To «αόρατο χέρι» της αναπαράστασης (του Παναγιώτη Λύγουρη)

0
581

του Παναγιώτη Λύγουρη (*)

 

Νοέμβριος 2023. Σε ένα κατάμεστο Ολύμπιον, στο πλαίσιο του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, παρουσιάζεται σε πρώτη προβολή και η νέα ταινία του Ράντου Ζούντε Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου. Το αν και υποψιασμένο κοινό, από το προ διετίας Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό του ίδιου σκηνοθέτη, βρίσκεται μάλλον ανυποψίαστα αντιμέτωπο, λίγο μετά τη μέση της ταινίας, με τη σιωπή, όταν ξαφνικά ο χρόνος παγώνει για να καταγραφούν στον φακό –και στην (κινηματογραφική) μνήμη– κάποιοι από τους εξακόσιους και πλέον σταυρούς-ταφόπλακες στο πλάι ενός και μόνο δρόμου της Ρουμανίας. Η περίπου τεσσάρων λεπτών σιγή στην οθόνη (ο αισθητός χρόνος προφανώς διαφορετικός) σημαίνει την αλά Τζον Κέιτζ και «4΄33΄΄» μουσική στην αίθουσα. Περιφέρω το βλέμμα: ευλάβεια, σεβασμός, αμηχανία –«θα τους δείξει όλους;»–, ένα γέλιο, το «σσσσς» που το κόβει μαχαίρι. Δίπλα μου δύο κυρίες σηκώνονται για να φύγουν αλλά κοντοστέκονται όρθιες. Βλέπω στο μυαλό μου την πινακίδα ενός (ιδιωτικού!) νεκροταφείου από προηγούμενη σκηνή της ταινίας να τις δοκιμάζει: «Περαστικέ διαβάτη, μην περνάς ψυχρά. Εκεί που είσαι ήμουνα, εδώ που είμαι θα ’ρθεις». Διάλειμμα (;) τέλος.

Στον κύριο κορμό της ταινίας –που προβάλλεται αυτές τις μέρες στις ελληνικές αίθουσες– παρακολουθούμε μία ημέρα από την οδύσσεια της καθημερινότητας της Άντζελα (Ilinca Manolache) στους ίδιους δρόμους, μιας υποαμειβόμενης κι ολοήμερα εργαζόμενης –έχει βάλει προσωπικό όριο στο 16ωρο– βοηθού παραγωγής, που εν προκειμένω της έχει ανατεθεί το κάστινγκ σε θύματα εργατικών ατυχημάτων, έτσι ώστε να επιλεγεί ο/η «ήρωας/ίδα» που θα κερδίσει 500 ευρώ και τη συμμετοχή του/της στο σποτ μιας πολυεθνικής για την ασφάλεια στους χώρους εργασίας. Μόνο που πίσω από την καμπάνια ευαισθητοποίησης και το «τυράκι» της αποζημίωσης ξεπλένονται οι ευθύνες της εργοδοσίας, η οποία τυχαίνει να είναι η ίδια η εταιρία που «δίνει φωνή» στο θύμα.

To Uber αυτοκίνητο-«σπίτι» της πρωταγωνίστριας λειτουργεί ως το ιδανικό (αφηγηματικό) όχημα για την ενσώματη αποτύπωση της επισφάλειας και της εξαΰλωσης κάθε αξίας της ανθρώπινης ζωής, έως και της βιολογικής της υπόστασης – στα «Πιες ένα Red Bull», π.χ., για να αντέξει να μην κοιμηθεί στο τιμόνι. Παράλληλα και εν μέσω αυτής της αγχώδους διαδρομής σχολιάζονται, ενίοτε με (μπλακ) χιούμορ, η νέα θρησκεία της ιδιοκτησίας κι η επέκταση του gentrification ώς και στα νεκροταφεία, οι διακρίσεις εντός της ετερότητας –η Ρομά ανάπηρη, ενώ θεωρείται αρχικά συμπεριληπτική επιλογή από την αυστριακή εταιρία, απορρίπτεται επειδή είναι ακόμα αποδεκτός αυτός ο ρατσισμός στη Ρουμανία–, σε μια εν γένει ιδιαίτερα σύνθετη, όπως διαγράφεται, πέρα δηλαδή από τον μανιχαϊσμό απλώς της υστέρησης, π.χ., απέναντι στο πρότυπο, κρυφο-νεο-αποικιοκρατική σχέση της χώρας με τη Δύση. Έτσι, η επιτελής της πολυεθνικής (Nina Hoss), απόγονος –κυριολεκτικά– του Γκαίτε, φαντάζεται τα χωρίς οδηγούς Tesla να λύνουν αυτοστιγμεί το κυκλοφοριακό στο Βουκουρέστι, ενώ δεν γνωρίζει εάν η εταιρία για την οποία εργάζεται καταστρέφει τα δάση της Ρουμανίας, αφού η ίδια δουλεύει στο τμήμα του μάρκετινγκ! «Αν συμβαίνει πάντως αυτό, είναι γιατί η Ρουμανία το επιτρέπει», συμπληρώνει.

Το σημαντικό, βέβαια, θέλω να υποστηρίξω, στην ταινία δεν είναι τόσο τα απολύτως επίκαιρα αυτά και άλλα θέματα που τίθενται όσο ο τρόπος με τον οποίο τίθενται. Εάν, για να θυμηθούμε τον Λούκατς, το πραγματικά κοινωνικό στην τέχνη είναι η μορφή, ο Ζούντε κάνει πολιτικό σινεμά αυστηρά και εμπρόθετα αρθρωμένο μέσα από τα κανάλια του αισθητικού, με ευθεία (και γκονταρική) επίθεση στην κυρίαρχη αισθητική, την ώρα που ανάγει σε κεντρικό ζήτημα της αφήγησης την ίδια την κρίση της αναπαράστασης, το τέλος του κόσμου (και) του σινεμά.

Ενδεικτικά: Ενθέτει μέσα στην ταινία του μια άλλη ταινία από την εποχή του Τσαουσέσκου, με πρωταγωνίστρια επίσης μια Άντζελα στο τιμόνι, οδηγό ταξί, αντιστρέφοντας τα χρώματα, γυρίζοντας τη σύγχρονη ιστορία «ερασιτεχνικά» και σε χοντρόκοκκο ασπρόμαυρο φιλμ που συγκρούεται και ταυτόχρονα συνυπάρχει με το έγχρωμο παρελθόν. Από τη δημιουργική σχάση της αντιθετικής συμπαράθεσης διαφαίνεται συνειρμικά το ουσιαστικά αμετάβλητο, μεν, της ζωής των (διευρυμένα) εργατικών τάξεων παρά τη φαινομενική πρόοδο μετά το τέλος του σοβιετικού κόσμου, το σκυθρωπό, δε, πρόσωπο του κομμουνιστικού καθεστώτος πίσω από το μακιγιάζ της εικόνας. Ο Ζούντε, μάλιστα, καθώς προβάλλει την παλιά ταινία, παγώνει σε σημεία τον χρόνο και σε αργή κίνηση ζουμάρει στα όρια του κάδρου, όπου εντοπίζει σκηνές που διέφυγαν της λογοκρισίας και για ένα ελάχιστο διάστημα εισχώρησαν στο πλάνο (την ουρά σε ένα συσσίτιο, για παράδειγμα), εκθέτοντας –με τη δικιά του εκ νέου χειρονομία– την ιδεολογική χειρονομία κάθε αναπαράστασης.

Στο ασπρόμαυρο παρόν, τα μόνα έγχρωμα διαλείμματα συνιστούν τα TikTok βίντεο της σύγχρονης Άντζελα, όπου με ένα τύπου Άντριου Τέιτ φίλτρο μιμείται σε διογκωμένη υπερβολή την πιο τοξική –πλην σχεδόν κανονικοποιημένη ως δήθεν anti-woke–, μισογυνική και κακοποιητική «λογική» της εποχής μας, με το τρολάρισμά της να προκαλεί πόλεμο στα σχόλια κάτω από τα βιντεάκια της και άκρατο γέλιο στην κινηματογραφική αίθουσα. «Είμαι σαν το Charlie Hebdo: ασκώ κριτική μέσω της ακραίας καρικατούρας», δηλώνει προς το τέλος, εκ μέρους μάλλον εδώ και του ίδιου του Ζούντε. Με την προσθήκη, επιπλέον, των νέων μέσων στο κινηματογραφικό αυτό κολάζ, ο Ρουμάνος σκηνοθέτης κλείνει το μάτι –για να επιστρέψουμε στην αρχή– στο «όλα είναι μουσική» του Κέιτζ με το δικό του «όλα είναι σινεμά», αντιλαμβανόμενος την έννοια του κινηματογράφου δυναμικά, μπολιάζοντάς την με καθετί νοούμενο καταρχήν ως αντι-κινηματογραφικό (TikTok, Zoom meetings κ.λπ.).

Ο πειραματικός αυτός υβριδισμός, βέβαια, όχι μόνο δεν πέφτει στη συνήθη παγίδα ενός στείρου φορμαλιστικού παροξυσμού, αλλά, θεωρώ, είναι ακριβώς ό,τι κάνει την ταινία τόσο «ρεαλιστική», γειωμένη στο σήμερα που το εμπεριέχει στο μεδούλι, στη μορφή της. Πέρα από όσα ήδη αναφέρθηκαν, η τελευταία πράξη του φιλμ περιμένει και προλαβαίνει την ένσταση, αλλάζοντας από την πλήρη διατάραξη της γραμμικότητας που χαρακτηρίζει μέχρι εκείνο το σημείο την ταινία –μαζί και το βλέμμα για την Ιστορία ως μη γραμμική– στο εντελώς ανάποδο: σε ένα σταθερό, σε πραγματικό χρόνο μονοπλάνο, όταν μέσα από μια α(συγ)κίνητη κάμερα παρακολουθούμε επί σαράντα περίπου λεπτά τον «τυχερό» άτυχο της παραγωγής Οβίντιου (Ovidiu Pîrșan) στο γύρισμα του σποτ της εταιρίας, όπου καλείται να αφηγηθεί τις συνθήκες του εργατικού του ατυχήματος υπογραμμίζοντας πάντα τη σημασία της ατομικής (του) ευθύνης. Ό,τι θα θεωρούνταν δραματουργικά περιττό διατηρείται τελολογικά εδώ, πολιτικοποιώντας έντονα τρόπον τινά –όπως και στο βουβό ιντερμέδιο– τη θέαση, αφού η εντεινόμενη πίεση και κούραση από τις συνεχείς επαναλήψεις της μαρτυρίας του, που όπως κι αν την τροποποιήσει δεν είναι αυτό που θέλει να ακούσει η εταιρία, βιώνεται μέχρι τέλους και από τον θεατή, με το γέλιο να αλλάζει σταδιακά σε σφίξιμο στο στομάχι.

Η ταινία θα μπορούσε να ιδωθεί, έτσι, και ως μία καίρια απάντηση στο παλιό αλλά διαρκώς επανερχόμενο και στις μέρες μας ερώτημα –από τον Λόουτς ώς την Εξάρχου και τον Λάνθιμο– για το πώς να κάνουμε και τι συνιστά πολιτική τέχνη, ακόμα και συγκεκριμένα προλεταριακή, πέρα από τον συνήθη ύποπτο συμβολισμό ή το παλιότερο ξόρκισμα κάθε (μετα-)μοντερνιστικής πρακτικής ως αστικής.

Νυχτώνει, ξεκινάει και ψιχαλίζει στο σετ, ξεκινούν και ξεφυσούν δίπλα μου στην αίθουσα, αποφασίζεται, τελικά, να μη δοθεί άμεσα ο λόγος στον Οβίντιου αλλά, σαν το κλιπ του «Subterranean homesick blues» του Ντίλαν, να κρατά και να αλλάζει απλώς καρτέλες με το ζητούμενο «μήνυμα». Ο μαρκαδόρος του Ντίλαν, το σπρέι πιο πρόσφατα του Ντάνιελ Μπλέικ του Λόουτς, το κενό χαρτόνι –για να βρεθούμε και με τα δικά μας– του ήρωα του Χρήστου Οικονόμου στο «Πλακάτ με σκουπόξυλο» (Κάτι θα γίνει, θα δεις) δίνουν τώρα τη θέση τους στην πολιτισμική βία του greenscreen, των πράσινων καρτελών, όταν την εκπροσώπηση των ταξικά «in terra Pontica» εξόριστων Οβιδίων αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει το «αόρατο χέρι» του μοντάζ.

* Ο Παναγιώτης Λύγουρης είναι φιλόλογος, απόφοιτος του μεταπτυχιακού προγράμματος «Νεοελληνική Φιλολογία: Ερμηνεία, κριτική και κειμενικές σπουδές» του ΑΠΘ.

 

[Ράντου Ζούντε (σενάριο-σκηνοθεσία), Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου, 2023, Ρουμανία-Λουξεμβούργο-Γαλλία-Κροατία, 163΄. Διανομή: Cinobo.]

Προηγούμενο άρθροΤα πέτρινα ημερολόγια (της Δήμητρας Ρουμπούλα)
Επόμενο άρθροΚλαυσίγελως (διήγημα του Ανδρέα Μήτσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ