Τα όρια και η Μεσοτοιχία (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
858

της Βαρβάρας Ρούσσου

Ο λιτός τίτλος της συλλογής Μεσοτοιχία με την οποία εμφανίζεται πρώτη φορά η Νάντια Δουλαβέρα δίνει την αίσθηση του μεταιχμιακού και ταυτόχρονα υποβάλλει αμφίσημα είτε τη συνύπαρξη ως άμεση γειτνίαση (αστικά διαμερίσματα) είτε το διαχωριστικό όριο μεταξύ σπιτιών, ανθρώπων, κόσμων, (κόσμος ενηλίκων και παιδιών, πάνω και κάτω κόσμος).

Δεν διαφέρει ως προς τους άξονες η συλλογή αυτή από άλλες παλιών ή νέων ποιητών: μνήμη και απώλεια είναι οι κύριες θεματικές ενώ με την πρώτη συνάπτεται και η παιδική ηλικία, στη σχεδόν εδεμική της διάσταση, και με τη δεύτερη ο θάνατος. Λίγα ποιήματα διαφεύγουν, εμφανώς τουλάχιστον, από τις παραπάνω ορίζουσες και λίγα είναι εκείνα που παρεκκλίνουν από τον κυρίαρχο αφηγηματικό χαρακτήρα της συλλογής.

Ένα σχεδόν ηθογραφικό σύμπαν αποτελεί το υλικό πολλών από τα πενήντα ποιήματα της συλλογής, υπό την έννοια της παράταξης δρώντων χαρακτήρων σε αφηγηματικά ποιήματα που θα μπορούσαν, με την αφαίρεση και την οικονομία τους, να αποτελούν μπονζάι ιστορίες. («Καλοσύνη», «Η νηστεία», «Η σαβούρα», «Το παζάρι» κ.ά.). Οι τύποι αυτοί προβάλλουν ως μνήμες τόσο της ατομικής παιδικής ηλικίας όσο και μιας ολόκληρης εποχής και ενός τόπου που συχνά υπονοείται ως ύπαιθρος. Όλα αυτά όμως είναι πλέον διαφορετικά ενώ η ενηλικίωση κάνει τη νοσταλγία του άλλοτε και του αλλού οξύτερη. Παραθέτω ως παράδειγμα το «Μοδιστρική» που συνδυάζει αφήγηση και παρουσία ενός χαρακτήρα με την παιδική ηλικία: «Μεταποιούσε τα παλιά ρούχα που έφερναν οι Αθηναίες, έσκιζε τα υφάσματα αλφάδι στα δύο με το χέρι/ και να τα μπούρντα/ να τα ανοιχτά πατρόν στο τραπέζι.// Φλοίδα σαπούνι για να σημαδεύει/ καρίκωμα, στρίφωμα/ο ήχος της σίνγκερ αμαξοστοιχία/ουαί και αλίμονό σου, έλεγε/ μη σκορπίσω το μπλε πολυγωνικό κουτί με τις καρφίτσες,/ ούτε θησαυρός./». Ή το ποίημα «Νηστεία» η αφήγηση της παράβασης μιας θεοσεβούμενης γυναίκας.

Έτσι, η Μεσοτοιχία ανιχνεύει καθοριστικές τοπικές και χρονικές μετατοπίσεις. Η μετάβαση από το τότε και την παιδική ηλικία στο σήμερα και την ενηλικίωση μέσω ποιημάτων-ιστοριών σηματοδοτεί ένα καίριο στοιχείο της εποχής: την παραδοχή του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων και την αντικατάστασή τους με στιγμιότυπα μικροαφηγήσεων. Εξηγείται όμως η παρουσία χαρακτήρων αλλά και στιγμιοτύπων ζωής ενός μικρόκοσμου που έχει εκλείψει: η απώλεια των μεγάλων αφηγήσεων είτε ιστορικών, που στόχο έχουν να συμβάλλουν στην ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας και να διασώζουν την εθνική μνήμη, είτε θεωρητικών είτε χειραφετητικών (κατά Λυοτάρ) οδηγούν σε μια πολλαπλή σχάση το σύγχρονο υποκείμενο. Χάνει τους δεσμούς κοινότητας και αντιμετωπίζει την   αστάθεια της ταυτότητάς του. Η Μεσοτοιχία αποτυπώνει αυτή τη σύγχρονη (μεταμοντέρνα ή μετανεωτερική επίθετα ιδιαίτερα συζητημένα) κατάσταση αποδεικνύοντας αφενός ότι οι μικρές αφηγήσεις, που συγκροτούν το ατομικό πεδίο, συνιστούν μια προσωπική μυθολογία-σημείο αναφοράς, τροχοπέδη στη διαρκή σύγχυση του ατόμου αφετέρου ότι η απώλεια είναι πάντοτε δύσκολα διαχειρίσιμη.

Η ερμηνεία της έννοιας του τέλους -των ανθρώπων, των εποχών, των τόπων- ενισχύεται από το πρώτο και το τελευταίο ποίημα της συλλογής. Το πρώτο «Παρεξήγηση» (ποίημα υφολογικής σύνδεσης με τη Δημουλά) αντιστρέφει τη θλίψη του κάτω κόσμου με το παρηγορητικό επιχείρημα «Όσο κανείς τους δεν έρχεται/-ένας δεν έχει γυρίσει πίσω-»[…]Σου λέω καλοπερνάνε», εισάγει ωστόσο την έννοια του οριστικού τέλους εφόσον κανείς νεκρός δεν επιστρέφει. Το τελευταίο ποίημα της συλλογής «Το τραπέζι» -τίτλος που λειτουργεί παραπλανητικά και διευκρινίζεται στο τέλος- επαναφέρει κεντρικούς θεματικούς άξονες και ιδίως την έννοια του τέλους, του θανάτου και της νοσταλγίας. Όλες οι απώλειες  υποστασιοποιούνται και η ύλη στην οποία μετασχηματίζονται κάνει την απώλεια ακόμη οδυνηρότερη: («Ζεστή η ψάθα στις καρέκλες τους/ στο στήθος μου οι αγκαλιές τους) και αναγνωρίζονται ως πρόσφατες με την οδύνη της νοσταλγίας νωπή: «Νοσταλγία, θα μου πεις/ παιχνίδια της μνήμης.».

Ωστόσο, παρά τον αναπόδραστο χαρακτήρα του τέλους, αναφύεται και πάλι η παρηγορητική ελπίδα της αμφισβήτησης: «απόδειξέ το/βάλε το χέρι σου επιτέλους στη φωτιά/ πως ότι έφυγε δια παντός/ ποτέ του δεν γυρνάει.». Η βαθύτερη συνείδηση της αδυναμίας επιστροφής των νεκρών (ανθρώπων και χρόνων) υπονομεύεται από την ρητά και με αυτοπεποίθηση δηλωμένη ισχύ του υποκειμένου απέναντι στο θάνατο.

Όσο απουσιάζει η θεματολογική πρωτοτυπία τόσο ο χειρισμός και η ιδιαίτερη αφηγηματικότητα παράγουν μια ένταση. Η ποίηση της Δουλαβέρα δε στοχεύει απλά στην εύκολη συγκίνηση που θα μπορούσε να προκύψει από τη θεματολογία της απώλειας. Φαίνεται να έχει σκοπό την εξώθηση του αναγνώστη σε συνδυασμούς σκέψεων, την περιπλάνησή του στη ροή της μικρής ιστορίας που αποδίδεται λιτά για να καταλήξει όχι στο παραμυθιακό ευτυχές τέλος αλλά σε μια καταληκτήρια φράση-στίχο/ους που νοηματοδοτούν το ποίημα φωτίζοντας τον πυρήνα του. Σε αυτή τη στόχευση συντελεί και η αφήγηση που χειραγωγεί ανάλογα το λυρικό στοιχείο αφήνοντας να προβάλλει και η ειρωνεία.

Αν και θεματικά μπορεί να παραπέμψει στον Γκανά, με τη γλώσσα και τα κοινά στη χαρακτηρολογία, μπορεί εξίσου υφολογικά να ανακαλέσει με πιο ορατό τρόπο τη Δημουλά στους μονολόγους/διαλόγους με το θείο όπως το «Τα ψυχοχάρτια»: Γιατί σε ένα χαρτί τα υπέρ Υγείας/ και σε άλλο τα υπέρ Αναπαύσεως, Κύριε;» που το διατρέχουν αντίστοιχοι «βλάσφημοι» διάλογοι της Δημουλά με το Θεό, ή το «Οι καμπάνες»: «…βερεσέ εκείνος τις φλυαρίες των ζωντανών,/χαμαιλέων προσαρμόζει χρώμα, θερμοκρασία, σύσταση/αλλού συγκαταλέγεται τώρα». Ωστόσο και σε άλλα ποιήματα μπορεί κανείς να διαβλέψει λιγότερο έκτυπα την επίδραση της Δημουλά και βέβαια διότι ασφαλώς η Μεσοτοιχία εντάσσεται στην ποιητική του πένθους. Ο ελεγειακός χαρακτήρας είτε είναι έκδηλος στα περί θανάτων ποιήματα είτε υπογειωμένος, πάντως δεν λειτουργεί διαρκώς, όπως είδαμε, αντιπαρηγορητικά.

Η Νάντια Δουλαβέρα δε στρέφεται στην δήλωση της οργής, της ματαίωσης, της κατάθλιψης που κινητοποιούν άλλους νέους ποιητές και εκπορεύονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της πολυσυζητημένης κρίσης. Επίσης, δεν πειραματίζεται με τρόπους και υλικά, δεν προχωρεί σε μείξεις τρόπων και λόγων. Η γλώσσα της είναι απλή και συχνά ο τόνος της παράγει προφορικότητα, εκείνην που διακρίνει τις γριές των ποιημάτων της.  Tελικά, η ύπαρξη ενός μέσου τοίχου μπορεί να συμφιλιώσει ό,τι χωρίζει, ιδίως τον κόσμο των ζωντανών με εκείνον των νεκρών; Αυτό, νομίζω, το ερώτημα υπόκειται εντέλει στη συλλογή.

 info: Νάντια Δουλαβέρα Μεσοτοιχία Μελάνι 2018

Προηγούμενο άρθροΆννα Κοκκίνου: Μαθητεία στους Μίμους (συνέντευξη στον Στέλιο Μακρή)
Επόμενο άρθροΙωσήφ Μπρόντσκι:Ο λόγος για το χυμένο γάλα,( μτφρ.-απόδοση: Ριζίκοβα – Ρανελέ)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ