της Βαρβάρας Ρούσσου
Ο Νικόλας Κακατσάκης, με μια συλλογή ποιημάτων και μια μικρών ιστοριών στο ενεργητικό του, παρουσιάζει το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του με τον ομολογουμένως ευφάνταστο και προκλητικό τίτλο Συνθλιπτήρες.
Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του είχε τίτλο Αρχιτέκτονας αυτοβιογραφείται, (εκδόσεις πυξίδα της πόλης Χανιά 2018), ονομασία που δηλώνει το προσωπικό υπόβαθρο του βιβλίου καθώς ο δημιουργός του είναι όντως αρχιτέκτονας που ζει στα Χανιά. Η νέα συλλογή, σαφώς ωριμότερη, με εμφανή την απόπειρα τιθάσευσης του υλικού, γλωσσικές επιλογές προσεγμένες, προσοχή στη μορφή, δείχνει ότι ο Κακατσάκης αφήνει πίσω του τα πρωτόλεια ποιήματά του και αρχίζει να διερευνά τους τρόπους με τους οποίους θα αποκτήσει ιδιοφωνία. Πράγματι, είναι αξιοσημείωτο ότι ο αυτοβιογραφικός και βιωματικός πυρήνας, αν και έντονα παρών στους Συνθλιπτήρες, έχει υποστεί επεξεργασία ώστε τα ποιήματα διαφεύγουν από τον αυστηρά περίκλειστο χώρο του ατομικού.
Η θέση του εγώ στον άμεσο και ευρύτερο χώρο του, η προβληματική της τέχνης του, η κοινωνική και ιστορική συνθήκη είναι στοιχεία παρόντα που θεμελιώνουν ένα διάλογο με τον αναγνώστη και απομακρύνουν την παγίδα της ομφαλοσκοπικής ιδιωτικότητας. Ένα τέτοιας υφής ποίημα «Στις ακτές της Αφροδίτης» περιέχει τη λέξη που τιτλοφόρησε τη συλλογή και με εύστοχο τρόπο περνά από το ασφυκτικό καλοκαιρινό σκηνικό στις «διακοπές ολιγοήμερες και εκδρομές μονοήμερες/ στους βράχους και τ’ αυγουστιάτικα πατητήρια της πορφύρας/ τις αλυκές και τους συνθλιπτήρες/ εκεί που απ’ τ’ ακριβό κοχύλι/παίρνουνε το αίμα του…»˙ οι συνθλιπτήρες λοιπόν είναι ένα στοιχείο του τοπίου, μέρος του συνειρμού που θα οδηγήσει στη συνέχεια το ποίημα, κορυφώνοντάς το, στο ζήτημα της θερινής εισβολής στην Κύπρο.
Στα ποιήματα η αφηγηματικότητα καθημερινών ιστοριών εναλλάσσεται με τον ποιητικό ρεαλισμό. Η πόλη, τα Χανιά, δίνει έντονα το παρόν και σχεδόν καταγράφεται στο ποίημα «Πατριδογνωσία» αλλά και στο επόμενο «Μικρή παρένθεση για την πόλη» όπου η καταγραφή του έξω εγγράφεται και στον εσωτερικό κόσμο. Φαίνεται απαραίτητο στον Κακατσάκη (και ως αρχιτέκτονα βέβαια) να αναδείξει το χώρο ως μέλος και ο ίδιος του αστικού σώματος αλλά και την πόλη ως μέρος του κόσμου: «Η πόλη μου είναι η παρένθεση/που ανοίγει εκεί που πυκνώνει το κείμενο/για να συμπεριλάβει εντός της/ γράμματα που πριν αιωρούνταν/» («Μικρή παρένθεση για την πόλη»). Στο «Ξημέρωμα» πάλι ο κοινός αστικός/δημόσιος χώρος συμπλέκεται αξεδιάλυτα με τον οικιακό/ιδιωτικό.
Ποιητική διαδικασία, πόλη/χώρος, βιβλία/κείμενα αποκτούν έτσι ένα συνδετικό νήμα που εναλλάσσεται στα ποιήματα: η πόλη αναδεικνύεται σε κείμενο, τα κείμενα δείχνουν την πόλη, η βιβλιοθήκη λειτουργεί ως πόλη όπου κανείς (περι)διαβάζει -και αντίστροφα- και όλα γίνονται αφορμές για ποίηση.
Η σχέση με τη γραφή δηλώνεται πολλαπλώς στη συλλογή αρχίζοντας από το μότο: «Έγραψα ποιήματα πολλά/ για τις αγρυπνίες μου στο σπίτι,/ μετά θυμήθηκα πως αγρυπνούσα/ ηθελημένα μέρες, με σκοπό να γράψω». Η επιθυμία και η αγωνία της γραφής είναι λοιπόν στο επίκεντρο της ίδιας της διαδικασίας της γραφής, φορτισμένης με μόχθο αλλά και ανακουφιστικά θεραπευτικής. Το «Κίβδηλο ποίημα» (με αφόρμηση από στίχο του Gottfried Benn και αναφορές στον Eliot) παρέχει μια σαφή εικόνα της ποιητικής του Κακατσάκη, όπως και το «04:36», όπου ο απόλυτα ιδιωτικός χώρος και τα αντικείμενά του σχεδόν εξανθρωπισμένοι σύντροφοι της άγρυπνης νύχτας, γίνονται ο χώρος της γραφής. Ποια είναι η βαθύτερη ρίζα της όμως αποκαλύπτεται στο παραπάνω και σε άλλα από τα ποιήματα: «Βιβλιοθήκη», «Τ’ ανοιχτά βιβλία» και ποιήματα αφιερωμένα ή σε διάλογο με μεγάλους προγόνους (Borges, Brecht, Lorca αλλά και Σεφέρης και άλλοι, όλος ο μοντερνισμός δηλαδή). Οπότε ο Κακατσάκης είναι ο ποιητής αναγνώστης που αναζητά από τα βιβλία τις λέξεις όπως από το χώρο τις εικόνες αλλά και αντίστροφα. Να πώς εικονοποιεί λυρικά τη σχέση του με την ανάγνωση της ποίησης και πώς αιτιολογεί ποιητικά τη διακειμενικότητά του: «Εμείς στα ανοιχτά βιβλία ξεκορφιάζουμε/ έναν ξένο κήπο απ’ τα άνθη του ποιητή/για να μείνει η φτέρη, το τριανταφυλλάκι, /λίγα γεράνια και η αρωματική λεβάντα/ του δικού μας κήπου» («Τ’ ανοιχτά βιβλία»).
Παράλληλα, η ερωτική επιθυμία αποδίδεται με λυρισμό («Ερωτικό», «Νύχτες ΙΙ», «Άτιτλο») που κορυφώνεται στο «Τα μάτια σου» αναδεικνύοντας μια άλλη πλευρά του Κακατσάκη, ικανού να ιχνογραφήσει γοητευτικά και με βαθιά λυρική τρυφερότητα τον έρωτα. Βέβαια, δεν είναι απών ο λυρισμός από τη συλλογή (όπως στο αφιερωματικό στη μητέρα του ποίημα «Δυο χέρια») αλλά συχνά υφέρπει σε αφηγηματικά/περιγραφικά ποιήματα.
Κλείνοντας θα επιμείνω στη μορφολογική επεξεργασία που δεν είχε σταθεροποιηθεί στην πρώτη συλλογή. Στους Συνθλιπτήρες τα ποιήματα σχεδιάστηκαν αρχιτεκτονικά, συγκροτήθηκαν είτε ενιαία είτε σε στροφικές ενότητες, αποδίδοντας την εξελικτική πορεία του ποιήματος, επιζητώντας την κορύφωση προς το τέλος, τον τελικό στοχαστικό στίχο-επίλογο. Οι στίχοι έγιναν συντομότεροι και έτσι διαχειρίσιμοι. Η επιμονή στη μορφή είναι, νομίζω, εμφανής και στα έξι χαϊκού της συλλογής εφόσον, είναι δυνατόν η ενασχόληση με ποιήματα σταθερής μορφής να αποτελεί μια ποιητική άσκηση οικονομίας και αυτοπεριορισμού.
Έχουμε λοιπόν μια ενδιαφέρουσα ποιητική συλλογή, ρεαλιστική και τρυφερή με ένα ευρύτατο διακείμενο, ορατό συνήθως, που σημαίνει ότι η ενδελεχής μελέτη της λογοτεχνίας και η δημιουργική μετάπλασή της με τη δυναμική και την εργασία του Κακατσάκη, συνδυαστικά με το βίωμα, μπορεί να μας εκπλήξει πολύ ευχάριστα στο επόμενο βιβλίο.
***
(*) Η Βαρβάρα Ρούσσου είναι μέλος ΕΔΙΠ του τμήματος ΘΙΣΤΕ της ΑΣΚΤ. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιστρέφονται γύρω από τις σχέσεις φύλου και λογοτεχνίας, εικαστικών τεχνών και λογοτεχνίας. Επίσης συστηματικά παρακολουθεί και γράφει βιβλιοκρισίες για τη σύγχρονη ποίηση εστιάζοντας σε νέους ποιητές.
Νικόλας Κακατσάκης Συνθλιπτήρες εκδ. σμίλη 2020
Βρες το εδώ