Της πατρίδος μου η σημαία…

0
1295

 

 

Ελένη Χοντολίδου.

 

Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη εν μέσω δικτατορίας, το 1971. Οδός Τσιμισκή. Σημαιοφόρος η αδελφή μου και πίσω αριστερά εγώ, στην Α΄ Γυμνασίου. Έξω από την παρέλαση ο πατέρας μας «με pamper». Eγώ με πολύ καμάρι γιατί θα με δει «εκείνος». Ο γνωστός ψόφος της Θεσσαλονίκης -συνδυασμός υγρασίας από τη θάλασσα και του γνωστού Βαρδάρη που δεν αφανίζει πάντοτε όλες τις αμαρτίες μας- διάφορες πατέντες με εφημερίδες κάτω από τη μπλούζα, καθώς δεν μπορούσαμε να φορέσουμε σακάκι (γιατί άραγε;). Το «αλήτικο» Στ΄ Θηλέων, όχι το Α΄ που είναι τα καλά κορίτσια ούτε οι φλωρίνες του Κολλεγίου. Οι τυμπανίστριές μας πολύ καλές και η γυμνάστριά μας, μία κοπελάρα δύο μέτρα ψηλή που μας χειροκροτούσαν πιο πολύ γι αυτήν –καταλαβαίνω τώρα– η κ. Παπαδοπούλου. Καλή της ώρα εάν ζει.

Μετά φαγητό κάπου έξω με την οικογένεια. Χαράς Ευαγγέλια, που λένε. Καμία αίσθηση πατριωτισμού και εθνικής υπερηφάνειας παρά την εντατική χουντική εθνικοφροσύνη που μας καταπλάκωνε σχεδόν κάθε μέρα με ομιλίες και διαγγέλματα χουντικών εκπαιδευτικών. Ήμασταν γεμάτοι από αυτούς.

Η αγάπη για την πατρίδα, το καθήκον και η ανιδιοτέλεια ήρθαν πολύ αργότερα όταν κανείς δεν μου έκανε μάθημα και αναγκάστηκα εκ των πραγμάτων να βρω τη θέση μου στον κόσμο. Που ταξίδεψα σε όλη την Ελλάδα, την αγάπησα, τη φωτογράφισα, την πόνεσα. Εντάχθηκα στην αριστερά και κατανόησα τα προβλήματα του τόπου. Διάβασα ποίηση και πεζογραφία και κατανόησα τα γεγονότα, όσο μπορεί κάποιος να το κάνει…

Θυμάμαι στην Α΄ Δημοτικού μας μίλησε η δασκάλα για το «αέρα!» και τα σχετικά με μία διάθεση στρογγυλέματος και αφελούς προσέγγισης. Γύρισα σπίτι μου και όταν διηγήθηκα την εθνική αφήγηση στον μουλαρά (ημιονηγό) πατέρα μου στο Αλβανικό, άκουσα μία ολοκληρωτική αποδόμηση του ηρωικού μετώπου που -είναι αλήθεια- δεν μπόρεσα να υποδεχτώ. Πολύ ανθρώπινα μου τα παρουσίαζε και πολύ φοβισμένος ήταν, δεν κολλούσε με την αφήγηση της δασκάλας. Ντράπηκα για τον πατέρα μου που δεν ήταν ατρόμητος και άφοβος. Μόνο χρόνια πολλά αργότερα όταν διάβασα το Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό μέτωπο πήγα και του έδωσα ένα φιλί χωρίς να του εξηγήσω γιατί…

Θέλω να παραθέσω τρεις μικρές ιστορίες από τις αφηγήσεις του. Ιστορία πρώτη: διαλύονται στο μέτωπο και επιστρέφουν με τα πόδια ταλαιπωρημένοι, αδυνατισμένοι, αξύριστοι και πεινασμένοι. Βρίσκουν έναν φούρνο και ζητάνε ένα καρβέλι ψωμί. Ο φούρναρης τους ρωτάει εάν έχουν χρήματα. Ο πατέρας μου αναλύεται σε λυγμούς για πρώτη φορά. Τους λυπάται ένας χωρικός και τους αγοράζει το καρβέλι.

Ιστορία δεύτερη: φτάνει με τα πόδια στην Κατερίνη και χτυπάει την πόρτα της θείας Θεοδοσίας η οποία τον αναγνωρίζει ΜΟΝΟ από τη φωνή, καθώς η όψη του είναι εντελώς αλλαγμένη. Τον κατεβάζουν στο υπόγειο, βράζουν τα ρούχα του, ξεψειριάζεται με λύσσα και ανεβαίνουν να φάνε και του τραβάνε το τρίτο πιάτο φαγητό από μπροστά του μην αρρωστήσει.

Ιστορία τρίτη: φτάνει επιτέλους στο τούρκικο σπίτι του στην οδό Αθηνάς και βλέπει να τον περιμένει ο πατέρας του στο μπαλκόνι. Ανεβαίνει πάνω και ο πατέρας του τού δίνει τσιγάρο για πρώτη φορά (παρά το γεγονός ότι όταν προπολεμικά του έλειπαν τα τσιγάρα νυχτοπερπατούσε και τα έπαιρνε κρυφά από την τσέπη του γιού του…).

 

 

Προηγούμενο άρθροMade in Pakistan όπως Made in China
Επόμενο άρθροΕκδοτικές (γαλλικές) πιρουέτες…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ