διήγημα της Χρυσάνθης Ιακώβου
Ο καθηγητής της φωτογραφίας είπε βαριεστημένα και με φωνή ανέκφραστη: «Θέλω για τα Χριστούγεννα να φωτογραφίσετε ένα παιχνίδι, ένα παιχνίδι παλιό που αγαπούσατε, που θέλατε να αποκτήσετε ίσως, ακόμη κι ένα που μισούσατε».
Στο δρόμο για το σπίτι η φωτογράφιση τριγύριζε στο μυαλό του. Ένα παγωμένο αεράκι φυσούσε απαλά, ανακατωμένο με ανάλαφρες νιφάδες, κι αυτός σήκωσε ασυναίσθητα το γιακά του παλτού του. Τι στο καλό να έβγαζε; Μια ατέλειωτη σειρά από παιχνίδια πέρασε σε δευτερόλεπτα από τη μνήμη του, όταν ξαφνικά το μυαλό του σταμάτησε σε ένα συγκεκριμένο, που η εικόνα του ήταν τόσο παλιά και ξεθωριασμένη που την είχε σχεδόν ξεχάσει.
Ήταν-δεν ήταν εφτά χρονών και πλησίαζαν Χριστούγεννα. Ήταν επίσκεψη στη θεία του και είχε μαζί του το δώρο που του είχε μόλις κάνει ο πατέρας του για τις γιορτές: ένα τηλεκατευθυνόμενο τρενάκι. Ήταν ό,τι καλύτερο είχε λάβει ποτέ˙ είχε ενθουσιαστεί.
Κλεισμένοι στο δωμάτιο με τον ξάδερφό του έπαιζαν ξετρελαμένοι με το τρένο, όταν ακούστηκαν θόρυβοι. Συρσίματα, ένα τρίξιμο, ο ήχος ενός γυαλιού που γίνεται θρύψαλα. Βγαίνει απορημένος στον διάδρομο κι από τη μισάνοιχτη πόρτα του διπλανού δωματίου βλέπει τον πατέρα του και τη θεία του. Έχουν γείρει πάνω στο γραφείο, αυτή έχει τυλιγμένα τα χέρια της γύρω απ’ τον λαιμό του κι αυτός προσπαθεί με βίαιες κινήσεις να της σηκώσει τη φούστα.
Δεν ήταν τόσο ότι σοκαρίστηκε, όσο ότι απόρησε, δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό που είδε ήταν φυσιολογικό ή όχι. Κι αν τα είπε όλα μονοκοπανιά στη μητέρα του φτάνοντας στο σπίτι, δεν το ‘κανε για να μαρτυρήσει τον πατέρα του, αλλά για να του λυθεί η απορία.
Τα Χριστούγεννα εκείνα ήταν τα χειρότερα της ζωής του. Πέρασαν αργά, σε ένα κλίμα έντασης, σιωπής και καυγάδων. Γι’ αυτό από τότε δεν αγαπά τα Χριστούγεννα, του φαίνονται σιωπηλά, άδεια, ενοχλητικά, σαν τον θόρυβο ενός γυαλιού που σπάει στην απόλυτη ησυχία ενός κενού δωματίου. Και βαθιά μέσα του του έχει μείνει μια ανεξήγητη αίσθηση ότι φταίει ο ίδιος γι’ αυτό, ότι μόνος του κατέστρεψε την αγαπημένη του γιορτή. Ότι αυτός χάλασε όλες τις γιορτές, όλες τις μέρες της ζωής του που ακολούθησαν από τότε.
Το παιχνίδι, που μέσα στην ταραχή του το ξέχασε στο σπίτι της θείας, δεν το ξαναπήρε πίσω. Το ζήτησε, αλλά ο ξάδερφος τού είπε πως, αφού το ξέχασε, δεν του ανήκει πια. Ούτε τον πατέρα του ξαναείδε από τότε. Λίγες βδομάδες μετά έφυγε από το σπίτι και έκτοτε δεν τον συνάντησε παρά ελάχιστες φορές.
Αναλογιζόμενος όλα αυτά του ήρθε μια εκπληκτική ιδέα. Αγόρασε από ένα κατάστημα παιχνιδιών ένα τρένο όμοιο με το απολεσθέν. Το έστησε στο σαλόνι του σπιτιού του κι άρχισε να το φωτογραφίζει με ζήλο. Στη συνέχεια πήρε ένα σφυρί κι άρχισε να το χτυπάει με όλη του τη δύναμη. Το τρενάκι κόπηκε στα δύο, οι ράγες έγιναν κομμάτια κι άρχισαν να πετάγονται προς όλες τις κατευθύνσεις, ο σταθμός προσγειώθηκε σε μια γωνιά του δωματίου, η χαρούμενη μουσική που έπαιζε σταμάτησε απότομα. Κι αυτός συνέχιζε να φωτογραφίζει. Όσο πιο πολύ χτυπούσε, τόσες πιο πολλές φωτογραφίες έβγαζε, τόσο πιο πολύ ένιωθε τους ορίζοντές του να ανοίγουν, την έμπνευση του να γιγαντώνεται, τη δημιουργικότητά του και την ελευθερία του να φτάνουν σε ένα ανεπανάληπτο και χωρίς προηγούμενο απόγειο. Πρώτη φορά σε όλη του τη ζωή ξέσπασε με τέτοια μανία και, όταν σταμάτησαν τα φλας, έγειρε δίπλα στα θρύψαλα αποκαμωμένος.
Ο δάσκαλος ενθουσιάστηκε. «Επιτέλους, έκανες το άλμα, πέρασες στο επόμενο επίπεδο, βρήκες τον φωτογραφικό σου εαυτό», τον γέμισε με καταιγισμό κομπλιμέντων.
«Ναι, ίσως», ψέλλισε αυτός κι έμεινε να κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο το χιόνι που έπεφτε αργά.
* Η Χρυσάνθη Ιακώβου σπούδασε Ελληνική Φιλολογία και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές (Αχ-έρων, Εκδόσεις Βακχικόν 2013, και Τεθλασμένοι χρόνοι, Εκδόσεις Βακχικόν 2017)