο σκυλοοικογένειες λύνεται με μόνο σύμβουλο την καρδιά, όχι όμως με τρόπο αφοριστικό και απορριπτικό για τη λιγότερο επιθυμητή επιλογή. Κι αυτό δεν εκπλήσσει τον αναγνώστη, αφού σε κανένα σημείο του κειμένου δε διακρίνεται η παραμικρή σκιά επιφύλαξης εκ μέρους οποιασδήποτε πλευράς για την άλλη, ούτε διατυπώνεται έστω και η ελάχιστη αξιολογική κρίση από τους μεν για τους δε.
Η ευγένεια, η αποδοχή και η γνήσια ανησυχία για τον άλλο που διατρέχουν ολόκληρο το κείμενο, σε συνδυασμό με τις ήρεμες γραμμές και τους ζεστούς, γήινους τόνους του Christian Robinson καθιστούν τον Γκαστόν ένα εξαιρετικό βιβλίο.
*
Μια φούσκα ησυχίας μπορεί να είναι η λύση στο πρόβλημα των ενοχλητικών θορύβων που παράγει το περιβάλλον μας. Ή τουλάχιστον έτσι σκέφτεται ο κύριος Μαρτέν όταν φτάνει στο απροχώρητο από τη φασαρία των γειτόνων του. Τι γίνεται όμως όταν η μοναξιά της φούσκας αποδεικνύεται αφόρητη και ο κόσμος μοιάζει να έχει ξεχάσει παντελώς την ύπαρξη του ευαίσθητου κυρίου;
Μια εξαιρετική ιδέα της Céline Claire (Ησυχία!) για την εκούσια απόσυρση με τη μορφή φούσκας από τον κόσμο όταν αυτός μας φαντάζει αφόρητος, η οποία οπτικοποιείται πολύ έξυπνα από την εικονογράφο Magali Le Huche. Ο θορυβώδης κόσμος που δεν αντέχει ο ήρωας του βιβλίου αποδίδεται εικονογραφικά με μια σειρά από «θορυβώδεις», πληθωρικές και πολύχρωμες εικόνες, ενώ ο «σιωπηλός», «αθόρυβος» κόσμος όπως τον βλέπει ο κύριος Μαρτέν μέσα από τη φούσκα του είναι ασπρόμαυρος, χωρίς ίχνος χαράς.
Η συνειδητοποίηση από μέρους του μοναχικού κυρίου ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει αποκομμένος δεν αρκεί από μόνη της. Πολλές φορές το κέλυφος της μοναξιάς είναι τόσο σκληρό, τόσο αδιαπέραστο, ώστε δεν αρκεί η θέληση εκείνου που την έχει επιλέξει για να το διαρρήξει. Η στήριξη της κοινότητας είναι αυτή που μπορεί να δώσει τη λύση. Χωρίς ειρωνείες, επικρίσεις, μνησικακίες. Με μοναδικό όπλο την ανθρωπιά.
Ένα ιδιαιτέρως επίκαιρο βιβλίο, αν αναλογιστεί κανείς την ηθελημένη απόσυρση πολλών συνανθρώπων μας από το πανηγύρι της ζωής και την επιλογή τους να την παρατηρούν από απόσταση, για παράδειγμα μέσα από πάσης φύσεως οθόνες, από τις οποίες μπορεί να μη λείπει ούτε το χρώμα ούτε ο αυξομειούμενος ήχος, πάντως δεν παύουν να λειτουργούν παραμορφωτικά και αποξενωτικά για όσους τις θεωρούν υποκατάστατα ζωής.
Και τα τέσσερα αυτά βιβλία, παρά τις μεγάλες διαφορές τους τόσο ως προς τη θεματική όσο και ως προς την εικαστική διαχείριση, κερδίζουν το στοίχημα της απλότητας αν και καταπιάνονται με σύνθετα και διόλου εύπεπτα ζητήματα. Απόδειξη ότι για όλα μπορεί να μιλήσει κανείς στα παιδιά, αρκεί να βρει τον τρόπο. Και βεβαίως να μην πιστέψει ότι μ’ ένα πρέπει να αιωρείται απειλητικό και μ’ ένα ηθικό δίδαγμα στο φινάλε έχει προσφέρει πολύτιμη υπηρεσία στους αναγνώστες του.
INFO
Isabelle Arsenault, Ζωάκι χάθηκε!, απόδοση Αργυρώ Πιπίνη, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2022
Seou Lee, Κρακ! Εκδόσεις Κλειδάριθμος, Αθήνα 2022
Kelly DiPucchio – Christian Robinson, Γκαστόν, μετάφραση Φίλιππος Μανδηλαράς, Αθήνα 2022
Céline Claire – Magali Le Huche, Ησυχία! μετάφραση Μαριάννα Ψύχαλου, Μικρή Σελήνη, Αθήνα 2022