Της Νίκης Κώτσιου.
To “1948” του Γιόραμ Κανιούκ (σε ρέουσα μετάφραση της Μαρίζας Ντεκάστρο, εκδ. Πόλις) είναι ένα έντονα αυτοβιογραφικό κείμενο, μια μαρτυρία με στοιχεία μυθοπλασίας που εκκινεί από την επεξεργασία των προσωπικών αναμνήσεων του συγγραφέα, για να διερευνήσει τη φύση του πολέμου και το σύνθετο ζήτημα της ηθικής ευθύνης των εμπλεκομένων στην ειδική περίπτωση του λεγόμενου Πολέμου της Ανεξαρτησίας (1948) ανάμεσα σε Ισραηλινούς και Άραβες. Σ’ αυτόν τον πόλεμο, που περιγράφεται ως ένα κατεξοχήν «νεωτερικό» γεγονός με πολλαπλή επίδραση μέχρι και τη σύγχρονη εποχή, το θέμα μοιραία περιπλέκεται, δεδομένου ότι οι Εβραίοι, αμέσως μετά την τραυματική εμπειρία του Ολοκαυτώματος που απείλησε την ίδια την υπόστασή τους ως έθνους, ανέλαβαν ρόλο θύτη στη σύρραξη με τους Παλαιστίνιους εκδιώκοντάς τους από τα εδάφη τους.
Ο Γιόραμ Κανιούκ(1930-2013), διαπρεπής Εβραίος συγγραφέας που πολέμησε και ανδραγάθησε, αποτυπώνει ανάγλυφα την εύλογη αμφιθυμία του και τα δίβουλα αισθήματα πολλών ακόμη Εβραίων απέναντι σ’ έναν πόλεμο, που πήρε τα χαρακτηριστικά οδυνηρής δοκιμασίας με έντονα ηθικό περιεχόμενο. Από τη μια, το ακριβοδίκαιο αίτημα για απόκτηση πατρίδας μετά το Ολοκαύτωμα απορρέει αβίαστα από τον ηθικό νόμο και αρθρώνεται απερίφραστα απ’ την εβραϊκή κοινότητα . Από την άλλη, η τραγωδία των Αράβων , συνέπεια από την ίδρυση της νέας αυτής πατρίδας, ισοδυναμεί στη συνείδηση πολλών προοδευτικών Εβραίων με αδικία ικανή να επισύρει τύψεις και ενοχές, χωρίς ωστόσο να ακυρώνει τη διακαή επιθυμία για ένα κράτος του Ισραήλ. Αυτή τη διελκυστίνδα των αντικρουόμενων συναισθημάτων παρουσιάζει με τρόπο σπαρακτικό ο συγγραφέας αξιοποιώντας επώδυνες μνήμες από ένα παρελθόν, που σφράγισε ανεξίτηλα το παρόν και το μέλλον της χώρας του.
Ένα θέμα που εξελίσσεται παράλληλα είναι επίσης η βαριά σκιά του Ολοκαυτώματος και η συνύπαρξη των επιζώντων με τους εντός του Ισραήλ, «γηγενείς» Εβραίους, που δε γνώρισαν διώξεις. Οι επιζώντες που, μετά τη Σοά (γενοκτονία), επιστρέφουν στην πατρώα γη, εμπνέουν σεβασμό αλλά και δέος στους ντόπιους μαζί με ενοχές και κάποια αισθήματα δυσφορίας. Περιγράφονται απόκοσμοι και παράξενοι, μάλλον αποξενωμένοι από τους υπόλοιπους και βυθισμένοι σε διαρκή θλίψη. Άλλωστε και οι ίδιοι αυτοί βασανίζονται από τύψεις εξαιτίας της σωτηρίας και της ως εκ θαύματος εξαίρεσής τους από τη μοίρα του θανάτου, που περίμενε τους άτυχους οικείους τους. Όπως και να ‘χει, η αφομοίωσή τους και τα προβλήματα ενσωμάτωσης δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση κι αυτό προκαλεί ένα άλλο είδος τριβών και δυσάρεστης αμηχανίας . «Αυτός ο άντρας (:επιζών) έμοιαζε με το άγαλμα ενός έκπτωτου, ενός νεκρού βασιλιά. Ήταν ένας ζωντανός νεκρός. Ένα αρχαίο κάστρο, ένα ερείπιο».
Αναλαμβάνοντας να μιλήσει για τη ματωμένη εκείνη εποχή που τη γνώρισε και την έζησε στην πρώτη γραμμή, ο Κανιούκ αναγνωρίζει προκαταβολικά πόσο ανεπαρκής είναι η γλώσσα, όταν πρόκειται να αρθρωθεί το ανεκδιήγητο και το ασύλληπτο. «Πώς να περιγράψεις έναν πόλεμο δίχως τανκς, δίχως αεροπλάνα, δίχως όπλα, δίχως νερό, δίχως κανόνια, δίχως αλλαξιές, δίχως τίποτα. Πώς να μιλήσεις για την πολιορκημένη Ιερουσαλήμ, που είχε λιώσει χτυπημένη από τις βόμβες…». Δεν είναι όμως μόνο η γλώσσα ανεπαρκής, ενίοτε είναι και η μνήμη αναξιόπιστη. Αναγνωρίζοντας τα παράδοξα και τις αντινομίες της ανθρώπινης μνήμης, ο Κανιούκ διευκρινίζει εξαρχής πως ο σκοπός του δεν είναι η ακριβής και πιστή αποτύπωση αλλά μια έντιμη και ειλικρινής προσωπική κατάθεση και συμβολή στη συλλογική μνήμη. Αυτό που τον στοιχειώνει είναι το παράδοξο του στρατιώτη, που μολονότι εμφορείται από ευγενικά ιδεώδη και πολεμά ηρωικά, σπιλώνεται αναπόφευκτα από τη βία και την ωμότητα που οφείλει να επιδείξει στο πεδίο της μάχης. Πάνω σ’ αυτόν το στρατιώτη, αναγνωρίζει και τον εαυτό του.
Σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών και προτού ακόμα τελειώσει το σχολείο, ο Γιόραμ Κανιούκ κατατάσσεται εθελοντικά στον άτυπο, υπό διαμόρφωση ισραηλινό στρατό της Παλμάχ, που λειτουργεί περίπου ως ομάδα παρτιζάνων. Τον βάζουν να ορκιστεί στη σημαία, τη Βίβλο και σ’ ένα πιστόλι. Νεοσύλλεκτος πια αλλά ακόμα παιδί, κουβαλά στο σακίδιό του χρωματιστά κραγιόνια για να ζωγραφίζει. Του εξηγούν με σκαιό τρόπο πως «οι ενήλικοι δε ζωγραφίζουν, παράτα λοιπόν τα παιδιαρίσματα», οπότε αρχίζει σιγά-σιγά να μπαίνει στο νόημα του πολέμου. Η στρατιωτική εκπαίδευση γίνεται εκ των ενόντων με υποτυπώδη μέσα «κρατώντας ξύλα με σφηνωμένες στις άκρες τους ψεύτικες ξιφολόγχες, που παρίσταναν τα τουφέκια» αλλά οι νεαροί στρατιώτες, με μόνη συντροφιά τον ήχο από τα τσακάλια και το βουητό της θάλασσας, διαπνέονται από υψηλά αισθήματα και γενναιοφροσύνη και δεν υπολογίζουν τις υλικές ελλείψεις. Ωστόσο, ακόμα και μέσα στο ζόφο του πολέμου, πάντα κατορθώνει να παρεισφρέει από διόδους μυστικές και χαραμάδες ανύποπτες όλη η ορμή της ζωής και η φρεσκάδα της πρώτης νιότης, που δεν πτοείται από τις περιστάσεις. Οι στρατιώτες παίζουν και αστειεύονται, ξεχνάνε προς στιγμή τον όλεθρο που τους περικυκλώνει κι αφήνονται να χαρούν και να διασκεδάσουν, όποτε βρίσκουν ευκαιρία. Ακόμα και για τον έρωτα υπάρχει θέση, όσο κι αν μοιάζει ανακόλουθος και παράφωνος μέσα στην πυρετική παραζάλη του στρατώνα.
Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει στο βιβλίο είναι το ανθρώπινο δράμα, η συντριβή των ανθρώπων από τις μυλόπετρες της Ιστορίας και το μεγαλείο αλλά και η αναλγησία που εκδηλώνεται σε οριακές στιγμές, όταν απειλείται η ίδια η ζωή. Η μεγάλη αυτή «διακύμανση» της ανθρωπιάς, και μαζί του φόβου και της μισαλλοδοξίας, παράγουν μια βεντάλια από συμπεριφορές άλλοτε απεχθείς και άλλοτε συγκινητικές, που αποτελούν και τον καμβά του «1948». Αντιφατική και παράδοξη η ανθρώπινη φύση φανερώνει, ανάλογα με τη συγκυρία και τις συνθήκες, όψεις αντικρουόμενες που βρίσκονται σε διαμάχη μεταξύ τους. Στον πόλεμο, η καθημερινή συνάφεια του στρατιώτη με την προοπτική του βίαιου θανάτου απελευθερώνει μέσα του το τερατώδες αλλά και τον κάνει άξιο για πράξεις απαράμιλλης ανθρωπιάς. Μέσα στη φρίκη και τον όλεθρο ξεπηδούν ενίοτε στιγμές ευγένειας, που έρχονται να ισοφαρίσουν την περιρρέουσα βαρβαρότητα.
Αρνούμενος την κλασική αφήγηση, ο Κανιούκ ανατρέχει στα γεγονότα με αλλεπάλληλα πισωγυρίσματα στο χώρο και στο χρόνο, που καταργούν τη γραμμικότητα και καθιερώνουν μια θέαση εντελώς διαφορετική. Χωρίς να αρνείται τη συγκίνηση και τη φόρτιση αλλά και χωρίς να υποχωρεί στο μελόδραμα, επανεξετάζει τον πόλεμο μ ε την ψυχραιμία που του επιτρέπει η χρονική απόσταση από τα τεκταινόμενα (εξήντα χρόνια μετά, σε ηλικία κοντά ογδόντα ετών), ενώ οι εξελίξεις που έχουν στο μεταξύ μεσολαβήσει, τον οδηγούν σε μια ήρεμη πλην όμως πικρή αποτίμηση. Oι μικρές, κοφτές προτάσεις που πέφτουν σα μαχαιριές η μια μετά την άλλη δημιουργούν ένα γρήγορο ρυθμό, βοηθούσης και της παρατακτικής σύνδεσης. Λιτός ο λόγος, δωρική η έκφραση, εντελώς απαλλαγμένη από καλολογικά στοιχεία που θα ζημίωναν την αυστηρότητα και τη βαρύτητα του ύφους. Οι φορτισμένες σκηνές δίνονται εσκεμμένα αποδραματοποιημένες , ώστε να καθίστανται ακόμα πιο υποβλητικές και αιχμηρές .Έτσι, ο ζόφος αποτυπώνεται χωρίς περιστροφές και το κακό γίνεται πιο διαφανές από ποτέ.
info: Γιόραμ Κανιούκ: 1948, μτφρ. Μαρίζα Ντεκάστρο, σελ.264, εκδ. Πόλις,2014