της Βαρβάρας Ρούσσου
Ο Γιώργος Λίλλης εκδίδει το 1999 την πρώτη του συλλογή και, στην αρχή της νέας δεκαετίας (2001), τη δεύτερη. Παρουσιάζεται σε μια θεωρούμενη κομβική στιγμή όχι μόνον λόγω αλλαγής χιλιετίας αλλά επειδή οι ποιητές/τριες που εμφανίζονται αυτή την περίοδο θεωρείται ότι κατόρθωσαν μια αποφασιστική ανανέωση στην ποίηση, στις θεματικές και τους τρόπους, αλλά και στη γενικότερη στάση τους απέναντι στην τέχνη και την κοινωνία. Διαμορφώνοντας σταδιακά το ποιητικό του ιδίωμα ο Λίλλης εκδίδει την όγδοη συλλογή του με τον παράδοξο τίτλο Το χάπι Μούρτι-Μπίνγκ που εύλογα προκαλεί ερωτήματα για το όνομα, το είδος και τη θεραπευτική δύναμη του χαπιού.
Το μότο λειτουργεί διευκρινιστικά ως προς τον τίτλο: προέρχεται από το βιβλίο Αιχμάλωτη σκέψη του Πολωνού λογοτέχνη Τσέσλαβ Μίλος (1911-2004 βραβευμένος με Νόμπελ), δοκιμιακό έργο για τη στάση διανοούμενων και καλλιτεχνών σε ολοκληρωτικά καθεστώτα τα οποία και καταδικάζονται. Το χάπι Μούρτι-Μπίνγκ υποτίθεται καταστέλλει κάθε αντίδραση και μετατρέπει τους αντιφρονούντες σε πειθήνια όργανα. Στα ποιήματα της συλλογής τη θέση του χαπιού καταλαμβάνουν κάθε είδους στρατηγικές και κατευναστικές πειθαρχικές διαδικασίες που ελέγχουν νου και σώμα, δράση και σκέψη. Για τον Λίλλη αποτελούν θεματικές σταθερές αφενός η αποτύπωση της σχέσης ατόμου – εξουσιαστικών μηχανισμών και δομών που έχουν ως αποτέλεσμα την πειθαρχημένη σύγχρονη ζωή αφετέρου ο ποιητικός λόγος ως μορφή αντίστασης. Στη συλλογή Ο άνθρωπος τανκ (2017 και 2020) ο τόνος διαμαρτυρίας, καταγγελίας αλλά και η ποίηση ως αναστοχαστική πράξη που ετοιμάζει τη δράση βρίσκουν τη συνέχειά τους στη νέα αυτή ποιητική κατάθεση.
Όπως και στην προηγούμενη συλλογή η ποίηση και ο ποιητής διατηρούν το αναφαίρετο εγγενές δικαίωμα και υποχρέωση της αντίδρασης-αντίστασης ώστε να μην πάψει η τέχνη να είναι επικίνδυνη κατά τη ρήση του Αντόρνο. Αν και μόνον λόγος η ποίηση δεν παύει να διατηρεί την επικίνδυνη ουσία της: «Λόγια, λόγια, λόγια» επιγράφεται το ποίημα που παραπέμπει στο γνωστό τραγούδι των αδελφών Κατσιμίχα «Η συνέλευση των ποντικών». Η εξουσία δεν είναι ορίσιμη, βρίσκεται παντού, δίνει την εντύπωση ότι έχει την έννοια των κοινωνικών-οικονομικών θεσμών που λειτουργούν καταπιεστικά/ταξικά και επιβάλλονται μέσω ποικίλων εξουσιαστικών λόγων στους οποίους δεν αντέχουν οι αντιεξουσιαστικές ρωγμές: «Τι πιο όμορφο από μια εξουσία/ που κοιλιές γεμίζει και θεσούλες μοιράζει/δεν θα μας δεις, όχι, δεν θα μας δεις/ να προπηλακίζουμε κανέναν μέντορα/μας ταιριάζει η προβιά/» («Η φαντασία στην εξουσία»)˙ «τελικά έμαθα να μιλώ τη γλώσσα σας/[…] τελικά έμαθα να χορεύω τους χορούς σας[…] («Το χάπι Μούρτι-Μπίνγκ»)˙ («…όλοι με κάποιον τρόπο καταλήγουμε/ να γρονθοκοπούμε αέρα κοπανιστό.» («Τίποτα δε χαρίζεται»)˙ ματαίωση και αποδυνάμωση είναι η συνέπεια της καθημερινής επαναληπτικότητας: «η επιβίωση είναι ταλέντο// θα προσαρμοστείς/ στο εγγυώμαι» («Δον Κιχώτης»).
Το πολωτικό σχήμα εξουσία ορατή vs. εμείς/εγώ, φαίνεται παρήγορο γιατί διατηρεί σαφή τα όρια μεταξύ (καλλιτεχνικής) συνείδησης και εξουσιαστικών μηχανισμών και ποιητικά λειτουργικό εντός ενός πλαισίου μελαγχολίας που όμως δεν αγγίζει το όριο της παραίτησης και της επαναληπτικής θρηνολογίας. Η απομόνωση του μικρο-μεσο-αστού, η δυσαρέσκεια και ο φόβος του, η διαρκώς ανανεούμενη απόφαση υποταγής είναι η θεματική των περισσότερων ποιημάτων. Δεν λείπουν εντούτοις και ποιήματα αντλημένα από το πεδίο του ιδιωτικού αλλά συστοιχισμένα με τα υπόλοιπα σε βαθμό που το προσωπικό να αναγνωρίζεται ως κοινή εμπειρία. Δύο μυθολογικής βάσης («Σίσυφος» και «Νάρκισσος») με τον τρόπο της παραλληλίας ως σχεδόν αλληγορίας έχουν αντίκρισμα στο σήμερα ενώ τα «Οικογενειακό τραπέζι», «Θερμοκοιτίδα» εκκινούν, όπως φαίνεται, από το χώρο του ατομικού (χωρίς να υπαινίσσομαι αυτοβιογραφική αναγωγή).
Ισχυροποιώντας την στάση του για την ισχύ της ποίησης ως φορέα εξεγερμένου, κατά μία έννοια, λόγου ο Λίλλης χρησιμοποιεί απλή, καθημερινή γλώσσα, χωρίς καμιά κρυπτική διάθεση. Παράλληλα, διακρίνεται η προσεκτική στιχουργική διαίρεση και μορφολογική οργάνωση των ποιημάτων. Παρατηρείται λ.χ. συμμετρική κατανομή (που ανακαλεί την εξουσιαστικά επιβεβλημένη τάξη) στο ομώνυμο της συλλογής ποίημα, στο «Οδηγίες χρήσης», στο «Σε τι πιστεύει εκείνος που δεν πιστεύει» κ.ά
Θα τοποθετούσα τη νέα συλλογή του Λίλλη στην ομάδα μιας σειράς άλλων που αντιλαμβάνονται την ποίηση (και) ως δημόσιο λόγο με κοινωνικό χρέος, παρά φυσικά τις επιμέρους διαφορές τους. Αναφέρω ως παράδειγμα συλλογές νεότερων ποιητών/τριών, που παρουσιάστηκαν περισσότερο από μια δεκαετία μετά το Λίλλη: του Γιώργου Πρεβεδουράκη Κλέφτικο (2013), του Παναγιώτη Μηλιώτη Το σκίτσο στην ντουλάπα (2017) και την πρόσφατη Λιώναν με τις μπότες το χορτάρι (2021), του Δημήτρη Γκιούλου Αστικά δύστυχα (2020) ή από μια άλλη πλευρά της Πελαγίας Φυτοπούλου το Μάθημα Γεωγραφίας (2021) και άλλων ακόμη με τους οποίους θα μπορούσε η συλλογή του Λίλλη να διαλέγεται υποδεικνύοντας μια ιδιαίτερα δυναμική διάσταση της σύγχρονης ποίησης που, μεταξύ άλλων, ανοίγει έναν άμεσο δίαυλο επικοινωνίας με τους αναγνώστες.
Γιώργος Λίλλης, Το χάπι Μούρτ-Μπινγκ, ενύπνιο 2021
Βρες το εδώ