Την ομορφιά την βλέπουμε μόνον όταν είναι πολύ αργά (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
389

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα

 

Το καλοκαίρι του 2019 η άνευ προηγουμένου ζέστη και οι ξηρές ηλεκτρικές καταιγίδες πυροδότησαν τεράστιες δασικές πυρκαγιές στην Αυστραλία από το βάθος της ενδοχώρας μέχρι τις ακτές. Ο καπνός κάλυψε την ήπειρο, οι άνθρωποι ήταν συγκεντρωμένοι στις ακτές και η γηγενής πανίδα δέχτηκε καταστροφικό χτύπημα: εικόνες αποτεφρωμένων κοάλα και καγκουρό σε εμβρυικά αγκαλιάσματα κυκλοφόρησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θυμίζοντας πίνακες του Μπρέγκελ και του Μπος.

Σε αυτό το σκηνικό, ο Ρίτσαρντ Φλάναγκαν τοποθετεί το συναρπαστικό τελευταίο, όγδοο μυθιστόρημά του, μια κραυγή οικολογικής αγωνίας. Ο πιο γνωστός εν ζωή Αυστραλός συγγραφέας, από την Τασμανία, μετατρέπει τη σκληρή πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής σε ποταμούς λέξεων.  Το «Η ζωντανή θάλασσα που ονειρευόταν ξύπνια» (εκδ. Ψυχογιός) συνδυάζει μια επινοημένη ιστορία με τη θλίψη και την οργή ενός συγγραφέα ο οποίος εξακολουθεί φανατικά να ενδιαφέρεται για τα ό,σα πληγώνουν τη χώρα του και το κοινό μας σπίτι, τον πλανήτη.

Με τη διάχυτη αίσθηση μιας εν εξελίξει οικολογικής καταστροφής, το  μυθιστόρημα είναι ένα βιβλίο για την εξαφάνιση, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Η ιστορία του Φλάναγκαν επικεντρώνεται στην ήδη μειωμένη οικογένεια της Άννας, του Τόμι και του Τέρζο, τρία αδέλφια των οποίων ο πατέρας Χόρι και ο αδελφός Ρόνι έχουν προ πολλού πεθάνει, ενώ η 87χρονη μητέρα τους, Φράνσι, βιώνει «μια ατέλειωτη παράταση θανάτου». Η Άννα, το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, μεσήλικη πλέον, καλείται πίσω από το αρχιτεκτονικό της γραφείο στο Σίδνεϋ, μακριά από τη σύντροφό της Μεγκ και τον προβληματικό γιό της, Γκας, τον οποίο έχει μεγαλώσει ως ανύπαντρη μητέρα, στην πόλη της, το Χόμπαρτ της Τασμανίας. Το ίδιο και ο αδελφός της, ο Τέρζο, πλούσιος επιχειρηματίας μιας εταιρείας επενδύσεων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου, για να αποφασίσουν μαζί με τον Τόμι τι θα κάνουν με τη μητέρα τους, η οποία έχει μεταφερθεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο σε άσχημη κατάσταση.

Με μια μαγική και κομψή γραφή, ο Φλάναγκαν απεικονίζει πειστικά τη Φράνσι να γλιστράει προς το τέλος της ζωής και να ανακάμπτει ενώ τα δύο παιδιά της φεύγουν μόνο για να επιστρέψουν, ξανά και ξανά, στο Χόμπαρτ μετά από τις δραματικές ειδοποιήσεις του Τόμι για επιδείνωση της υγείας της. Ο τελευταίος, ένας αποτυχημένος καλλιτέχνης και περιστασιακός εργάτης με τραυλισμό, ο μόνος που δεν έχει συνέλθει ποτέ από τον  θάνατο του αδελφού του όταν ήταν μικρά και εκείνος που φρόντιζε τη μητέρα του, δείχνει να αποδέχεται περισσότερο τη μοιραία απόδρασή της από τη ζωή. Όμως δίνει τη συγκατάθεσή του, όταν τα επιτυχημένα αδέλφια του, ειδικά ο πλούσιος Τέρζο, επιμένουν και αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν κάθε δυνατό τρόπο, επιρροή και χρήμα για να την κρατήσουν στη ζωή.  «Συνηθισμένοι να ενεργούν πάνω στον κόσμο κι όχι να επιτρέπουν στον κόσμο να ενεργεί πάνω τους», σε αντίθεση με τον ανιδιοτελή Τόμι, θέλουν «να νικήσουν το θάνατο»,  παρά το μάταιο και το απάνθρωπο που λένε οι γιατροί. «Οτιδήποτε ήταν καλύτερο από τον θάνατο». Πρόκειται για μια άγρια μορφή αγάπης ή μια εξευγενισμένη ενοχή; Πάντως, σε στιγμές διαύγειας αλλά σε μια κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου, η Φράνσι «βλέπει» έξω από το παράθυρο του νοσοκομείου φανταστικά πλάσματα.

Ενώ τα τρία αδέλφια κρατούν με σύγχρονες και επίπονες θεραπείες τη μητέρα τους ζωντανή στο νοσοκομειακό κρεβάτι, έξω όλα πεθαίνουν: τεράστιες εκτάσεις αρχαίων δασών καίγονται, ολόκληρα είδη ζώων εξαφανίζονται στις φλόγες, η στάχτη και τα αποκαΐδια πνίγουν την Αυστραλία και τη Τασμανία. Ένας κόσμος εξαφανίζεται και μαζί αφανίζονται μέρη του σώματος της Άννας, πρώτα ένα δάχτυλο, μετά ένα γόνατο, ένα στήθος, μια παλάμη … Έτσι, ανώδυνα, χωρίς η ίδια να το καταλαβαίνει και το χειρότερο χωρίς να το παρατηρούν οι άλλοι, εκτός από τη Φράνσι που ζει σε ένα σύμπαν παραισθήσεων. Δεν είναι μόνη η Άννα  που της συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αλλά κανείς δεν ενοχλείται, δεν ανησυχεί. Αθόρυβα ο συγγραφέας μιλάει για την παθητικότητα και την αδιαφορία των ανθρώπων. Η «εξαφάνιση» διατρέχει όλο το μυθιστόρημα: μέλη του σώματος ξαφνικά γίνονται άφαντα, διαβρωμένες ανθρώπινες σχέσεις, αγεφύρωτα χάσματα ανάμεσα σε αδέλφια και γενιές, ένας πραγματικός κόσμος χάνεται και η ευαισθησία λανθάνει.

Ο συγγραφέας επαναπροσδιορίζει τους χαρακτήρες του κάτω από το πρίσμα που το ανθρώπινο είδος έχει επαναδιαμορφώσει τον πλανήτη στην Ανθρωπόκαινο γεωλογικά εποχή μας, όπως ορίζεται η «καταστροφική παρέμβαση του ανθρώπου στις φυσικές, χημικές και βιολογικές διαδικασίες του πλανήτη». Η μεταφορά της «εξαφάνισης» από τον Φλάναγκαν είναι εύστοχη και η μυθοπλασία του Ανθρωπόκαινου εφιαλτική: «Στην κορυφή του βουνού πίσω από την πόλη οι φωτιές καίνε όλο και πιο κοντά, κάθε μέρα ρεπορτάζ, μέσα κοινωνικής δικτύωσης τροφοδοτούν εικόνες κέντρων εκκένωσης, με εκατοντάδες ανθρώπους, ο ένας πάνω στον άλλο σαν πόλεμος…» Το «Η ζωντανή θάλασσα που ονειρευόταν ξύπνια» στα καλύτερά του όταν αφήνει τον αναγνώστη να περιπλανηθεί στις απόκοσμες εικόνες εκείνου του καλοκαιριού, με τα καμένα φύλλα ευκαλύπτου να αιωρούνται ή τις πασχαλίτσες, τα σκαθάρια, τις λαμπερές χρυσόμυγες, τα σμήνη ιπτάμενων μυρμηγκιών κ.λπ. να γίνονται στάχτη.

Τη δική της «ανθρωπόκαινο» ζει και η Άννα, μέσα από τα μάτια της οποίας ξετυλίγεται η ιστορία. Η πολυάσχολη ζωή της την έχει εμποδίσει να δώσει μεγάλη προσοχή στον γιό της Γκας, ο οποίος, «θωρακισμένος στα ακουστικά του», σπανίως βγαίνει από το δωμάτιό του, παρά μόνο για να της κλέψει χρήματα ή πολύτιμα πράγματα. Κάθε ουσιαστικός δεσμός ανάμεσά τους έχει εξαφανιστεί (κι αυτός). Έτσι, άλλοτε αντιμέτωπη με την προοπτική της ετοιμοθάνατης μητέρας, άλλοτε με το φάντασμα της οικολογικής καταστροφής ή τη σκέψη του Γκας και τα χαμένα μέλη του σώματός της, η Άννα δραπετεύει (μάλλον εξαφανίζεται), όπως οι περισσότεροι από εμάς, μέσω των εφαρμογών του κινητού της. «Instagram, ευλογημένη νοβοκαϊνη της ψυχής».

Η τεχνολογία, κατά τον Φλάναγκαν, αποσπά την προσοχή μας από τις αδυναμίες μας. Ο μικρόκοσμος των κινητών αποτελεί «τη μόνη αληθινά προσωπική ζωή που δεν πολιορκούν οι άλλοι, την απόλυτη μοναξιά». Με μια γλώσσα σφιχτή και ποιητική που ευτύχησε να αποδοθεί στα ελληνικά από έναν ποιητή, τον Γιώργο Μπλάνα, μεταφραστή κι άλλων βιβλίων του Φλάναγκαν, με λεπτές δόσεις ειρωνείας και χιούμορ όπου χρειάζεται, ο Τασμανός συγγραφέας θίγει φλέγοντα ζητήματα της σύγχρονης κοινωνίας και του μέλλοντός της. Δεν είναι όμως κάτι ξένο για τον πολυβραβευμένο Ρίτσαρντ Φλάναγκαν, καθώς σε όλα τα βιβλία του κατορθώνει να μας σαγηνεύει είτε μιλάει για την καταστροφή του φυσικού κάλους της Τασμανίας εξαιτίας των υδροηλεκτρικών φραγμάτων, είτε για τη μοίρα των ανθρώπων σε ξένους τόπους, την αποικιοκρατία και τις πολλές όψεις του καλού και του κακού.

Όπως το καλύτερο έργο του Φλάναγκαν, αυτό που του χάρισε το Βραβείο Μπούκερ το 2014 (Το μονοπάτι για τα βάθη του βορρά), έτσι και το παρόν αναδεικνύει, έστω και μέσα από τις φλόγες,  τις βασικές  αξίες της αγάπης, της ελπίδας και της αξιοπρέπειας. Γίνεται πιο ισχυρό όταν οι χαρακτήρες του, και ο αναγνώστης μαζί, καθυστερούν στην πραγματικότητα να αφυπνιστούν και να θρηνήσουν για αυτό που έχει χαθεί ή πηγαίνει να χαθεί:  «Χάνονταν! Χάνονταν! Κάτι δεν πήγαινε καλά, το ένιωθε σαν πόνο, σαν αρρώστια, να εξελίσσεται (…) Το ακούς, δεν μπορείς να σταματήσεις να το ακούς, καταλαβαίνεις;», η αγωνιώδης φωνή του Τόμι, η συνείδηση της πρωταγωνιστικής οικογένειας που δύσκολα αντέχει την καταστροφή της Τασμανίας, όπως άλλωστε και ο συγγραφέας, ο οποίος επιλέγει ως επιθύμιο τη σημείωση ότι ο παπαγάλος με την πορτοκαλί κοιλιά είναι απειλούμενο με εξαφάνιση είδος μέχρι το 2025. Την ίδια ώρα μάλιστα που ένας πολιτικός της χώρας του προτείνει να μην σπαταλάμε «ούτε μια λέξη μιλώντας για κλιματική αλλαγή, αλλά απλώς να προσαρμοστούμε και να γίνουμε πιο ανθεκτικοί».

Μπροστά σε τόση καταστροφή και τρόμο, τι μπορεί να πετύχει η μυθοπλασία; Το «Η ζωντανή θάλασσα που ονειρευόταν ξύπνια» είναι η εμφατική απάντηση στο ερώτημα. Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, μας ταρακουνάει και μας αφυπνίζει, πριν να είναι θανάσιμα αργά. «Υπάρχει τόση ομορφιά σ΄αυτό τον κόσμο…», λέει κάπου ο Ρίτσαρντ Φλάναγκαν για να συμπληρώσει σε αυτό το μαγικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα της κλιματικής αλλαγής που δύσκολα θα ξεχάσουμε: «Και παρ΄ όλα αυτά δεν τη βλέπουμε παρά μόνον όταν είναι πολύ αργά».

 

 

Ρίτσαρντ Φλάναγκαν, Η ζωντανή θάλασσα που ονειρευόταν ξύπνια,   μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. «Ψυχογιός», σελ. 272

Βρες το εδώ

 

Προηγούμενο άρθροΗμέρα της γυναίκας 4 : Μπoβουάρ και Μπoβουάρ (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)
Επόμενο άρθρο20 βιβλία διάφορα και ιδιαίτερα (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ