Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Το βιβλίο του Γιάννη Παλαβού έχει ξεχωρίσει εδώ και καιρό: πρώτα ήταν η σωρεία επαινετικών κριτικών σε εφημερίδες και περιοδικά, μετά η βράβευσή του από τον Αναγνώστη. Θα μπορούσε να πει κανείς πολλά για τα διηγήματα τα οποία έχει συγκεντρώσει ο Παλαβός στο Αστείο. Γράφοντας, ωστόσο, έναν ολόκληρο χρόνο μετά την πρώτη του έκδοση (το βιβλίο έφτασε αισίως στην τρίτη του έκδοση τον περασμένο Φεβρουάριο), θέλω να μείνω στο διπλό δίδυμο της αφηγηματικής τεχνικής του, που είναι η εναλλαγή ρεαλισμού και ονειρικής υπέρβασης με σκηνικό άλλοτε τη μακεδονική ύπαιθρο και άλλοτε το τοπίο της μεγαλούπολης.
Ο θάνατος που συνορεύει συχνά με τον φόνο, η ερωτική απιστία που μπορεί να τσακίσει δια βίου τον απατημένο, αλλά και ο πόθος που κατορθώνει πολλές φορές να συντηρήσει για ένα απίστευτα μεγάλο χρονικό διάστημα το αντικείμενό του είναι τα βασικά θέματα του Παλαβού. Εκείνο που προδίδει με εντελή τρόπο τη συγγραφική του ωριμότητα είναι πως αποφεύγει ευθύς εξαρχής να επιμερίσει τους τόπους της δράσης ή τις τεχνικές της γραφής του ανάλογα με τα μοτίβα της θεματικής του γκάμας. Ο θάνατος, ο έρωτας και ο πόθος έχουν την ίδια σκληράδα ή την ίδια ένταση στην ύπαιθρο και στο άστυ (η φύση δεν είναι ποτέ περισσότερο ένοχη ή περισσότερο αθώα) ενώ οι εικόνες μέσω των οποίων παίρνουν σάρκα και οστά δεν είναι ποτέ αμιγώς ρεαλιστικές ή ονειρικές: η πραγματικότητα γίνεται ένα με τις υπερβατικές της διαθλάσεις και το αμάλγαμα αυτό αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της μυθοπλασίας σε όλα τα διηγήματα της συλλογής.
Ακόμα κι όταν η εικονογραφία του Παλαβού δεν διαθέτει το παραμικρό υπερλογικό στοιχείο, κάτι στο υπέδαφος των δρωμένων τείνει να απομακρυνθεί από τις σιδερένιες συνεπαγωγές της λογικής, εισάγοντας στην πλοκή μιαν απορυθμιστική παράμετρο. Σκέφτομαι εδώ το θηλυκό γουρουνάκι στη «Μαρία» που κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια τον νυχτερινό ορίζοντα ενόσω ετοιμάζεται να οδεύσει προς τη σφαγή, τον νεαρό στο «Νίκος Τσούμπας» που θα προαναγγείλει το φονικό του πατέρα του κλείνοντας έναν συνάδελφό του στο ψυγείο της δουλειάς τους ή την Ελένη στα «Φώτα» καθώς αντικρίζει τα πυρωμένα μάτια των σκυλιών που θα λιανίσουν τον αδελφό της. Κι όποτε, όμως, για να δοκιμάσουμε και την ανάποδη διαδρομή, η λογική υπέρβαση θα δηλώσει απερίφραστα την παρουσία της, ο Παλαβός δεν θα της επιτρέψει να αναλάβει κυρίαρχο ρόλο. Στο «Γέροι άνθρωποι» ο αφηγητής και η γιαγιά του θα ταξιδέψουν στον χρόνο και θα σταθμεύσουν σ’ έναν προθανάτιο χώρο επιστρέφοντας κάποια στιγμή στον λογικά εξακριβωμένο θάνατο της γιαγιάς ενώ «Στο δάσος» το εφιαλτικό όνειρο με τον φονιά του ανυπεράσπιστου σκύλου θα εκβάλει γρήγορα στο πραγματικό γεγονός της εξαφάνισης του πρώτου.
Το σπουδαίο με το Αστείο είναι πως ο Παλαβός καταφέρνει να απομακρυνθεί από οποιαδήποτε καλλιτεχνική ταμπέλα. Ο ρεαλισμός, ο μοντερνισμός και το μεταμοντέρνο, αν πρέπει παρόλα αυτά να επιμείνουμε σε κάποιες καλλιτεχνικές ταμπέλες, έχουν αφομοιωθεί εις βάθος στα διηγήματά του, παράγοντας ένα αποτέλεσμα που είναι το αποτέλεσμα το οποίο έχει την ικανότητα να φέρει σε πέρας μόνο ο ικανός και επίμονα εξασκημένος τεχνίτης. Άξιοι σε κάθε περίπτωση οι κόποι του.
INFO: Γιάννης Παλαβός: Αστείο. Διηγήματα. Εκδόσεις Νεφέλη. Σελ. 109.