της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη
Τέσσερα αδέλφια με τις οικογένειές τους έχουν συμφωνήσει να περάσουν τις τρεις εβδομάδες των καλοκαιρινών τους διακοπές στο σπίτι των παππούδων τους στην αγγλική ύπαιθρο με σκοπό να καταλήξουν αν θα το κρατήσουν (και μαζί με αυτό και όσες αναμνήσεις τους ενώνουν) ή θα το πουλήσουν.
Η άφιξη του καθενός λειτουργεί ως ιδανική σύσταση: πρώτη φθάνει η καλλιτέχνιδα, κοκέτα Άλις με το γιο ενός πρώην της, τον Κασίμ, αλλά ευθυνόφοβη ή ευθυνοφυγής, έχει ξεχάσει τα κλειδιά της. Στη συνέχεια εμφανίζεται η μικρότερη αδελφή, η Φραν, φορτωμένη με ψώνια, τα δυο μικρά της παιδιά και τις σκοτούρες τις καθημερινότητας μιας ευσυνείδητης δασκάλας/νοικοκυράς/μητέρας. Η μεγαλύτερη αδελφή, η ευαίσθητη και ιδιόρρυθμη Χάριετ έχει καταφτάσει νωρίτερα καθώς το αμάξι της είναι παρκαρισμένο στο σπίτι αλλά η ίδια κάνει περίπατο. Ο επαγγελματικά φτασμένος Ρόλαντ, κατα συρροήν γαμπρός, τους ειδοποιεί πως θα φτάσει τελικά με τη νέα του γυναίκα, Πιλάρ, και την κόρη του από προηγούμενο γάμο, Μόλυ, την επομένη. Το σπίτι συστήνεται ως πέμπτος, ζωντανός χαρακτήρας καθώς οι πρωταγωνιστές διαλέγουν δωμάτια και βολεύονται: η Άλις στολίζει το κάθε δωμάτιο με λουλούδια και η Φραν τακτοποιεί τα ψώνια και φτιάχνει το δείπνο όσο η Χάντλεϋ δίνει περιγραφικά ρέστα- δεν αναφέρει κουραστικές παρά μόνο εύστοχες, επεξηγηματικές λεπτομέρειες. Όσο τους απασχολούν τα τετριμμένα, ο απόηχος του παρελθόντος είναι παντού: ο παππούς τους ήταν ο ιερέας του χωριού(το πρεσβυτέριο είναι μεσοτοιχία με τον κήπο της εκκλησίας και τους τάφους της) αλλά και ποιητής γι’ αυτό η κάθε στιγμή σε αυτό το σπίτι είναι οξεία σαν στίχος. Ο Ρόλαντ αφικνείται και θέτει τέλος στην προσωρινή γυναικοκρατία- οι δυο γυναίκες που τον συνοδεύουν, η Αργεντίνα Πιλάρ που μυστικά προσπαθεί να ξεγλιστρήσει από το δικό της παρελθόν ως πιθανό τέκνον desaparecido (εξαφανισμένων) φοιτητών από τη χούντα Περόν και η έφηβη Μόλυ, θα αποτελέσουν ανέλπιστα αντικείμενα πόθου που θα ανατρέψουν τις φευγαλέες ισορροπίες.
Σε αντιδιαστολή με το οικείο πρεσβυτέριο που φιλοξενεί τη θαλπωρή, την υποστήριξη και την κατανόηση παρά τις εντάσεις της οικογένειας , και την πανέμορφη αγγλική ύπαιθρο που σφύζει περιπατητικών αναμνήσεων και προκλήσεων, μια εγκαταλελειμμένη καλύβα στο δάσος, θα εγκιβωτίσει όλες τις αρνητικές εκφάνσεις του παρελθόντος: τους φόβους, τους πόθους, τις προκαταλήψεις. Κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου με τον ανέμελο φροντιστή Κασίμ, τα δυο μικρά παιδιά, ο Άρθουρ και η Ήβη, θα βρουν στον πάνω όροφο της καλύβας το κουφάρι του χαμένου σκυλιού της γειτόνισσας και αποκόμματα από πορνοπεριοδικά εποχής. Ο ρόλος της καλύβας στο πρώτο μέρος του βιβλίου (Παρόν) περιορίζεται στο ρόλο του φόντου, στα επόμενα δυο μέρη όμως (Παρελθόν, Παρόν) γίνεται πρωταγωνιστικός και ιδιαίτερα στο τέλος θα μπορούσε να αποτελέσει το σκηνικό τραγωδίας, αν η Χάντλεϋ δινόταν στην εύκολη λύση μιας πρόδηλης καταστροφής. Όμως στο βιβλίο αυτό, όπως και στην πραγματική ζωή, οι συμφορές δεν είναι κραυγαλέες αλλά υπόκωφες.
Η δομή του βιβλίου σε τρια μέρη: Παρόν- Παρελθόν- Παρόν, που η Χάντλεϋ έχει ξεπατικώσει «αναίσχυντα», κατά την ίδια, από το μυθιστόρημα «Το Σπίτι στο Παρίσι» της Elisabeth Bowen, χρησιμοποιεί το παρελθόν επεξηγηματικά για τη σχέση, τις συγκρούσεις και τις σιωπές των ηρώων. Ουσιαστικά όμως, το μεσαίο μέρος (Παρελθόν) θα μπορούσε να σταθεί αυτούσιο, ως νουβέλα. Εξιστορεί την ιστορία της μητέρας των 4 πρωταγωνιστών, Τζιλ, όταν ηττημένη από την απουσία και την απιστία του συζύγου της βρήκε καταφύγιο με τα 3, τότε, παιδιά της στο πατρικό της. Το γεγονός ότι με το τέχνασμα αυτού του γιγάντιου φλας μπακ η Τζιλ είναι συνομήλικη στη διήγηση με τα παιδιά της και τα παιδιά της συνομήλικα με τον Άρθουρ και την Ήβη επιτρέπει παραλληλισμούς που δύσκολα θα έκανε κανείς αλλιώς και καθιστά σοκαριστικό το ότι το παρελθόν κάποτε ήταν τόσο ανέμελα, τόσο δεδομένα παρόν. Ο σφυγμός της εποχής, με τον απόηχο του Γαλλικού Μάη του 68 φτάνει παραμορφωμένος και αδιάφορος στην καθημερινότητα της Τζιλ που παλεύει να επιβιώσει την κρίση του (όπως γνωρίζει ήδη ο αναγνώστης -επισκέπτης από το μέλλον) καταδικασμένου γάμου της θέτει όμως τον προβληματισμό της επανάστασης ως αγαθό πολυτελείας που απολαμβάνει ο απών σύζυγος της Τζιλ καθώς η ίδια εξακολουθεί να πρέπει να φροντίσει την κάλυψη των αναγκών των παιδιών τους. Θυμίζει πολύ το «Γλυκύτερο Όνειρο» της Ντόρις Λέσσινγκ, όπου επίσης ένας βασικός χαρακτήρας , η Φράνσις. μεγαλώνει τα παιδιά της ( και διάφορα άλλα περιμαζεμένα παιδιά) στο περιθώριο της πολιτικής εξέλιξης του πρώην συζύγου της, ξεμπροστιάζοντας τις θεωρητικές ελλείψεις και δομικές αδικίες του γλυκού ονείρου μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας με τις προσωπικές της θυσίες για το μεγάλωμα των παιδιών.
Στην «Πέτρινη Σχεδία» ο Σαραμάγκου θέτει αμείλικτα το χρόνο ως μια ανίκητη δοκιμασία για το συγγραφέα: σε αντίθεση με το λιμπρέτο μιας όπερας, τα γεγονότα σε ένα μυθιστόρημα είναι αδύνατον να περιγραφούν ταυτόχρονα από δυο χαρακτήρες. Η Χάντλεΰ ξεπερνάει αυτή τη δοκιμασία- ο χρόνος παύει να είναι εμπόδιο ή πρόκληση και γίνεται εργαλείο και μάλιστα στα χέρια μιας μεγάλης τεχνίτριας. Πολλοί την παρομοιάζουν με σύγχρονη Τζέιν Όστιν ή ένα θηλυκό Χένρι Τζέημς. Στην οξυδέρκεια, την ευστοχία και την αμεσότητα μου θυμίζει περισσότερο την προαναφερθείσα Λέσσινγκ.
Το «Παρελθόν» είναι απολαυστικά καλογραμμένο, με τραγικές εξάρσεις που καρατομούνται ανηλεώς, πιπεράτες φαντασιώσεις που γειώνονται μόλις υλοποιούνται (ή λίγο πριν) και μια περιπαικτική μελαγχολία ενός βροχερού καλοκαιρινού Αυγούστου στην καταπράσινη, ειδυλιακή αγγλική εξοχή (αν και σε μεγάλο μέρος της διήγησης επικρατεί ηλιοφάνεια). Ίσως ο τίτλος να είναι κάπως παραπλανητικός: δεν υπάρχει ίχνος παρελθοντολαγνείας ή μελλοντολογίας, το θέμα, όπως και στην πραγματική ζωή, δε μπορεί παρά να είναι το «τώρα» που σίγουρα θα κάλπαζε αν δεν είχε σφηνωμένο κάπου ανάμεσα στην πιο μύχια του πλέξη το παρελθόν είτε σαν αγκάθι, είτε σαν πρώτη ύλη του.
Τέσα Χάντλεϊ, Το παρελθόν, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Gutenberg
Βρες το εδώ