Το δύσκολο ίχνος τοῦ Τίποτε (του Σταύρου Ζαφειρίου)

0
236
White on White by Kazimir Malevich

του Σταύρου Ζαφειρίου

 

                         

     «Λευκό στο λευκό», δεύτερο ποιητικό βιβλίο του Αντώνη Μπαλασόπουλου μετά τις «Πολλαπλότητες του μηδενός». Και τούτη η μετάβαση από το «μηδέν» του ενός βιβλίου στο «τίποτε» του άλλου ‒μια και ως «τίποτε στο τίποτε» μπορεί να ερμηνευτεί το λευκό πάνω στο λευκό‒, δεν είναι ίσως παρά η διαδρομή του ποιητικού και φιλοσοφικού στοχασμού του από το παρμενίδειο μηδὲν δ’ οὐκ ἔστιν στην υπόσταση του όντος και από το φαινόμενο στην εσώτερή του ουσία.

Εκεί άλλωστε μας κατευθύνει ο αποδιδόμενος φόρος τιμής στον Kazimir Malevich, μια και το «Λευκό στο λευκό» είναι τίτλος πίνακά του, έργου χωρίς απεικονιστικό περιεχόμενο, που μαζί με το επίσης δικό του «Μαύρο τετράγωνο» αποτέλεσαν εμβληματικές εφαρμογές της θεωρίας του Σουπρεματισμού.

Πόσο κοντά όμως είναι μια τέχνη που αρνείται την αναγκαιότητα του αντικειμένου, αποδίδοντας στην αίσθηση του «τίποτε» την πνευματικότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, πόσο κοντά είναι στην πλατωνική μεταφυσική, στην πλατωνική, δηλαδή, έννοια των Ιδεών και την ψευδαισθητική αναπαράστασή τους; Και πόσο κοντά βρίσκεται στο «Είναι» του Heidegger, αυτό το «Είναι» της ύπαρξης που διαρκώς μας διαφεύγει και που, εντέλει, δεν μπορεί να οριστεί; Ή, ακόμη, πόσο κοντά είναι στο ερώτημα του Leibniz: «Γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε;»

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινείται η πρώτη από τις τρεις ενότητες του βιβλίου, που ονομάζεται «όντα  είναι»· δυο λέξεις σε παράταξη, με διπλό κενό ανάμεσά τους. Παραμένοντας στην προβληματική τού Όντος, αναρωτιέμαι αν αυτό το επιπλέον κενό πράγματι χωρίζει δυο έννοιες, και αν οι δυο αυτές έννοιες μπορεί να νοηθούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Αν, δηλαδή, νοείται το Ον χωρίς την εσώτερη ουσία του, το «Είναι», ή αν το «Είναι» μπορεί να υπάρξει δίχως το Ον που το περιέχει. Ο Πλάτων μας λέει ότι μπορεί. Ο Χάιντεγκερ, αν και στην αρχή συμφωνεί, στη συνέχεια το ξανασκέφτεται και καταλήγει στο ότι το «Είναι» δεν ουσιώνεται δίχως το Ον, άποψη προς την οποία φαίνεται να κατευθύνεται εν μέρει και ο Sartre ο οποίος, διερευνώντας περαιτέρω το «σκεπτόμενο ον» του Descartes, προχωρά στη διατύπωση του ερωτήματος «Τι είναι το Είναι;», για να αποφανθεί: «Η ύπαρξη (το Ον) προηγείται της ουσίας (του Εἶναι)».

Το πρόβλημα βέβαια λύνεται αν διαβάσουμε το «είναι» του τίτλου ως το ρήμα μιας εκκρεμούς πρότασης (όντα είναι) και αναζητήσουμε στα ποιήματα την ολοκλήρωσή της. Όντα είναι, λοιπόν, το ιδρωμένο παιδί που βγάζει τη μπλούζα του ανάποδα μετά το παιχνίδι, είναι ο μαύρος κότσυφας πάνω στο χιόνι, είναι το σιδερένιο πουκάμισο στο αμόνι, είναι ο ταξιδευτής μπροστά στο κατώφλι, είναι η μέρα που ξοδεύτηκε σαν κερί. Ωστόσο, είναι προφανές ότι αυτό που απασχολεί τον Μπαλασόπουλο είναι το μέσα μέρος της μπλούζας του παιδιού, που έρχεται έξω, είναι το μαύρο του κότσυφα που σπάει τη λευκή συνοχή του χιονιού, είναι η γαλάζια σπίθα του σιδερένιου πουκάμισου που σφυρηλατείται στο αμόνι, είναι η ανατριχίλα του ταξιδευτή, είναι ο αξόδευτος χρόνος της μέρας, είναι το:

 

Λευκό στο λευκό:

σαν να μην είδες τίποτε,

σαν αυτό που είδες

να μην έχει έρθει ακόμη,

σαν να βρισκόταν ήδη

απ’ την άλλη μεριά της πτυχής

που σε περιλαμβάνει

(Λευκό στο λευκό, σελ. 13)

 

είναι, εντέλει, η μέσα, η πίσω πλευρά αυτού που υπάρχει, που όταν έρχεται έξω είναι το ίδιο αυτό, γιατί αλλιώς:

 

Η σκάλα στριφογυρίζει μάταια

τη ράχη της να φτάσει στο κατώφλι

μα πύλη δεν υπάρχει.

Κι αν υπήρχε, δεν θα υπήρχε ρόπτρο.

Κι αν υπήρχε, δεν θα υπήρχε δωμάτιο.

Κι αν υπήρχε, δεν θα υπήρχε απάντηση

(Η έκπτωση της βασιλείας, σελ. 15)

 

«Η πληγή που μιλάει», για να περάσουμε στην επόμενη ενότητα, είναι η πληγή η οποία, είτε πυορροούσα είτε αιμάσσουσα, παραμένει ανοιχτή. Και αυτό που ο Μπαλασόπουλος αφήνει να εννοηθεί είναι ότι καμία πληγή, αφότου ανοίξει, δεν επουλώνεται ποτέ, ότι καμία απώλεια δεν αναπληρώνεται, ότι τίποτε δεν αποκαθίσταται, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει και να εξελίσσεται μέσα από τη διαλεκτική σχέση του με το ανθρώπινο ον και την εμπειρία του.

Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ολόκληρη τούτη η ενότητα του βιβλίου είναι ένας κατάλογος εννοιών και γεγονότων που απλώνονται και περιλαμβάνουν ο,τιδήποτε νοείται πως χάθηκε και συνεχίζει να χάνεται: από τις προσωπικές έμψυχες απώλειες, μέχρι τις διαψεύσεις των ηθικών και αξιακών προταγμάτων του καθενός, του ουμανιστικού Διαφωτισμού, εν προκειμένω, και του Ορθού Λόγου, που σμπαραλιασμένα οδήγησαν και οδηγούν σε πολέμους, Γενοκτονίες, Ολοκαυτώματα, προσφυγιές, απαξιώσεις της ζωής των άλλων.

Γυρίζοντας, ωστόσο, την πίσω του όψη, θα δούμε έναν άλλο κατάλογο, εκείνο των στοιχείων του νέου παρόντος και των νέων ελεύσεων. Θα δούμε την κυριαρχία του ανορθολογικού, τη νέα εποχή που έφτασε και «ζητά κι αυτή το μερτικό της απ’ την πένθιμη γιορτή των τελευταίων ανθρώπων», θα δούμε «το αντικειμενικό, με τα μαύρα εντόσθια και τα μεταλλικά δόντια», θα δούμε το νέο «τίποτε στο τίποτε», όχι πλέον ως «λευκό στο λευκό» αλλά ως «Μαύρο σε μαύρο, / σύνοψη και ετυμηγορία / επί των χρωμάτων».

Θα δούμε όμως και αυτόν «που τον πατέρα του στους ώμους κουβαλάει […] αυτός που σηκώνει τη ρίζα του με τα ίδια τα κλαδιά του, ο άνθρωπος που αρχίζει από Άλφα, / που φέρει ο ίδιος τις προϋποθέσεις του στην πλάτη, / το βιβλίο που παραθέτει / όλα τα προηγούμενα βιβλία, / το ευρετήριο κάθε ευρετηρίου […] ο ξένος, η αντανάκλαση / που δραπέτευσε απ’ τον καθρέφτη μας, / η ευλογία που μας δίνεται, / η πληγή που μιλάει».

Παρέθεσα αποσπασματικά κάποιους στίχους από το ποίημα «Αυτός που τον πατέρα του στους ώμους κουβαλάει», ίσα-ίσα ως αφορμή για κάποια σχόλια, κοινούς τόπους λίγο πολύ, για την έννοια της «πληγής που μιλάει», αλλά και της πληγής που συναιρεί τις μικρές και μεγαλύτερες πληγές της ιστορίας. Θα έλεγα λοιπόν ότι η ίδια και μόνη της η «πληγή» είναι ήδη μια ολοκληρωμένη γλώσσα, όχι μόνον σημαίνον αλλά και σημαινόμενο, ενώ το αμετάβατο «μιλάει» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιστόρηση τούτης της γλώσσας. Θα έλεγα ακόμη, αφουγκραζόμενος τον  Steiner, ότι η ομιλία, ο λόγος, ως γλωσσικό ενέργημα που κατοπτρίζει και αναδιατυπώνει την ανθρώπινη εμπειρία, μπορεί και μεταβάλλεται κατά τη φορά και τον τρόπο μεταβολής της εμπειρίας αυτής. Και, τέλος, θα έλεγα ότι η γλώσσα, χάρη στις δομικές και χρονικές της ορίζουσες και διακτινώσεις, έχει τη δυνατότητα να συσσωματώνει αυτές τις μεταβολές και να τις επαναφηγείται ως ένα ενιαίο ιστόρημα, ως ένα, πράγματι, βιβλίο των βιβλίων.

Ποιήματα ποιητικής, ή ποιητικών οφειλών, είναι αυτά που συγκροτούν τα «Κάτοπτρα», την τελευταία ενότητα. Παρενθετικά, ας έχουμε κατά νου ότι ένα ποίημα που έχει για θέμα του την ποίηση, δεν είναι παρά η αμηχανία του ποιητή μπροστά στη μεταφυσική του ποιητικού λόγου, η απορία του μπροστά στη διαδικασία μετουσίωσης του υπάρχοντος, δεν είναι παρά η αδυναμία του να απαντήσει με άλλον τρόπο στο ερώτημα: Τι είναι ποίηση;

Σε τούτα τα «Κάτοπτρα», λοιπόν, είδωλα ποιητικών μορφών, μέσα από πολλαπλές εικόνες αντανακλάσεων, συμπλέκονται και σχηματίζουν τη μία εικόνα, αυτήν του ιδεατού ποιητή. Με αυτή τη μία εικόνα συνομιλεί στην πραγματικότητα ο Αντώνης Μπαλασόπουλος, σε αυτήν προσθέτει τον δικό του ποιητικό στοχασμό, αυτή η μία εικόνα είναι τα πρόσωπα που άμεσα ή έμμεσα μνημονεύονται: ο Χριστιανόπουλος και ο Καρούζος, ο Hölderlin και ο Saint-John Perse.

Θα είχε νόημα, ενδεχομένως, να σχολιάσω ενδεικτικά κάποια ποιήματα, να παραθέσω, προς επίρρωση, ορισμένους στίχους, αλλά δεν θα το κάνω. Θα σταθώ μόνον σε ένα ερώτημα εξίσου αναπάντητο με το «τι είναι ποίηση;». Γράφει ο Μπαλασόπουλος στο «Ευχαριστώ κύριε Ντίνο»: «Με την ποίηση δεν ζεις, / αυτό έχει προ πολλού απαντηθεί. Χωρίς / την ποίηση όμως; Αυτό είναι / που σου απομένει να απαντήσεις». Ένα ερώτημα που μας φέρνει απευθείας στην τελεολογία τής ποίησης, στον αν αυτή υπάρχει ως σκοπιμότητα και ως αναγκαιότητα στη ζωή μας. Είτε φιλοσόφους επικαλεστούμε ‒λέει ο Χάιντεγκερ: «Η ποίηση είναι αυτή που φέρνει τη δημιουργία στην εγγύτητα του θείου»‒, είτε ποιητές ‒γράφει ο Εγγονόπουλος: «Η τέχνη κι’ η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε: / η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε / να πεθάνουμε»‒, οποιαδήποτε απάντηση θα εξακολουθήσει να παραμένει μια απορία. Αυτήν ακριβώς την απορία, ως ένα διαρκή, και εναγώνιο εντέλει, αναστοχασμό, βάζει μπροστά μας ο ποιητής, αυτή την ίδια απορία μάς προτείνει ως αναγκαιότητα της ποίησης στη ζωή μας.

Κλείνοντας, θα ήθελα με δυο λόγια να αναφερθώ και στην ποιητική του Αντώνη Μπαλασόπουλου, ενός ποιητή που εξαιρετικά αργά αποφάσισε να εκθέσει την εργασία του και να εκτεθεί. Διαθέτοντας ήδη έναν πλούτο γνωσιακών αποθεμάτων και διακειμενικών αναφορών, και ενσωματώνοντάς τα λειτουργικά, ως δομικούς αρμούς, στην καθαυτό ποιητική ύλη, ενορχηστρώνει τον ποιητικό του λόγο με μία γλώσσα που περιβάλλει μάλλον παρά τρέφει το λυρικό υποκείμενο, ενώ παράλληλα, συναιρώντας το ατομικό με το συλλογικό, καταγράφει τη θέση του στο κοινωνικό γίγνεσθαι και στη ροή της ιστορίας με όρους άρσης κάθε μεταφυσικής ερμηνευτικής, αλλά και με όρους υπονόμευσης των ορθολογικών βεβαιοτήτων. Λευκό τοπίο, λοιπόν, και πλέον «εις την πλευράν σου (αναγνώστη) / η λόγχη της μελάνης».

 

Αντώνης Μπαλασόπουλος,  Λευκό στο λευκό, εκδόσεις Ενύπνιο, 2021

Βρες το εδώ

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΠράσινοι Ροβινσώνες ή ποιοι οι (πρώτοι) φίλοι; (της Κατερίνας Καρατάσου)
Επόμενο άρθροΜια φορά κι έναν καιρό ήταν και θα είναι …(της Αγγελικής Γιαννικοπούλου) 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ