Το Δάγκωμα της Φόνισσας (του Αλέξανδρου Κατσιγιάννη)

0
5732

του Αλέξανδρου Κατσιγιάννη (*)

Η μεγαλύτερη ίσως επιτυχία της Φόνισσας των Νάθενα και Μπέη είναι ότι κατέστησε ανεπίκαιρο το ένα μέρος του παπαδιαμαντικού διπόλου, όπως αυτό αποτυπώνεται στο τέλος του έργου του: «μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης», με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη η Φραγκογιαννού. Πιστεύω ότι η ταινία το αντικατέστησε με κάτι πολύ σημαντικότερο για εμάς στο εδώ και το τώρα. Ποια μπορεί να είναι η θέση που έχει η θεία δικαιοσύνη πλέον στις νέες αναγνώσεις ενός κλασικού έργο; Τι δυναμική μπορεί να έχει η όποια θεία δίκη μπροστά στο κληρονομικό «δάγκωμα» που περνάει από τη μάνα στην κόρη, σε μια μισογυνική κοινωνία, όπως η δική μας; Ένα δάγκωμα που μπορεί να ερμηνευτεί και ως «δαγκώσου για να μην μιλήσεις», «τσιμουδιά», «ράψ’ το», όπως πολύ ανήσυχα, σχεδόν ψιθυριστά, εκφράζει η μία κόρη της Φραγκογιαννού στην ταινία. Ταυτόχρονα όμως, μπορεί να ερμηνευτεί και ως ένα δάγκωμα λυσσασμένου ζώου, όπως εκείνο ενός δεμένου και κακοποιημένου σκυλιού για μήνες, ίσως και χρόνια, σε ένα χωράφι, όταν πας να το χαϊδέψεις· όταν πας να χαϊδέψεις τη Χαδούλα.

Διάβασε ή σκιαγράφησε με τον παραπάνω τρόπο ο Παπαδιαμάντης την κοινωνία στο έργο του; Βεβαίως και όχι. Ε, και λοιπόν; Η σύγχρονη κινηματογραφική ανάγνωση των Νάθενα και Μπέη σχεδόν μας επιβάλλει την οπτική αυτή, επειδή ακριβώς δεν το φωνάζει και κυρίως λόγω της καλλιτεχνικής αρτιότητας, μέσω της οποίας τη συγκροτεί. Επομένως, μας υποβάλλει μέσω της ματιάς τους, δεν μας επιβάλλει τη ματιά τους. Η υποβολή είναι ακόμα πιο αποτελεσματική, διότι το πρόβλημα που θίγεται με τη νέα ανάγνωση του κλασικού έργου είναι μέρος της καθημερινότητάς μας και μας δαγκώνει. Νομίζω ότι το πρόβλημα φωνάζει, όχι η ταινία, με την υποβλητική φωτογραφία και το αποτελεσματικό μοντάζ, με την απόκοσμη μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου και με τις Καραμπέτη και Πρωτόπαππα να δίνουν κάτι παραπάνω από συγκλονιστικές ερμηνείες.

Θεωρώ ότι ένας από τους στόχους της ταινίας, και φυσικά δεν είναι ο μόνος, είναι να ευαισθητοποιήσει, και ίσως όχι τόσο να καταγγείλει.[1] Κι αυτό πραγματοποιείται με επιτυχία επειδή η ταινία δεν σερβίρει ιδεολογία και εύκολη πολιτική αδιαμεσολάβητα. Ούτε όμως τις υπαινίσσεται εντελώς διακριτικά, καθώς έτσι θα στέρευε όποια δυναμική οπτική· το παπαδιαμαντικό ουσιαστικό «μεταξύ» βλέπω εδώ. Εκεί που τα λόγια σιωπούν, οι εικόνες και οι ήχοι μιλούν κρυστάλλινα. Διόλου τυχαίο ότι στην εμβόλιμη ιστορία της γυναικοκτονίας, η ηθοποιός Χριστίνα Μαξουρή, γνωστή, μεταξύ άλλων, για την εξαιρετική της φωνή, δεν βγάζει άχνα. Πιστεύω ότι η εικαστική και αφηγηματική αρτιότητα της ταινίας –οι σκηνές ονείρου και οι εμβόλιμες στατικές εικόνες-σύμβολα, όπως οι πλεξούδες από στάχυα που καταλήγουν να είναι τα μαλλιά των κοριτσιών, είναι για σεμινάριο– δεν αφήνει ικανά περιθώρια να ερμηνευτεί ως μια φωνακλάδικη και στρατευμένη προσέγγιση που θα λειτουργούσε σε βάρος της αισθητικής τέρψης.

Μια σημείωση εδώ, μιας και αναφέρθηκα στην αφηγηματική αρετή της ταινίας. Η μετατόπιση του φόνου της μικρής Χαδούλας στο τέλος του έργου, θεωρώ ότι εξυπηρετεί περισσότερο τη δραματική κλιμάκωση της κινηματογραφικής αφήγησης στα μάτια του σύγχρονου θεατή (και όχι αναγνώστη), και δεν προσβάλλει τα ιερά και τα όσια του κειμένου.

Μάλιστα, με αφορμή την ταινία και τον φόβο στρεβλής πρόσληψης του παπαδιαμαντικού έργου από θεατές που δεν το έχουν διαβάσει, υποστηρίχθηκε ότι «το παπαδιαμαντικό έργο, η Φόνισσα εν προκειμένω, μας αιφνιδιάζει με την επικαιρικότητά της χωρίς να χρειάζεται αλλαγές και επικαιρικές προσθήκες».[2] Με αυτή τη λογική όμως, ένας πολύ μεγάλος όγκος «ασεβών» μεταφορών λογοτεχνικών έργων στην οθόνη δεν θα είχε παραχθεί. Δεν θα είχαμε τις υπέροχες αναγνώσεις/επικαιροποιήσεις/διασκευές των Moffat/Gatiss στον Sherlock Holmes του BBC (2010) ή το αριστουργηματικό τελευταίο πόνημα του Mike Flanagan, The Fall of the House of Usher (2023), βασισμένο στο ομώνυμο διήγημα του Edgar Allan Poe. Ακόμα και αμφιλεγόμενες προσπάθειες όπως ο Άμλετ του Franco Zeffirelli (1990) ή ο Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Baz Luhrmann (1996), για να μείνουμε στον Βάρδο, προκάλεσαν γόνιμες συζητήσεις και προέβαλαν αρκετές αρετές, δίχως να «σέβονται» το πρωτότυπο κείμενο. Φυσικά, τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα.

Η επικαιροποίηση της παπαδιαμαντικής Φόνισσας, μέσω της νέας αυτής κινηματογραφικής ανάγνωσης, δεν συνιστά σμίκρυνση του πρωτότυπου, καθώς δεν μειώνει τον ανθρωπισμό και τη διαχρονικότητα των εγκόσμιων συγκρούσεων που πραγματεύεται το παπαδιαμαντικό έργο. Τα αναδεικνύει απλώς μέσω μιας διαφορετικής οδού και τα συζητά ξανά μέσω ενός επίσης διαχρονικού, άρα όχι μόνο επίκαιρου εν τέλει, προβλήματος. Και κυρίως, το κάνει καλά.

Θεωρώ ότι κανένα λογοτεχνικό έργο δεν απαιτεί σεβασμό, όταν μεθερμηνεύεται σε μια άλλη μορφή τέχνης· ούτε όταν αναγιγνώσκεται βέβαια, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Πόσο μάλλον τα μεγάλα έργα. Αυτά επιβάλλουν διαρκείς επαναγνώσεις και επικαιροποιήσεις, ανάλογα με τα ζητούμενα του νέου καλλιτέχνη/ερμηνευτή και της εποχής του. Το ζήτημα είναι πόσο αισθητικά επιτυχημένες είναι οι προσπάθειες αυτές, ανάλογα το μέσο, και σε ποιο βαθμό εκφράζεται με διαύγεια το πλήρες όραμα του κάθε και της καθεμίας δημιουργού. Νομίζω ότι η Φόνισσα των Νάθενα και Μπέη είναι μια επιτυχημένη ταινία που απλώς βασίζεται στο έργο του Παπαδιαμάντη, σε ένα μεγάλο κείμενο δηλαδή. Κι αυτό συνιστά διπλή επιτυχία.

 

Ο Αλέξανδρος Κατσιγιάννης είναι Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης

[1] Πρβλ., Αγγέλα Καστρινάκη, «Μια χορωδία, μια “Φόνισσα” και η κουλτούρα της καταγγελίας», Τα Νέα (16.12.2023).

[2] Χρήστος Δανιήλ, «H Φόνισσα της Εύας Νάθενα και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη», https://www.oanagnostis.gr/h-fonissa-tis-eyas-nathena-kai-i-fonissa-toy-papadiamanti-toy-christoy-daniil/

Προηγούμενο άρθροΠροσεχώς….
Επόμενο άρθροΚαλή χρονιά και όλα τα καλά

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ