της Λίλας Κονομάρα.
Από ένα απόσπασμα στο W ή η μνήμη της παιδικής ηλικίας γνωρίζαμε ότι το «πρώτο λίγο πολύ ολοκληρωμένο μυθιστόρημα» του Ζορζ Περέκ σχετιζόταν με έναν διάσημο πίνακα της Αναγέννησης, τον Κοντοτιέρο (1745) του Αντονέλλο ντα Μεσσίνα. Κανένα τέτοιο μυθιστόρημα ωστόσο δεν δημοσιεύτηκε όσο ζούσε ο Περέκ. Όπως αναφέρει ο Ντέιβιντ Μπέλος σε άρθρο του στο New Yorker, όταν άρχισε να μαζεύει υλικό για τη βιογραφία του λίγο μετά το θάνατο του Περέκ το 1982, το κείμενο αυτό δεν βρέθηκε πουθενά στα χαρτιά του. Όπως και άλλα πρώιμα έργα του τα οποία ο ίδιος κατέγραψε σε μια αυτο-βιβλιογραφία που συνέταξε για το λογοτεχνικό περιοδικό L’Arc, το μυθιστόρημα αυτό είχε μυστηριωδώς εξαφανιστεί.
Κάποιοι παλιοί φίλοι του συγγραφέα εξήγησαν τελικά στον βιογράφο τι είχε συμβεί. Ο Περέκ ζούσε στην ανέχεια, δουλεύοντας ως αρχειοθέτης της βιβλιοθήκης του νοσοκομείου Saint-Antoine. Ξαφνικά, μετά την έκδοση του Τα Πράγματα, το 1965, γίνεται διάσημος και έχει τη δυνατότητα να εγκαταλείψει τη σοφίτα όπου έμενε και να μετακομίσει σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στη Rue du Bac. Καθώς ετοιμάζεται να μετακομίσει την άνοιξη του 1966, γεμίζει μια χαρτονένια βαλίτσα με χαρτιά που ήταν για πέταμα και μια παρόμοια με τα γραπτά του. Κατά τη μεταφορά, πετιέται στα σκουπίδια η λάθος βαλίτσα. Όλα τα χειρόγραφα του Περέκ πριν από Τα Πράγματα χάνονται.
Μετά από αυτό, ο Ντέιβιντ Μπέλος θεώρησε αυτά τα έργα παντοτινά χαμένα. Συντάσσοντας τη βιογραφία του Περέκ, προσπάθησε να έρθει σε επαφή με όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους τον είχαν γνωρίσει. Έτσι, ένα βράδυ συνάντησε έναν πρώην δημοσιογράφο, τον Αλέν Γκερέν, ο οποίος είχε γνωρίσει τον Περέκ στο Μουλέν ντ’ Αντέ, το ησυχαστήριο του συγγραφέα στη Νορμανδία στα τέλη του ’60. Προς το τέλος της βραδιάς, ο Γκερέν του εξομολογήθηκε ότι κάποιος του είχε δώσει κάποτε ένα από τα έργα του Περέκ για να το αξιoλογήσει. Ο ίδιος δεν ήξερε αν είχε κανένα ενδιαφέρον και του ζήτησε αν μπορούσε να ρίξει μια ματιά, τείνοντάς του έναν φάκελο. Μέσα βρισκόταν ένα αντίγραφο 157 σελίδων και οι πρώτες λέξεις που διάβασε ήταν: georges perec le condottiere roman (τα πεζά στοιχεία α λα cummings ήταν πολύ της μόδας στη γαλλική πρωτοπορία της εποχής).
Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Γκασπάρ Ουίνκλερ, γόνος καλής οικογενείας, ο οποίος διαθέτει ταλέντο στη ζωγραφική. Γνωρίζει τυχαία ένα ζωγράφο, τον Ζερόμ, ο οποίος τον εκπαιδεύει στην παραχάραξη έργων τέχνης. Ο Ουίνκλερ διακόπτει κάθε σχέση με την οικογένειά του, ειδικεύεται στη συντήρηση έργων τέχνης και αποκτά μια δουλειά σε ένα μουσείο προκειμένου να καλύπτει τα ίχνη του, διότι παράλληλα πλαστογραφεί νομίσματα, κοσμήματα και ελαιογραφίες, από Μαντόνες της Αναγέννησης έως τοπία των Ιμπρεσιονιστών. Ο Ανατόλ Μαντέρα, αρχηγός μιας σπείρας εμπόρων έργων τέχνης, του δίνει έναν πίνακα ζωγραφισμένο από κάποιον ήσσονος σημασίας ζωγράφο της Αναγέννησης και του ζητάει να επιζωγραφίσει ένα δήθεν άγνωστο αριστούργημα κάποιου διάσημου ζωγράφου της Αναγέννησης που θα έπιανε πολύ υψηλή τιμή στην αγορά. Ο Ουίνκλερ αποφασίζει να μη μιμηθεί κάποιο ήδη υπάρχον πορτρέτο, αλλά να φτιάξει κάτι τελείως καινούριο που θα αναγνωριζόταν μεν από τους ειδικούς ως έργο του Αντονέλλο ντα Μεσσίνα, αλλά θα αποτελούσε και αυτό καθεαυτό ένα σπουδαίο έργο τέχνης. Όπως ήταν αναμενόμενο, δεν τα καταφέρνει και, μη μπορώντας να αποδεχτεί την αποτυχία του, κόβει το λαρύγγι του Μαντέρα. Η αφήγηση ξεκινάει αμέσως μετά το φόνο. Ο Ουίνκλερ το σκάει και πηγαίνει στη Γιουγκοσλαβία όπου διηγείται την ιστορία του σ’ έναν παλιό του φίλο. Το μυθιστόρημα σταματάει εκεί. Δεν θα μάθουμε ποτέ τη συνέχεια.
Έχουμε λοιπόν την αρχική αφήγηση που εκτυλίσσεται σαν εσωτερικός μονόλογος – όπου χρησιμοποιούνται πλήθος τεχνικών ροής της συνείδησης που περιπλέκουν συχνά το κείμενο – και την αναδιήγηση της ιστορίας υπό μορφήν ερωτήσεων και απαντήσεων, κάτι ανάμεσα σε ανάκριση και ψυχοθεραπεία. Ο Περέκ επέλεξε και σε επόμενα βιβλία του, όπως στο W ή η ανάμνηση των παιδικών χρόνων, τις διπλές, εναλλασσόμενες αφηγήσεις.
Το δίλημμα του Ουίνκλερ είναι το εξής: όσο τέλειος από πλευράς τεχνικής κι αν είναι ένας πίνακας, δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και αυθεντική δουλειά και πλαστογραφία. Προσπαθώντας να φτιάξει αυτό το αριστούργημα μιμούμενος τον Αντονέλλο ντα Μεσσίνα, έρχεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό, μια φευγαλέα, ακαθόριστη και απατηλή ταυτότητα. Όσο πιο πολύ μιμείται την τεχνοτροπία του Αντονέλλο ντα Μεσσίνα, τόσο περισσότερο διαφέρει το αποτέλεσμα. Ο Περέκ φέρνει τον ήρωά του αντιμέτωπο με την αλήθεια της τέχνης. Και στις δύο αφηγήσεις, ο φόνος εμφανίζεται ως λύτρωση. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Ουίνκλερ παύει να είναι κίβδηλος με τη διπλή έννοια – και του πλαστογράφου και του μη αληθινού καλλιτέχνη.
Λίγο καιρό αργότερα, βρέθηκε και δεύτερο αντίγραφο του έργου ανάμεσα στα χαρτιά ενός φίλου του Περέκ. Αν και ανήκει στα πρώιμα έργα του δεν μπορεί, σύμφωνα με τον βιογράφο του, να χαρακτηριστεί πρωτόλειο. Ο Περέκ το έγραψε σε διάστημα τριών χρόνων, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη στρατιωτική του θητεία σε μια μοίρα αλεξιπτωτιστών. Το 1958, μια εκδοχή του μυθιστορήματος με τον τίτλο Gaspard pas mort υποβλήθηκε σε κάποιον εκδότη που το απέρριψε. Τράβηξε όμως την προσοχή ενός επιμελητή του Γκαλιμάρ, ο οποίος μάλιστα έκανε στον Περέκ συμβόλαιο δίνοντάς του και μια προκαταβολή, ζητώντας του όμως να το ξαναδουλέψει. Τελειώνοντας το στρατιωτικό του ο Περέκ αφιέρωσε στο μυθιστόρημα οκτώ περίπου μήνες και όταν τελείωσε, εξαντλημένος, έγραψε κατά μήκος όλης της γραμμής ENDENDENDEND και από κάτω: «Θα πρέπει να με πληρώσετε για ψυχική οδύνη αν θελήσετε να το ξαναγράψω», Πέμπτη, 25 Αυγούστου 1960.
Ο συγγραφέας βιαζόταν να τελειώσει γιατί επρόκειτο να φύγει για τη Σφαξ στην Τυνησία όπου η γυναίκα του Πωλέτ είχε βρει δουλειά ως δασκάλα. Τα άσχημα νέα έφτασαν λίγες μέρες πριν φύγει από το Παρίσι. Έχοντας διαβάσει τη νέα εκδοχή του μυθιστορήματος, προτιμούσαν τελικά να μη δώσουν συνέχεια σ’ αυτήν τη συνεργασία.
Ο Περέκ μπορούσε να κρατήσει την προκαταβολή. Τα νέα προκάλεσαν σχεδόν την κατάρρευση του συγγραφέα, οι μήνες που ακολούθησαν ήταν από τους πιο ζοφερούς στη ζωή του. Τελικά όμως ανασκουμπώθηκε και ρίχτηκε σε νέα σχέδια που σταδιακά τον οδήγησαν στα Πράγματα. Μέλος της ομάδας Oulipo (Ouvroir de littérature potentielle), επιδόθηκε με παιγνιώδη διάθεση σε διάφορους πειραματισμούς με τη γλώσσα, εξερευνώντας ακόμα και τη σχέση της με τα μαθηματικά ή την κυβερνητική. Υιοθέτησε διάφορες τεχνικές όπως το λιπόγραμμα (κείμενο από το οποίο λείπει ένα γράμμα) στην Εξαφάνιση ή τη διακλάδωση (κείμενο που διαβάζεται με πολλούς τρόπους και όχι απαραίτητα γραμμικά) στο μυθιστόρημά του Ζωή, οδηγίες χρήσεως. Εκεί ο Περέκ συνθέτει 179 ιστορίες, τόσες όσες και οι χώροι μιας πολυκατοικίας στο Παρίσι, μια πολυφωνική σύνθεση που διέπεται από την αυστηρά προδιαγεγραμμένη λογική του σκακιού. Οι ιστορίες μπορούν να διαβαστούν ως ξεχωριστό κομμάτι η καθεμιά, αλλά και ως αναπόσπαστο κομμάτι ενός παζλ. Ταυτόχρονα, ο Περέκ δούλεψε για το ραδιόφωνο, σκηνοθέτησε ταινίες, συνέταξε μέχρι και σταυρόλεξα για το περιοδικό Le Point.
Το 1960, υπό κράτος της απογοήτευσης ακόμα, γράφει σε ένα φίλο: «Καλή τύχη σε όποιον διαβάσει το μυθιστόρημά μου. Θα επιστρέψω σ’ αυτό σε δέκα χρόνια όταν θα έχει γίνει αριστούργημα, ειδεμή θα περιμένω στον τάφο μου μέχρι κάποιος από τους πιστούς ερμηνευτές του έργου μου πέσει πάνω σε ένα παλιό μπαούλο που είχες κάποτε και το φέρει στο φως». Πόσο προφητικό! Ο Ντέιβιντ Μπέλος ανακαλύπτει το χαμένο μυθιστόρημα το 1992, το οποίο δημοσιεύεται για πρώτη φορά το 2012.
Δυστυχώς, δεν έχει το παραμικρό λογοτεχνικό “ενδιαφέρον”. Ευτυχώς, η αποτυχία να εκδοθεί οδήγησε τον Περέκ σε άλλες κατευθύνσεις, και τον ήρωά του, Γκασπάρ Ουενκλέρ, να πρωταγωνιστήσει στο αριστούργημά του (“Ζωή οδηγίες χρήσεως”). Πάντως, το θέμα του “Κοντοτιέρου” αναπαράγεται (εν μέρει) στη θαυμάσια “Ιδιωτική πινακοθήκη” (“Un Cabinet d’amateur”), εκδ. Ύψιλον 1992.