To χρέος (χριστουγεννιάτικο 12, του Γραμμένου Γραμμένου)

0
451

 

 Γραμμένος Γραμμένος (*) 

«Ως τώρα εκράτησε το λόγο του»,T. A. Hoffman, «Ο χαρτοπαίκτης»,μτφρ. Κ. Καρυωτάκη

– Τριάντα ένα!

Ο πατέρας του κοίταγε τα χαρτιά αποσβολωμένος. Τρεις συνεχόμενες φορές δεκατέσσερα, είχε κερδίσει όλους τους αντιπάλους εκτός από έναν, τον ίδιο πάντα έναν που, και τις τρεις φορές, ποντάροντας κάθε φορά τα ρέστα του, έπαιρνε την παρτίδα φέρνοντας τριάντα ένα.

Πολλά χρόνια αργότερα ο Νίκος θα αναρωτιόταν τι ήταν πιο πιθανό να συμβεί, αυτό που τελικά είχε γίνει εκείνο το πρωί ή μήπως ο πατέρας του είχε πέσει θύμα μιας καλοστημένης παγίδας;

Πάντα στο ίδιο συμπέρασμα κατέληγε.

Εκείνο το πρωτοχρονιάτικο πρωινό τα πράγματα είχαν πάει κατά διαόλου. Είχε δει τον πατέρα του στο τελευταίο παιγνίδι να ξετινάζει τις τσέπες του, και ήξερε πως δεν του χει απομείνει τίποτα. Ο Νίκος, εκτελώντας εντολή της μάνας του, πέρασε από το καφενείο, καθώς γύριζε από το δικό του χαρτοπαικτικό παιγνίδι που είχε πάει ανέλπιστα καλά.

– Πήγαινε από κει, πάρτον και ελάτε να φάμε όλοι μαζί το μεσημέρι, σαν άνθρωποι, χρονιάρα μέρα σήμερα.

Ο πατέρας τον κοίταξε με μάτι θολό.

– Νίκο…

Κατάλαβε. Άδειασε αμέσως τις δικές του τσέπες στα χέρια του. Και φυσικά ήρθε η καταστροφή. Μετά από λίγο ο πατέρας δανείστηκε από τον χοντροκονομημένο από το βιδάνιο καφετζή. Και ύστερα δανείστηκε πάλι και πάλι, ώσπου νύχτωσε για τα καλά και κόπηκαν και τα δανεικά.

Η συνοικία βούλιαζε μέσα σε ένα χιονόνερο πιο παγωμένο από ποτέ, μέσα στις λάσπες και στις κρυσταλλιασμένες λακκούβες των δρόμων. Λίγα σπίτια με φώτα αναμμένα, προφανώς επισκέψεις σε Βασούλες και Βασίληδες. Οι άνθρωποι εκεί έπεφταν νωρίς για ύπνο. Γιατί για το μεροκάματο η μέρα ξεκίναγε πολύ νωρίς, αχάραγα.

-Νίκο, μην ξαναπιάσεις στα χέρια σου χαρτιά…

Έσπρωξε την πόρτα. Φως κανένα. Το τραπέζι ήταν ακόμα στρωμένο. Στη γωνία η μάνα έκλαιγε σιωπηλά. Τα μικρά είχαν από ώρα κοιμηθεί. Ξάπλωσε δίπλα της. Έφερε την κουβέρτα ως τα μάτια του και έκανε πως κοιμόταν. Τα πνιχτά αναφιλητά της ακούγονταν ως και την ώρα που πήρε και τον Νίκο ο ύπνος.

Τέσσερις η ώρα το πρωί, όπως πάντα, ο πατέρας σηκώθηκε, ήπιε το ζαχαρούχο γάλα το γεμάτο με ψωμί – καφέ έπινε πάντα στην πιάτσα στην Κοτζιά, έφτιαξε ένα μπόγο με τα ρούχα του κι έφυγε. Έμενε πια στην πολυκατοικία που χτίζανε στην Ηλιούπολη, μέσα σε μια πρόχειρη αποθηκούλα όπου φύλαγαν τα εργαλεία. Έπαιρνε τρία μεροκάματα. Ένα το βασικό, στο εφτάωρο, επτά και μισή μέχρι δύο και μισή. Πάντα του άρεσε να λέει ότι ήταν πρώτος σε όλες τις απεργίες για το εφτάωρο. Δεύτερο, το απογευματινό μεροκάματο. Καθάριζε, κουβαλούσε υλικά και γενικά προετοίμαζε τη δουλειά για την άλλη μέρα το πρωί, ώστε τα συνεργεία να ξεκινήσουν χωρίς χρονοτριβή. Τρίτο μεροκάματο, αυτό του νυχτοφύλακα. Ο εργολάβος ήθελε κάποιον στην οικοδομή και τη νύχτα, να ’χει το νου του και στα εργαλεία και στα υλικά.

Κάθε μεσημέρι, ο Νίκος μετά το σχολείο, έπαιρνε τρία λεωφορεία και έφτανε.

Έφερνε το φαγητό και ρούχα καθαρά, σταλμένα από τη μάνα του. Τον παρακολουθούσε που έστρωνε την καρό πετσέτα πάνω σε ένα μαδέρι για τραπεζομάντηλο, πως έτρωγε αργά αργά και ενοχικά, πως έπινε κανα δυό ποτηράκια κρασί, πως τον κοίταζε κλεφτά. Μιλούσαν ελάχιστα. Αν όλοι είναι καλά, πώς πάει το σχολείο και τίποτε άλλο. Μέσα στην αποθηκούλα ένα ψευτοστρώμα πάνω στις τάβλες, καρφιά για κρεμάστρες και ένα μαγκάλι γιατί και κείνος ο χειμώνας ήταν βαρύς. Απορούσε πώς την έβγαζε με κείνες τις λεπτές και τριμμένες κουβέρτες. Όταν τέλειωναν όσα λίγα έλεγαν ο Νίκος έφευγε με τα άδεια κατσαρολικά και τα βρώμικα ρούχα. Και κάθε Σάββατο ο πατέρας του έδινε τα τρία βδομαδιάτικα να τα πάει στη μάνα. Αυτή ξόφλαγε τα δανεικά της βδομάδας και τα υπόλοιπα πέρναγε και τα ΄παιρνε ο καφετζής.

Όταν ο πατέρας γύρισε ξανά στο σπίτι η Άνοιξη είχε μπουμπουκιάσει για τα καλά. Εκείνο το Σάββατο ο πατέρας του Νίκου πλύθηκε, έβαλε τα πιο καλά του ρούχα και πήγε στο καφενείο. Και ύστερα από μήνες ήπιε ένα ούζο με μεζέ, εκεί, στον στίβο της μεγάλης χαμένης μάχης, πρώτη φορά ύστερα από καιρό, χαλαρός και με ξανά στητή κορμοστασιά. Δεν είχε πλέον κανένα χρέος.

Την άλλη μέρα, Κυριακή, έφαγαν όλοι μαζί ύστερα από πολύ καιρό. Τα μικρά ξεφώνιζαν και τιτίβιζαν χαρούμενα. Ο Νίκος με ένα πλατύ χαμόγελο. Η μάνα, πάντα με τα μάτια χαμηλά, έδειχνε πρώτη φορά χαρούμενη μετά από πολλούς μήνες. Ο ίδιος ο πατέρας, είχε διαρκώς ένα αμήχανο χαμόγελο στο στόμα, με μια μικρή υποσημείωση στο κάτω χείλος. Τα κατάφερα, όλα τα κατάφερα!

Αυτό το χαμόγελο δεν έφυγε ποτέ από το στόμα του. Όπως λένε αυτοί που ήταν δίπλα του, το είχε και την ώρα που έφευγε από τη σκαλωσιά στον έκτο, το είχε και την ώρα που άφησε τον ντενεκέ με τη λάσπη να φύγει από τα χέρια του, και όταν πέταγε με τα χέρια απλωμένα και όταν κόλλησε στην άσφαλτο οριστικά.

Από τότε πέρασαν πολλές παραμονές Πρωτοχρονιάς.

Ο πατέρας του Νίκου δεν έπαιξε ποτέ χαρτιά ξανά, σε καμιά Πρωτοχρονιά.

 

(*) Ο Γραμμένος Γραμμένος γεννήθηκε στο Πήλιο και ζει στην Αθήνα. Πέρασε τη ζωή του ως καθηγητής Χημείας και Φυσικής.

Προηγούμενο άρθροΈλεγχος (χριστουγεννιάτικο 11, του Βασίλη Μόσχου)
Επόμενο άρθροΣτο ζερό (χριστουγεννιάτικο 13, της Βίκης Κοσμοπουλου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ