του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Το ιστορικό μυθιστόρημα, που διεκδίκησε έναν κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο ρόλο στη διαμόρφωση της ελληνικής λογοτεχνικής σκηνής ήδη από τον 19ο αιώνα, για να περάσει από το 1950 και μετά σε μια κατάσταση υποστολής και ύπνωσης, θα κάνει λίγο προτού εκπνεύσει ο 20ος αιώνας μιαν εντυπωσιακή επανεκκίνηση, εξασφαλίζοντας όχι μόνο την αποδοχή της κριτικής, αλλά και σημαντικές κυκλοφοριακές επιτυχίες. Η αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας θα παραμείνει και σε αυτή τη φάση στο κέντρο των στόχων του, μακριά, όμως, από την ανάγκη στέρεου σχηματισμού και ιδεολογικής θωράκισης της εθνικής συνείδησης. Το ελληνικό σύμπαν θα γίνει για το ανανεωμένο ιστορικό μυθιστόρημα ένα πεδίο πολλαπλώς χαμένων στοιχημάτων, που θα προετοιμάσουν μέσα από τους πιο απρόσμενους δρόμους τις συνθήκες υπό τις οποίες θα ξεσπάσει η κρίση των ημερών μας.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο εντάσσεται το βιβλίο του Νίκου Θέμελη Η αναχώρηση, που δημοσιεύεται δύο και πλέον χρόνια μετά τον θάνατό του με επιμέλεια της Ελένης Μπούρα. Από την τριλογία της Αναζήτησης (1998), της Ανατροπής (2000) και της Αναλαμπής (2003) μέχρι και τη σημερινή Αναχώρηση, ένα είναι το σχήμα το οποίο τροφοδοτεί τον ιστορικό στοχασμό του Θέμελη: η τεράστια ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας για έναν γενναίο εκσυγχρονισμό, ολοφάνερη από την περίοδο του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, σκόνταψε πάντοτε σε ένα πείσμον συντηρητικό (έως και αντιδραστικό) πνεύμα, που κατέπνιξε εν τη γενέσει της οποιαδήποτε ζωογόνο προσπάθεια. Η αφήγηση στην Αναχώρηση θα εκκινήσει από τα χρόνια της επανάστασης του 1821 με ήρωα έναν μεγαλοκτηματία, τον Λάζαρο Χατζημιχαήλ, που αδιαφορώντας για τα προνόμια του προεστού θα στρέψει ολόκληρη την προσοχή του στον ιερό σκοπό της ελευθερίας. Οι εμφύλιοι πόλεμοι, ωστόσο, που θα διαιρέσουν σύντομα τις ελληνικές δυνάμεις (ενόσω οι μάχες με τους Τούρκους εξακολουθούν να μαίνονται), θα κόψουν τα φτερά κάθε ενθουσιασμού και ο Λάζαρος Χατζημιχαήλ θα πέσει νεκρός όχι από το βόλι του εχθρού, αλλά εξαιτίας μιας προσωπικής βεντέτας.
Τέσσερις γενιές αργότερα, ο απόγονος του Λάζαρου Χατζημιχαήλ, που έχει το ίδιο όνομα μαζί του και ασπάζεται το ιδανικό του για μια καινούργια Ελλάδα, θα δει πρώτα τον πατέρα του να δηλώνει πίστη στη χούντα (γιατί έτσι επιτάσσουν τα συμφέροντα του επιχειρηματία τον οποίο υπηρετεί) κι ύστερα τον αδελφό του να συνεργάζεται (βρισκόμαστε στην περίοδο της μεταπολίτευσης) άλλοτε με το ένα και άλλοτε με το άλλο κόμμα εξουσίας (γιατί έτσι επιτάσσουν οι εργολαβίες τις οποίες παίρνει από το δημόσιο). Αποτέλεσμα; Ο Λάζαρος Χατζημιχαήλ θα ζήσει εν νέου την ιστορία του προγόνου του, με τη διαφορά ότι αντί να αφήσει να τον σκοτώσουν, θα σπεύσει να εγκαταλείψει τους πάντες και τα πάντα, χωρίς κανένας να ακούσει οτιδήποτε ξανά για την περίπτωσή του. Θα προλάβει, εντούτοις, προηγουμένως, ο Λάζαρος Χατζημιχαήλ ο νεώτερος να γράψει κάτι σαν μυθιστόρημα για ένα alter ego του, που περιδιαβαίνει άσκοπα την Ευρώπη, υποφέροντας από μια τρομακτική μοναξιά: μια μοναξιά ταυτισμένη με την παράλυση όχι μόνο μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά αφού ένα ατύχημα έχει καθηλώσει τον άνθρωπό μας σε αναπηρικό καροτσάκι. Πικρό συμπέρασμα: ο κύκλος που άνοιξε το 1821 πλημμυρισμένος από το φως, για να σκιαστεί σχεδόν αμέσως από το εμφυλιακό κακό, θα κλείσει με μια σοβαρή αναπηρία, ακόμα κι αν η αναπηρία θα αποδειχθεί μόνο μυθοπλαστικής ή συμβολικής τάξεως.
Στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήξει ο συγγραφέας και με το τελευταίο εν ζωή δημοσιευμένο βιβλίο του, τη Συμφωνία των ονείρων (2010), όπου η αφήγηση θα μοιραστεί και πάλι μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, για να ξετυλίξει την πορεία μιας άλλης οικογένειας, ξεκινώντας από τον Εμφύλιο και φτάνοντας μέχρι το 1990. Εκείνο το οποίο θα συνδέσει διαλεκτικά το παρόν με το παρελθόν στη Συμφωνία των ονείρων είναι η έννοια του αδίκου, που θα επιβάλει μιαν άλλη μορφή αναπηρίας: η άβυσσος που χώρισε τους ανθρώπους κατά την ένοπλη αντιπαράθεση του κράτους με το ΚΚΕ, καίγοντας ψυχές και σάρκες, θα οδηγήσει κατά τη διάρκεια των χρόνων που θα ακολουθήσουν σ’ έναν κόσμο όχι μόνο εγκλωβισμένο στον κύκλο της διχοτόμησης και της απραγίας, αλλά και παντελώς ανίκανο για την απονομή της δικαιοσύνης, που θα καταλήξει να εξισωθεί με την αυτοδικία.
Επιστρέφοντας στην Αναχώρηση, το μεγάλο ατού της είναι σίγουρα το πρώτο μέρος: η δράση δεν παρουσιάζει κενά ή χασμωδίες, οι χαρακτήρες μοιάζουν, παρά τη μικρή έκταση του κειμένου, πλαστικοί και ολοκληρωμένοι ενώ και η ατμόσφαιρα είναι αρκούντως υποβλητική – τουλάχιστον όσο υποβλητική είναι και στα τρία πρώτα μυθιστορήματα του Θέμελη. Παρατηρώντας την αμηχανία με την οποία κινείται και κυρίως ολοκληρώνεται το δεύτερο μέρος, είναι δύσκολο να μη σκεφτεί κανείς πως εντέλει όλο το βιβλίο δεν αποτελεί ίσως παρά μόνο ένα προσχέδιο. Σοφά, πάντως, και ανεξαρτήτως των προηγουμένων, η επιμελήτρια απέφυγε τον οποιονδήποτε ειδολογικό χαρακτηρισμό του κειμένου.
INFO
Νίκος Θέμελης: Η αναχώρηση. Επίμετρο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος. Εκδόσεις Μεταίχμιο. Σελ. 165.