(Ομιλία στο Μέγαρο Μουσικής).
Για το συναίσθημα μιλάμε συνεχώς. Είτε το αισθανόμαστε είτε το περιγράφουμε είτε αντιδρούμε σε αυτό. Αλλά καθώς δεν ήξερα και πολλά πράγματα για το θέμα, είπα να ανοίξω ένα λεξικό που δίνει ωραίους ορισμούς, το γαλλικό λεξικό Ρομπέρ (Robert), να δω πώς ένα λεξικό χρηστικό ορίζει το συναίσθημα. Και είδα ότι δίνει τους εξής ορισμούς: πρώτα – πρώτα, συνείδηση λίγο ή πολύ καθαρή. Κατόπιν, γνώση που περιέχει συγκινησιακά ή διαισθητικά στοιχεία. Και κατόπιν, ικανότητα να αισθάνεσαι, να εκτιμάς μια τάξη πραγμάτων ή μια τάξη αξιών. Δηλαδή και στους τρεις ορισμούς το στοιχείο που είναι καθοριστικό είναι το συγκινησιακό, το διαισθητικό, το αισθαντικό. Σε κανέναν απ᾽ αυτούς τους ορισμούς δεν υπάρχει το στοιχείο του λόγου. Και για τη λέξη συναισθηματικός — γιατί και αυτό μας απασχολεί πολύ, από το συναίσθημα βγαίνει — πάλι δίνει τους ορισμούς: κάτι που αφορά τον έρωτα, κάτι που προέρχεται από αιτίες συγκινησιακές, που δεν είναι ορθολογισμένο ούτε ιδιοτελές, κάτι το ονειροπαρμένο, που δίνει σημασία στα τρυφερά συναισθήματα.
Όλα αυτά μαζί τα βλέπουμε συνεχώς να λειτουργούν στη λογοτεχνία. Δεν λειτουργούν όμως αυθαίρετα. Λειτουργούν στη λογοτεχνία, γιατί λειτουργούν μέσα στον καθένα μας. Και το ερώτημα πια που τίθεται και για μένα, αλλά πιστεύω και για όλους μας, είναι το εξής: σε τι βαθμό το συναίσθημα συνδυάζεται, αντιμάχεται, αντιπαλεύει ή τελικά επικρατεί ή δεν επικρατεί απέναντι στο λογικό.
Ειδικά στη λογοτεχνία θεωρούμε ότι το συναίσθημα είναι κυρίαρχο, ιδίως από την εποχή του ρομαντισμού και μέχρι τις μέρες μας. Στην κλασσική λογοτεχνία το συναίσθημα μπορεί να λειτουργούσε, αλλά θεωρητικά δεν είχε τόση σημασία. Στον ρομαντισμό το συναίσθημα έπαιξε πια κυρίαρχο ρόλο. Αλλά κοιτάξτε: ένας από τους πολύ μεγάλους ρομαντικούς, ο Ζεράρ Ντε Νερβάλ (Gerard de Nerval), ο οποίος πέθανε και σχετικά νέος, πενήντα δύο-πενήντα τριών χρονών —κρεμάστηκε, αυτοκτόνησε— ήταν ψυχικά, όπως θα λέγαμε, διαταραγμένος. Έμπαινε και έβγαινε σε κέντρα θεραπείας, όπως ήταν εκείνον τον αιώνα.Τα τελευταία χρόνια ζούσε εντελώς περιθωριακά, ώσπου τελικά αυτοκτόνησε. Έχει γράψει πάρα πολύ ωραία έργα, και ποιήματα και πεζά. Και σε ένα από τα τελευταία του, την Ωρελί (Aurelia ou le reve et la vie), που έχει υπότιτλο «Το όνειρο και η ζωή», πραγματικά αποτυπώνει ένα συναισθηματικό παραλήρημα. Στη νεότητά μου, όπως και όλοι οι άλλοι που σκεφτόμασταν το ίδιο, θεωρούσαμε βαθύτατα αντιδραστικούς τους ρομαντικούς. Μέχρι τα τελευταία χρόνια, που όταν σε μία ομιλία του — και τον γνώρισα από κοντά και κουβεντιάσαμε πολύ — ένας μεγάλος στοχαστής και κοινωνιολόγος, ο Μπουρντιέ (Bourdieu), που είχε έρθει στην Ελλάδα, τόνισε ότι η αντίληψη «η τέχνη για την τέχνη» είναι η πιο προοδευτική αντίληψη που υπάρχει. Διότι τι σημαίνει; Δεν σημαίνει κατά τον Μπουρντιέ —και μου το φώτισε κι εμένα— την αποκοπή από την πραγματική ζωή και το κλείσιμο μέσα σε έναν χρυσελεφάντινο πύργο, όπως θεωρούσαμε, αλλά την αυτονόμηση της τέχνης από τους εξωτερικούς καταναγκασμούς, όχι την υποταγή της τέχνης στις εξωτερικές συνθήκες. Και χάρη στον Μπουρντιέ ξανασκέφτηκα τη σκέψη αυτή και θυμήθηκα τον άλλο ρομαντικό Τεοφίλ Γκοτιέ (Theophile Gautier). Τώρα, λοιπόν, που κάτι κοίταγα για την αποψινή βραδιά —σας λέω δεν έχω κάνει κάποια συστηματική προετοιμασία, πρώτον διότι είμαι αρκετά τεμπέλης και δεύτερον διότι είμαι πνιγμένος από άλλες υποχρεώσεις αυτόν τον καιρό— είδα το εξής, που μου έκανε εντύπωση και που μου επιβεβαίωσε την εκτίμηση ύστερα από δύο αιώνες σχεδόν γι᾽αυτόν τον άνθρωπο: σχολιάζοντας αυτό το βιβλίο, που είναι παραληρηματικό, του Ζεράρ Ντε Νερβάλ, ο Γκοτιέ λέει: «Σε αυτό το βιβλίο ο Νερβάλ τι κάνει; Δείχνει. Σε αυτό το βιβλίο είναι ο λόγος, la raison, ο οποίος γράφει τις αναμνήσεις της τρέλας καθ᾽ υπαγόρευσίν της». Που τελικά αυτό τι δείχνει; Δείχνει κάτι που πιστεύω ότι λειτουργεί σε όλη τη λογοτεχνία: όσο κι αν τον παραμερίζουμε, όσο κι αν τον βάζουμε στην άκρη, όσο κι αν τον αγνοούμε τον λόγο, τελικά ο λόγος είναι αυτός που έρχεται να υπαγορεύσει την τελική μορφή του λογοτεχνικού έργου. Και αυτό συνέβη με τους ρομαντικούς, πιστεύω. Αυτό συνέβη και με όλες τις επαναστατικές λογοτεχνικές πρωτοπορίες τα κατοπινά χρόνια. Όχι μόνο στη Γαλλία, υπήρξαν και οι μεγάλοι ρομαντικοί Γερμανοί, ξεχωρίζει ο μεγάλος ρομαντικός —ο γενάρχης ίσως του ρομαντισμού, θα λέγαμε— ο Γκαίτε (Goethe) με τον Βέρθερο (Die Leiden des jungen Werther). Και ταυτοχρόνως ο Γκαίτε είναι ο πιο ορθολογικός και στοχαστικός άνθρωπος και δεν αφήνει το συναίσθημα να κυριαρχήσει στη γραφή του. Είχα την ευχαρίστηση αυτό τον καιρό να διαβάσω τη μετάφραση —γιατί δεν ξέρω γερμανικά— του Ταξιδιού του Γκαίτε στην Ιταλία (Italienische Reise). Με έχει αφήσει έκθαμβο η διεισδυτικότητα, η λειτουργία του συναισθήματος που νιώθει ανακαλύπτοντας όλες τις ομορφιές της τέχνης, αλλά και της ζωής στην Ιταλία, και ταυτοχρόνως η λογική κριτική που κάνει στα ίδια τα συναισθήματα και στις ίδιες τις αισθήσεις που του προξενεί, το πώς απολαμβάνει το ταξίδι. Και αν διαβάσει κανείς και τις Συνομιλίες του με τον Έκερμαν (Johann Peter Eckermann, Gesprache mit Goethe), βλέπει ότι αυτός ο μεγάλος ρομαντικός είναι ταυτοχρόνως ένας μεγάλος ορθολογικός, ένας μεγάλος στοχαστής, που παρακολουθεί τα πάντα.
Μάλιστα, εδώ επιτρέψτε μου άλλη μία παρένθεση. Ο Γκαίτε είναι πλήρως ενημερωμένος, μένει κανείς εμβρόντητος αν δει τι ενημέρωση είχε. Φερ᾽ ειπείν διάβασε τη γαλλική μετάφραση που έκανε ο Ζεράρ Ντε Νερβάλ του Φάουστ και είπε «πάρα πολύ καλή η μετάφραση». Όταν βγήκε το 1817 το πρώτο βιβλίο του Ανρί Μπελ με το ψευδώνυμο Σταντάλ (Marie-Henri Beyle, φιλολογικό ψευδώνυμο: Stendhal), που ήταν το Η Ρώμη, η Φλωρεντία και η Νεάπολη, το 1817 (Rome, Naples et Florence), ένα βιβλίο που εκφράζει πολύ δημοκρατικές ιδέες, πήρε το ψευδώνυμο ο Σταντάλ, για να μη βρει το μπελά του, εμφανιζόμενος ότι είναι ένας γερμανός αξιωματικός που υπηρέτησε στον στρατό του Ναπολέοντα, αλλά που γράφει γαλλικά. Παρ᾽ όλα αυτά η μυστική αστυνομία του Μέτερνιχ επεσήμανε ποιος είναι ο συγγραφέας. Και όταν το 1831 πια, δηλαδή ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια ονομάστηκε, διορίστηκε πρόξενος στην Τεργέστη, η Τεργέστη που ήταν υπό αυστριακή επικράτεια, δεν έγινε δεκτός, διότι η αστυνομία ήξερε ότι ο κύριος Μπελ είναι ο συγγραφέας Σταντάλ, που είναι δημοκρατικός, που είναι αναρχικό στοιχείο επικίνδυνο και δεν τον δέχτηκαν ως πρόξενο. Να δείτε πώς λειτουργούσαν οι αστυνομίες από εκείνη την εποχή. Και ταυτοχρόνως αυτό το βιβλίο το διάβασε ο Γκαίτε. Ένα βιβλίο που εκδόθηκε σε λίγα αντίτυπα. Και το διάβασε ο Γκαίτε. Και λέει σε μια επιστολή στον Έκερμαν, αν θυμάμαι καλά, τί σημαντικό βιβλίο, τί αξιόλογο βιβλίο είναι αυτό, να το διαβάσεις. Κάτι που δεν το έμαθε ποτέ στη ζωή του ο Σταντάλ, που ήταν πάντα παραγνωρισμένος ως συγγραφέας. Πού να μάθει ο καημένος ότι είχε εκτιμήσει το βιβλίο του ο Γκαίτε.
Σας τα λέω όλα αυτά, γιατί κι εγώ κάθε τόσο βλέπω πόσο η λογική λειτουργία πάει παράλληλα με τη συναισθηματική λειτουργία όχι μόνο στη ζωή μας, αλλά και μέσα στη λογοτεχνία. Και από κει και πέρα, αν δει κανείς, αν διαβάσει σήμερα το πρώτο και το δεύτερο – κυρίως το πρώτο – «Φουτουριστικό Μανιφέστο» του Μαρινέτι (Filippo Tommaso Emilio Marinetti), το 1908, βλέπει ότι, ενώ από τη μια μεριά διακηρύσσει την απόλυτη λειτουργία του συναισθήματος, την κατάρριψη των λογικών φραγμών, την απόρριψη και την κυριαρχία όμως της τεχνικής ταυτόχρονα και της τεχνολογίας, από την άλλη μεριά βλέπει κανείς μια εντελώς ορθολογική κοινωνική διακήρυξη μέσα στο «Φουτουριστικό Μανιφέστο», βλέπει δηλαδή μια πλήρη σοσιαλιστική διακήρυξη ταυτόχρονα με τις φασιστικές ιδέες. Βλέπει δηλαδή μέσα στο πρώτο «Φουτουριστικό Μανιφέστο» κανείς τη δημιουργία του εθνικοσοσιαλισμού. Είναι ταυτόχρονα και φασίστας και άκρατος σοσιαλιστής. Όπως ήταν και ο Μουσολίνι, όπως και ο Χίτλερ, όπως ήταν και πολλοί άλλοι. Και εκεί πια λες, τι είναι αυτό που λειτουργεί; Το συναίσθημα ή ο λόγος; Το συμφέρον ή η ανιδιοτέλεια; Αλλά ο λογικός ειρμός του «Φουτουριστικού Μανιφέστου» είναι καταπληκτικός, είναι καρτεσιανός, θα έλεγα.
Το ίδιο και τα δύο μανιφέστα του σουρεαλισμού του Μπρετόν. Ενώ ο συγγραφέας τους διακηρύσσει την αποδέσμευση της γραφής από όλους τους λογικούς καταναγκασμούς, τα μανιφέστα είναι γραμμένα με πλήρη λογική σειρά και συνοχή.
Δεν έχω και πολλές γνώσεις για τον χώρο της ψυχανάλυσης, αλλά κάτι που έχω διαβάσει μου έχει κάνει εντύπωση και εκεί βλέπει κανείς πόσο και το συναίσθημα αντιπαλεύει τον άκρατο ορθολογισμό. Όπως ξέρουμε, ο Φρόυντ ήταν πολύ αυστηρός ως προς την αμφισβήτηση των ιδεών του. Και όποιος τις αμφισβητούσε πολύ ή τις επέκρινε, τον διέγραφε από την Ψυχαναλυτική Ένωση. Έτσι διέγραψε και τον Άντλερ και τον Γιουνγκ και άλλους. Είχε πει όμως το εξής: ένας άνθρωπος μόνο μπορεί να κάνει όποια κριτική θέλει. Και αυτός ο άνθρωπος ήταν η πανέμορφη Λου Σαλομέ. Από τη Λου Σαλομέ ο Φρόυντ δεχόταν κριτική. Εκεί το συναίσθημα κυριαρχούσε απέναντι στο λόγο.
Και για να τελειώσω με μια άλλη αναφορά πια όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά στην τέχνη, υπάρχει μια καταπληκτική χαλκογραφία του Γκόγια, που έχει την επιγραφή απάνω στη χαλκογραφία «Ο ύπνος του λογικού γεννάει τέρατα». Δηλαδή, ο ίδιος ο Γκόγια, που έχει εκφράσει συναισθήματα πολύ ισχυρά μέσα στη ζωγραφική του και μέσα στη ζωή του, ταυτόχρονα συνειδητοποιεί και βλέπει ότι αν το λογικό κοιμηθεί, χαθήκαμε, τα τέρατα γεννήθηκαν. Και από αυτή την άποψή, τελειώνω με έναν στίχο, τον οποίον θεωρώ πολύ σπουδαίο και είναι γραμμένος εδώ και διακόσια χρόνια λες και γράφτηκε για την αποψινή μας συνάντηση. Είναι του Κάλβου, από την Ωδή στη Χίο:
Τι ακαίρως τα βασίλεια σκοτεινά
κατοικείτε του ύπνου;
Να αποσπάσετε τα δεσμά των ονείρων
τι αργοπορείτε
Καλά τα δεσμά των ονείρων, καλά τα δεσμά του συναισθήματος, αλλά ας μην αργοπορούμε να τα αποσπάσουμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ :Απομαγνητοφώνηση της ομιλίας στο Μέγαρο Μουσικής. 11 Μαρτίου 2015.