Έλενα Χουζούρη.
Συνάντησα για πρώτη φορά τον Μένη Κουμανταρέα το 1983. Μόλις είχε κυκλοφορήσει ο «Ωραίος Λοχαγός» και με είχαν στείλει από «ΤΑ ΝΕΑ», στο καλλιτεχνικό των οποίων ήμουν τότε, να κάνω μαζί του μια συνέντευξη. Για τη δική μου γενιά ο Μένης ήταν ήδη μια σταθερή αξία και θυμάμαι καθώς πήγαινα να τον συναντήσω ένοιωθα μια αγωνία, μια συστολή με είχε κατακλύσει. Πώς θα με αντιμετώπιζε αυτός ο σπουδαίος συγγραφέας εμένα μια νεαρή ακόμα δημοσιογράφο και ποιήτρια- είχε πριν δύο χρόνια κυκλοφορήσει η πρώτη μου ποιητική συλλογή. Με υποδέχθηκε στο σαλόνι του μοιραίου διαμερίσματός του στην Κυψέλη. Θυμάμαι ότι ήμασταν μόνοι. Η Λιλή μάλλον δεν ήταν εκεί η ευγενικά δεν είχε εμφανιστεί αφού επρόκειτο για μία συνέντευξη που θα έδινε ο Μένης. Το τι είπαμε δεν το θυμάμαι. Εκείνο όμως που έχω συγκρατήσει στη μνήμη μου έστω και μετά από τόσα χρόνια είναι η γοητεία που μου είχε ασκήσει ο Μένης. Γοητεία που θα την εισπράττω κάθε φορά που θα τον συναντώ από τότε και έως πριν λίγους μήνες. Διότι ο Μένης Κουμανταρέας υπήρξε ένας εξαιρετικά γοητευτικός άνθρωπος, με μια γοητεία που προσιδίαζε απόλυτα στην αστική του καταγωγή, την σπάνια –δυσεύρετη για τα ελληνικά δεδομένα- ευγένεια του, την αβρότητα των κινήσεων του, το αστικό του ήθος. Ένας πραγματικός ευπατρίδης άλλων καιρών που εμείς οι νεώτεροι μάλλον δεν προλάβαμε να γνωρίσουμε. Θα τον συναντώ, αργότερα, συχνά, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, λάτρης της κλασικής μουσικής και της όπερας, και θα ανταλλάσουμε στο διάλειμμα απόψεις για τις παραστάσεις, τις συναυλίες ή τα κονσέρτα που παρακολουθούσαμε. Θα τον θυμάμαι ευθυτενή, με κομψή σιλουέτα, ακόμα και στα προχωρημένα σε ηλικία χρόνια του, με πάντα προσεγμένο ντύσιμο που έδειχνε ένα ιδιαίτερο γούστο, ούτε ξεπερασμένο αλλά ούτε και επιτηδευμένα μοδάτο. Μια ψιλόλιγνη νεανική –όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό- φιγούρα που ξεχώριζε. Θα τον θυμάμαι πάντα παρόντα στις Γενικές Συνελεύσεις της Εταιρείας Συγγραφέων της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος, να φέρεται με την ίδια ευγένεια αλλά και ευπροσηγορία στους ομοτέχνους του, παλαιότερους και νεώτερους. Θα θυμάμαι πόσο γνώριζε και έμπρακτα εφάρμοζε κάποιους κανόνες καλής συμπεριφοράς και την αυστηρότητά του όταν αυτοί καταπατούνταν. Μια προσωπική μου εμπειρία είναι όταν, ούσα ακόμη Γενική Γραμματέας του Δ.Σ της Εταιρείας Συγγραφέων, στην εκλογική-απολογιστική μας Γενική Συνέλευση, ξεχνώντας το θεσμικό μου ρόλο, πέταξα, εις επήκοον όλων, ένα άστοχο ευφυολόγημα σε φίλο μου, γνωστό ποιητή. Ο Μένης, που καθόταν δίπλα στον φίλο ποιητή, παρενέβη αμέσως και με αυστηρό αλλά ευγενικό τρόπο με επανέφερε στην τάξη, με την παραίνεση ταυτόχρονα να ζητήσω συγγνώμη για την αστοχία μου. Το οποίο και έπραξα. Θα τον θυμάμαι για τις καίριες επισημάνσεις του για κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα , αρκετές φορές πιο ανοιχτόμυαλες από άλλους που αυτοχαρακτηρίζονται αριστεροί η γενικώς προοδευτικοί. Ο Μένης δεν αυτοχαρακτηριζόταν όμως πιστεύω ότι ήταν ένα εξαιρετικά ελευθερόφρων και ανεκτικό άτομο. Ακόμα κι όταν εμφανιζόταν κάπως δύσκολος στο να συναινέσει σε προτάσεις κοινωνικού τύπου ή και προβολής του σύντομα η κάπως δυσάρεστη αυτή ατμόσφαιρα διαλυόταν σε ένα κλίμα φιλικό και ευπροσήγορο. Θα τον θυμάμαι για την διακριτικότητά του, αυτήν που χαρακτήριζε την ιδιωτική του ζωή, όποια κι αν ήταν αυτή, όσα πρόσωπα κι αν είχε. Αυτήν που αναδύεται και από το τελευταίο και μοιραίο, φοβάμαι, βιβλίο του, όπου ακόμα και στις πιο ζόρικες σελίδες του, ακόμη και στις πιο «τολμηρές» περιγραφές, ο Μένης παραμένει ο ευγενής αστός Μένης Κουμανταρέας. Αυτός που δεν έχει ως σκοπό την πρόκληση, ούτε την δήθεν προβολή και πιθανόν εκμετάλλευση κοινωνικά της σεξουαλικότητάς του, αλλά την διάθεση να την αναστοχαστεί και να θησαυρίσει από αυτήν κέρδη και ζημίες, μέσα στο πλαίσιο του ανείπωτου πένθους από την απώλεια της αγαπημένης του συντρόφου. Απώλεια τόσο μοιραίας για εκείνον που πού φοβούμαι, άνοιξε τον δρόμο και για την δική του, τρομακτική στον τρόπο και στο μέγεθός της. Θα θυμάμαι τέλος τον Μένη ως μία μοναδικότητα στην οικογένεια των Ελλήνων συγγραφέων και ομολογώ ότι θα μου λείψει πολύ.
[…] Τι θα θυμάμαι από τον Μένη Κουμανταρέα […]