του Ηλία Καφάογλου
Λοιπόν, ασπούδαστη η ψυχή του ανθρώπου. Όλα ξεκινούν, στο ομώνυμο με τον τίτλο του βιβλίου πρώτο από τα δεκατρία διηγήματα που συναπαρτίζουν την τρίτη συλλογή του Ανδρέα Νικολακόπουλου, στην κορυφή ενός κακοβαλμένου στο έδαφος ογκόλιθου. Πρόκειται για ένα «μακρόστενο εξόγκωμα ξεγυμνωμένου από χορτάρια αβυσσαλέου βράχου […] που ήταν γνωστό με το όνομα Σάλτος και από τη στιλπνή κορυφή του έριχναν στο μεγάλο κενό τα ζωντανά για πάνω από ενενήντα χρόνια». Αλλά κι ένας ιερέας ριχνόταν μάταια στο κενό, γιατί ήθελε να ξεφύγει από τις τύψεις που είχε μαγαρίσει τη θυγατέρα του – ο βράχος «δεν έπαιρνε την ικανοποίηση που ζητούσε ούτε από το αίμα που χρειαζόταν για να ξεδιψάσει τα ριζά του». Και τα άλογα τα κουτσά και γέρικα, θυμάται διά χειρός Νικολακόπουλου ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του, έριχναν στο χωριό στον γκρεμό, και τα νεογέννητα ανεπιθύμητα κουτάβια, και τον αγαπημένο λευκομέτωπο ντορή, άρρωστον και ανήμπορο, πια – το χώμα έχει μνήμη, ο Νικολακόπουλος αξιοποιεί αυτήν τη σκευή, του χώματος, αλλά και της μνήμης, της μνήμης του χώματος. Και ο ήρωας-αφηγητής του μετράει τα δευτερόλεπτα μέχρι να ακούσει τα κλαδιά να σπάνε και «ύστερα ένα υπόκωφο γδούπο από το σώμα του ντορή που έσκασε στη γη χαμηλά». «Αεσίφρων και μωρός», σαλταρισμένος, σε κατάδυση στην τρέλα, κάνει το άλμα, παρατάει τους ανθρώπους, οργώνει τα βουνά, «πλάνητας και λειψός». Το μόνο της ζωής του νοιάξιμο είναι πια να κοιτάζει ψηλά τον Σάλτο, κάθε φορά που ακούει κραυγή και να μετράει σπυρί σπυρί τον χρόνο μέχρι τον «τελικό στροβιλισμό».
Δεν είναι, όμως, μόνον οι μνήμες του χωριού –μνήμη, φιλόξενο καταφύγιο, φιλόξενο κοιμητήριο– και του Σάλτου που κάνουν τη γραφή του συγγραφέα της Αποδοχής κληρονομιάς να μυρίζουν χώμα –και τις λέξεις του και τα σημεία στίξης του, μαύρα σημάδια σε λευκό χαρτί ή λευκή επιφάνεια, πενθήματα–, είναι και οι θρύλοι και οι ιστορίες που σκαρώνει, που έχει πιθανόν ακούσει ή διαβάσει αυτός ο κοσμοπολίτης συγγραφέας, για τους καρβουνιάρηδες Δαπορίτες, λόγου χάριν, το παιδικό κορμί, κουρελιασμένο από μανία ερωτική, τις γυναίκες που πήραν την τύχη τους στα χέρια τους, την άμυνα και την άλωσή τους, και ο φωτοσβέστης Μάναπ που βροντάει το κρανίο της νεκρής σημαιοστολισμένης γυναίκας στο χώμα, πριν βαλθεί να τρώει τα μυαλά της και πριν η βροχή ξεβάψει από το ακέφαλό της σώμα «το μαύρο χρώμα που έδινε του κάρβουνου η σκόνη» – σαλταρισμένοι ήρωες ενσελιδισμένοι σε απολύτως νοικοκυρεμένη γραφή, όπου το παραμικρό δεν περισσεύει. Νεκροταφεία, πεδία μαχών, εγκατελελειμμένα χωριά και γειτονιές –«μπερδεμένο κουβάρι λειψών κτισμάτων από κοκκινόχωμα [….] σαν μια γειτονιά που την κατάπιαν την ίδια στιγμή η φωτιά, η λάβα, η βλάστηση και ο κατακλυσμός»–, επιστημονικά εργαστήρια, στη χώρα μας και αλλού, Μεξικό, Ισπανία, Μεγάλη Βρετανία, γη και θάλασσα, και «η ανατριχίλα που απλώνει το σκοτάδι και το φεγγαρόφωτο και που αρνούμαστε πως πρόκειται για πρόβα της μετά θάνατον ζωής». Η νύχτα, το σκότος συνιστά το προνομιακό πεδίο αποκαλύψεων, οι ευτοπίες γυρίζουν σε ουτοπίες, η ζωή διά του θανάτου πληρούται και νοηματοδοτείται, ο εξίτηλος κόσμος, διά της γραφής στον Σάλτο, καταλήγει στο χώμα, πατρίδα και λίκνο προορισμού. Ο θάνατος γίνεται πλήρωμα, χρόνο και σιωπή χρειάζεται και οι νεκροί πρέπει να μείνουν μόνοι με το καινούργιο δώρο τους, την καινούργια απαλλαγή τους από τη στέρηση, να ημερέψουν. Το ίδιο το εξώφυλλο, εν προκειμένω, εξεικονίζει θαυμάσια όλα όσα προσπαθήσαμε να πούμε: Οστά κάτασπρα, νεκροκεφαλές που πλαισιώνονται και τρόπον τινά δορυφορούνται από μικρά, ισχνά σχεδόν, κλωνάρια αμάραντου, λουλούδι χρυσαφί πάντοτε ανθισμένο, που «τρών΄αγρίμια και ημερεύουν», για να θυμηθούμε το ομώνυμο τραγούδι της δημοτικής ποίησης, λουλούδι, επίσης, άριστο αφιέρωμα στους θεούς, για να θυμηθούμε τον Θεόκριτο και τον Διοσκουρίδη, φυτό ελίχρυσον για τον Θεόφραστο, χρυσάνθεμον. Η λατρεία της φύσης και της υπαίθρου, εξάλλου και παράλληλα, είναι εμφανής στα διηγήματα του Νικολακόπουλου. Δεν συνιστούν απλώς τρόπον τινά σκηνικό πλαίσιο, αλλά λειτουργούν και ως αλληγορία για τον ατέρμονο κύκλο της ζωής και του θανάτου, αυτού που είναι μια μεγάλη αγκαλιά σαν το χώμα που μας σκεπάζει. Οι θνητοί είναι σαν έτοιμοι από καιρό να περάσουν στην άλλη πλευρά, στον σάλτο, τα σώματα αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους σαν χρόνο, πριν εκτεφρωθούν από το μέλλον, σε μια διελκυστίνδα μεταξύ λογικής και τρέλας, όπου η δεύτερη κρατάει γερά τα –διακειμενικά– ηνία. Οι επεξηγηματικές παραπομπές για τα αποσπάσματα που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως εισαγωγή σε ένα έκαστο διήγημα ή εγκιβωτισμένο στην επιφάνεια της γραφής –Αρθούρος Ρεμπώ, Τριστάν Τζαρά, Γκέοργκ Τρακλ αλλά και Τζιμ Μόρισον– μαρτυρούν τη διακειμενικότητα του κειμένου, τη διακειμενικότητα ενός διαλόγου με τους νεκρούς – γιατί και έτσι μπορεί να διαβαστεί ο Σάλτος. Ο Νικολακόπουλος ακούει τους πεθαμένους με τα μάτια, όπως κι εμείς γραμμή τη γραμμή στα διηγήματά του, σαν να κοιτάζουμε λεπτομερώς πίνακα, λόγου χάριν, του Ιερώνυμου Μπος έρρυθμες σπουδές, εξάλλου, ρυθμικές και μελωδικές σπουδές στον ζόφο.
Λοιπόν, της γραφής τα ηνία κρατάει γερά ο Νικολακόπουλος, που, αν κρίνουμε από την έκταση κάποιων από τα διηγήματα του Σάλτου, ήδη σαλτάρει προς εκτενέστερες φόρμες, εν φαντασία και λόγω.
Ανδρέας Νικολακόπουλος, Σάλτος, Ίκαρος, 2022.