της Δήμητρας Ρουμπούλα
«…μερικές φορές αγαπάμε κάποιον που δεν επιτρέπεται ν΄ αγαπήσουμε, μ΄ αυτόν τον τρόπο τουλάχιστον, και μολονότι ο έρωτας όρια δεν έχει, μερικές φορές …»
Στο δεύτερο μυθιστόρημά του ο Μαρίκε Λούκας Ράινεβελντ ασχολείται με έναν αδόκιμο έρωτα ανάμεσα σε έναν 49χρονο άνδρα και ένα 14χρονο κορίτσι. Διερευνώντας ζητήματα παιδοφιλίας και παιδεραστίας, ο 32χρονος σήμερα Ολλανδός συγγραφέας καταπιάνεται με ακόμη πιο σκοτεινά θέματα από εκείνα του ντεμπούτου του στην πεζογραφία «Δυσφορεί η νύχτα» που του χάρισε το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ το 2020 και το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά επίσης από τις εκδόσεις «Ίκαρος».
Το «Υπέροχη αγαπημένη» είναι τόσο συναρπαστικό χάρη στη γραφή του όσο και απωθητικό εξαιτίας του θέματός του. Παραπέμπει στη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ, αλλά εκ πρώτης όψεως φαίνεται ως συνέχεια του «Δυσφορεί η νύχτα». Βρισκόμαστε ξανά σε ένα αγρόκτημα της ολλανδικής υπαίθρου, το Village, που στενάζει κάτω από αισθήματα ενοχής, ντροπής, απώλειας, τραύματος και μοναξιάς. Οι οδυνηρές συνέπειες της επιδημίας του αφθώδους πυρετού δεν έχουν ακόμη επουλωθεί. Ποτέ δεν μαθαίνουμε το όνομα της 14χρονης «υπέροχης αγαπημένης», αλλά θα μπορούσε να είναι η λίγο μεγαλύτερη εκδοχή της Τζάκετ, της 12χρονης αφηγήτριας του «Δυσφορεί τη νύχτα». Η Τζάκετ ήταν θλιμμένη από τον πνιγμό του αδελφού της, η τωρινή ηρωίδα, το ίδιο «αλλιώτικη και περίεργη», θρηνεί επίσης έναν «Χαμένο», όπως τον αποκαλεί, αδελφό. Επιπλέον, η μητρική φιγούρα τότε ήταν τύποις παρούσα μετά το θάνατο του αγοριού, τώρα έχει εγκαταλείψει εντελώς την οικογένεια μετά τον χαμό του παιδιού της. Αποκαλείται «Παρατημένη».
Λόγω αυτών των απωλειών και ενός πατέρα που βασικά σιωπά, και του άλλου αδερφού που ασχολείται με τους ταύρους και την «έκσταση», το κορίτσι βρίσκεται στο έλεος μιας καλπάζουσας φαντασίας. Χρειάζεται κάποιον να την νοιάζεται, να λύνει τις απορίες της. Αυτός ο κάποιος δεν είναι άλλος από τον ευγενικό και καλοσυνάτο κτηνίατρο, ο οποίος βρίσκει απέραντο ελεύθερο χώρο στη ζωή του κοριτσιού και εισβάλει σ΄αυτόν με ένα μείγμα τυφλής λατρείας και καλυμμένης λαγνείας. Θα μπορούσε να είναι ο κτηνίατρος που θυμόμαστε από το προηγούμενο μυθιστόρημα σε ένα μικρό ρόλο απλώς να παρατηρεί τη Τζάκετ, ενώ τώρα εξελίσσεται σε κεντρικό ήρωα και αφηγητή σε πρώτο πρόσωπο.
Ολόκληρο το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από τον διφορούμενο ρόλο που αναθέτει ο κτηνίατρος στον εαυτό του στη διαταραγμένη αναπτυξιακή διαδικασία της 14χρονης. Έναν ρόλο που γνωρίζει ότι δεν συνάδει με τις αξίες της κοινωνίας. Άλλοτε, προσποιούμενος ότι βοηθά το κορίτσι, απενοχοποιεί τον εαυτό του κι άλλοτε, όταν το «μολύνει», τον καταδικάζει – «..καλύτερα δεν μπορώ να το πω: παράσιτο ήμουν». Με τη μορφή εξομολόγησης ή απολογίας – περιστασιακά απευθυνόμενος προς ανώνυμους «κύριους δικαστές» – παραδέχεται το ανεξέλεγκτο πάθος του το οποίο αδυνατεί να τιθασεύσει και το οποίο πηγάζει από παιδικά τραύματα που δεν έχει εκμυστηρευτεί ούτε στη σύζυγό του Καμίλια, με την οποία έχει δύο γιούς και τυχαίνει να είναι και δασκάλα της 14χρονης. Ακόμη κι όταν αποκαλύπτεται το κρυφό ημερολόγιο που κρατά το κορίτσι και ανοίγει ο ασκός του Αιόλου, ο κτηνίατρος τη μια επιμένει στην Καμίλια ότι «ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό», την άλλη ότι ο ίδιος είναι «μια πληγή που άνοιγε ξανά και ξανά».
Το «Υπέροχη αγαπημένη» θυμίζει τη «Λολίτα» πάνω από όλα στη δύναμη της γλώσσας. Η ομορφιά των λέξεων είναι μεθυστική και καθηλωτική. Ακριβώς όπως ο καθηγητής Χάμπερτ Χάμπερτ, ο κτηνίατρος του Ράινεβελντ είναι τόσο εκμυστηρευτικός που σχεδόν τον συμπονάς, ακόμα κι αν περιφρονείς τις πράξεις του. Αν η «Λολίτα» καλύπτει πολλά χρόνια δράσης, η «Υπέροχη αγαπημένη» διαδραματίζεται μόνο σε ένα «πεισματωμένο καλοκαίρι» του 2005, ενώ, όπως σταδιακά διαπιστώνουμε, καταγράφεται χρόνια αργότερα, μέσα στη φυλακή. Και σαν να χρειάζεται να χωρέσει πολλά σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά και να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο λόγος είναι ασθματικός, στρυμωγμένος σε μακροσκελείς υποβλητικές προτάσεις χωρίς παραγράφους, παύσεις και αναπνοές. Οι προτάσεις δείχνουν να μην σταματούν, σχηματίζοντας ολόκληρα κεφάλαια και μόνο σε μερικά από τα 42 συνολικά προσφέρεται προς το τέλος κάποια τελεία / αναπνοή. Μια λαχανιασμένη ιστορία, με ένα πιεστικό ρυθμό, χωρίς διαλόγους και χιούμορ, αλλά με εικόνες και ποιητικές εκφράσεις.
Η ιδιοφυία του συγγραφέα βρίσκεται στις λεπτομέρειες: όχι μόνο για την αυστηρά θρησκευόμενη και σιωπηρή αγροτική ζωή που απεικονίζεται με ακρίβεια και αγάπη, άλλωστε ο Ράινεβελντ γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα αγρόκτημα, αλλά κυρίως για τον πλούτο, τη φαντασία και τις αντιφάσεις που κουβαλά η εφηβεία. Ο κτηνίατρος στις νοσηρές ωδές του προς την «υπέροχη αγαπημένη» αδυνατεί να κατανοήσει την αχαλίνωτη φαντασία της, αντιθέτως τροφοδοτείται από την απολαυστική ρευστότητα των εφηβικών αναζητήσεών της και τις ευμετάβλητες επιθυμίες της.
Το κορίτσι με την αδημονία της ηλικίας επεξεργάζεται πληροφορίες και σκαλίζει ό,τι την περιβάλλει για να διαμορφωθεί ξανά και ξανά. Η περιέργειά της για τα πέη, συμπεριλαμβανομένου του ζωικού κόσμου, μετατρέπεται σε εμμονή για ένα δικό της «κέρατο» που θα την κάνει πιο δυνατή, αφού «τα παιδιά με κερατάκι δεν τα έκλεβαν τόσο συχνά», όπως λέει με αμόλυντη παιδικότητα. Κάνει νοερές συζητήσεις με τον Φρόιντ και τον Χίτλερ – τον τελευταίο φαντάζεται να καλεί για να γιορτάσουν μαζί τα γενέθλιά τους (20 Απριλίου) και να του ζητά το λόγο για τα φρικτά εγκλήματά του, ενώ απαιτεί από τον πρώτο να δείξει τη διαφορά ανάμεσα στον Χίτλερ και σε εκείνη αφού γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Διαβάζει φανατικά Χάρι Πότερ, ακούει μουσική, ειδικά εκείνων που έχουν πεθάνει στα 27 τους, θέλει να γίνει τραγουδίστρια και θα γίνει κάποτε στη Νέα Υόρκη – οι στίχοι της θα είναι αποκαλυπτικοί για τα βιώματά της και μαζί αποδεικτικά στοιχεία. Πιστεύει ότι μπορεί να μεταμορφωθεί σε βάτραχο, ενυδρίδα και πουλί, ότι μπορεί να πετάξει, ώσπου κάποια στιγμή το επιχειρεί από την κορυφή του σιλό και καταλήγει στο νοσοκομείο. Ήταν αυτή, επιμένει, το αεροπλάνο εκείνο που τρύπησε τους Δίδυμους Πύργους την 11η Σεπτεμβρίου. «Εγώ είμαι το Κακό, εγώ είμαι το Πουλί του Κακού». Τα ενδιαφέροντά της είναι σε μια διαρκή αναμόχλευση και επικίνδυνη ρευστότητα. Πάνω απ΄ όλα νιώθει αγόρι και κορίτσι. Ο Ράινεβελντ, που έχει τοποθετήσει τον εαυτό του στην κατηγορία των non-binary ατόμων, πετυχαίνει όσο κανένας άλλος να εξερευνήσει το ανδρόγυνο στοιχείο.
Όπως και στο «Δυσφορεί τη νύχτα», ο κτηνίατρος παλεύει με τον ρόλο του θεραπευτή των ζώων, ενίοτε και ανθρώπων, και του παρηγορητή. Τον στοιχειώνει η εικόνα ενός κτηνοτρόφου που κρεμάστηκε όταν είδε τα ζώα του θανατωμένα και αυτός δεν πρόλαβε να τον σώσει. Τώρα δεν θέλει τίποτα άλλο από το να γιατρέψει την «υπέροχη αγαπημένη» από τη θλίψη. Η αρχική επιθυμία του για θεραπεία γίνεται (απαγορευμένος) έρωτας και συμπιέζεται ανάμεσα σε εμμονικές φαντασιώσεις. «…το ήξερα ότι έπαιρνα λάθος δρόμο και χανόμουν μέσα στη καταχνιά του πόθου μου σαν να΄ ταν το νεφέλωμα του Ωρίωνα» Το εμμονικό ενδιαφέρον είναι αμοιβαίο. Εκείνος την αποκαλεί Putto του και δεν θέλει ποτέ «να μεταμορφωθεί σε γυναίκα», παρά να μείνει «ένα ωραίο παιδί». Εκείνη τον φωνάζει Κερτ, από τον είδωλό της Κερτ Κομπέιν των Nirvana που αυτοκτόνησε στα 27 του. Παιδική και ώριμη, μιλά με ενθουσιασμό για την ενυδρίδα όσο και για την ερμηνεία του Μπέκετ, όταν βλέπουν μαζί την παράσταση του «Τέλους του παιχνιδιού»: «Μερικές φορές είναι η απλότητα που δίνει νόημα στα πάντα…», εξηγεί το γιατί ξαφνικά τρύπωσε στη διπλανή αίθουσα όπου έπαιζαν κουκλοθέατρο.
Ο κτηνίατρος απευθύνεται στους δικαστές όχι για να δηλώσει την αθωότητά του αλλά τη δύναμη του παράτολμου πάθους του, το πόσο βασανισμένος είναι από αυτόν τον νοσηρό έρωτα που έχει ρίζες στα παιδικά του χρόνια όταν κακοποιήθηκε επανειλημμένα από τη μητέρα του, με αποτέλεσμα να μένει καθηλωμένος σε εκείνη την ηλικία, να σιχαίνεται την ενηλικίωση. Επίσης για να τους πει πως και οι δύο βρήκαν ο ένας τον άλλο στη σκοτεινή τους φαντασία, στη μουσική και στη λογοτεχνία του Μπέκετ και του Προυστ, του Στίβεν Κινγκ και του Ρόαλντ Νταλ – πάμπολλες οι αναφορές από τον κόσμο της λογοτεχνίας, της μουσικής και του κινηματογράφου, μαζί και της Βίβλου.
Ο αναγνώστης βρίσκεται σε άβολη θέση, καθώς από τη μια νιώθει συμπάθεια για τον ήρωα, τουλάχιστον μέχρι να κάνει τα πιο φρικτά πράγματα, από την άλλη αποτροπιασμό. Είναι οι ζώνες του λυκόφωτος που περιγράφει ο συγγραφέας και παλεύουν οι ήρωές του, με τις αντικρουόμενες επιθυμίες στις οποίες κινούνται. Οι παραβατικές πράξεις του κτηνίατρου αντιτίθενται στο γνήσιο ενδιαφέρον για τον μικρό θεό της αγάπης του. Η «υπέροχη αγαπημένη» θέλει να γνωρίσει και μετά να εξαφανιστεί, είναι ευάλωτη και δυνατή, ταλαντεύεται «σαν εκκρεμές» ανάμεσα στο κορίτσι και στο αγόρι, στο παιδί και στη γυναίκα, στη παιδική αθωότητα και την εφηβική πονηριά, το σώμα της είναι ταυτόχρονα πληγή και ευκαιρία. Εστιάζοντας ανάμεσα στην κακία και την καλοσύνη, το ισχυρό και το αδύναμο, το αρσενικό και το θηλυκό, το πρέπει και την επιθυμία, αποφεύγοντας την ηδονοβλεψία, αλλά και τις προκαταλήψεις, κατονομάζοντας λίγα πράγματα κυριολεκτικά, αν και ο αναγνώστης καταλαβαίνει τι συμβαίνει, ο συγγραφέας αναζητά τα εύθραυστα και θολά όρια. Για άλλη μια φορά ο χώρος του «μεταξύ» προκαλεί δυσφορία και ο Ράινεβελντ διαπρέπει στην περιγραφή του, προσφέροντάς μας ένα βιβλίο δυσάρεστο και όμως εξαιρετικά έξυπνο, μια αναγνωστική εμπειρία με την ίδια τη γλώσσα σε έναν αξέχαστο πρωταγωνιστικό ρόλο.