της Δήμητρας Ρουμπούλα
«Εθνική οικονομία είναι να αναρωτιέται ο κόσμος γιατί δεν έχει χρήματα». Ιδού ένας θαυμάσιος ορισμός της εθνικής οικονομίας, σατιρικός πλην όμως αληθινός. Δεν γράφτηκε στη σημερινή εποχή αλλά στο μακρινό 1931, δύο χρόνια μετά το φοβερό οικονομικό κραχ και δύο πριν η ανθρωπότητα εισέλθει σε νέες οδυνηρές περιπέτειες με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Συντάκτης της είναι ο Γερμανός Κουρτ Τουχόλσκι, που έχει μείνει στην ιστορία ως ο δημοφιλέστερος αρθρογράφος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Είχε κι άλλες ιδιότητες: συγγραφέας, σατιρικός ποιητής, στιχουργός των καμπαρέ, κριτικός, εκδότης.
Πολλά κείμενα του Τουχόλσκι παραμένουν επίκαιρα μέχρι σήμερα. Τέσσερα απ΄ αυτά, δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά μεταξύ 1919 και 1931, τα οποία θίγουν οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και ηθικά ζητήματα μιας εποχής η οποία θυμίζει σε πολλά σημεία τη δική μας, έρχονται να μας συστήσουν τον εν πολλοίς άγνωστο στην Ελλάδα συγγραφέα. Αυτά, μαζί με δύο επίμετρα και άλλα κατατοπιστικά κείμενα περιλαμβάνονται σε ένα βιβλίο, μικρό διαμαντάκι μόλις 143 σελίδων, των εκδόσεων «Κριτική», σε μετάφραση των Κάτιας Αλεβιζοπούλου, Ελένης Βίσκα, Παναγιώτας Καλογερά, Ειρήνης Κορώνη, Αθανασίας Σύρρου και Ηρώς Τσατσαρώνη, μελών του Σωματείου Μεταπτυχιακών Σπουδών Γερμανικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας που είχε την πρωτοβουλία της έκδοσης.
Αλλά ποιος ήταν ο Κουρτ Τουχόλσκι, αυτό το «ανήσυχο πνεύμα», όπως τον χαρακτηρίζει ο Ηλίας Πετρόπουλος που τον θεωρούσε «εφάμιλλο» του Μπρέχτ, συγκαταλέγοντάς τον επίσης μεταξύ των πρώτων Ευρωπαίων που ένιωσαν αμέσως την αξία του μεγάλου δραματουργού, όπως και του Κάφκα, του Τζόις και του Κίρκεγκαρντ;
Γεννημένος το 1890 στην ξακουστή συνοικία Μόαμπιτ του Βερολίνου σε εύπορη και καλλιεργημένη οικογένεια γερμανοεβραϊκής καταγωγής, ο Τουχόλσκι ήταν μια αινιγματική φιγούρα με πολλά πρόσωπα, καθώς χρησιμοποίησε διάφορα ψευδώνυμα (Peter Panter, Theobald Tiger, Ignaz Wrobel και Kaspar Hauser), όταν αφιερώθηκε εντελώς στη γραφή μετά τις νομικές σπουδές του. Το πρώτο του βιβλίο χρονολογείται το 1912 και ήταν μια παιχνιδιάρικη ερωτική ιστορία που έγινε μπεστ σέλερ και φρόντισε ο ίδιος για αυτό: άνοιξε ένα προσωρινό «μπαρ για βιβλία» στην Κουρφούρστενταμ, κεντρικό δρόμο του δυτικού Βερολίνου, και σε κάθε πελάτη που αγόραζε ένα αντίτυπο πρόσφερε κι ένα δωρεάν ποτό. Λίγο μετά ξεκίνησε η καριέρα του ως δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας και θεάτρου, η οποία διακόπηκε με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρόλο που ήταν ειρηνιστής και στηλίτευε με κάθε τρόπο καθετί πρωσο-μιλιταριστικό (σύμβολα, σημαίες, παράσημα, στρατιωτικές στολές και συμπεριφορές), κατατάχθηκε στον στρατό και στάλθηκε στο ανατολικό μέτωπο. Ήταν μια εμπειρία που σφυρηλάτησε δια βίου τον αγώνα του για ειρήνη και το μίσος του για τις μιλιταριστικές πρακτικές και τα εθνικιστικά πάθη.
Οι συζητήσεις γύρω από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, οι μαζικές διαδηλώσεις, η αναταραχή και ριζοσπαστικοποίηση που ακολούθησαν τον πόλεμο, οι πολιτικοί φόνοι και η επανεμφάνιση των αντιδραστικών δυνάμεων, ο αντισημιτισμός που σταδιακά φούντωνε, τα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα και η ίδια η πόλη με τη ζωή της σημάδεψαν την επιστροφή του στο Βερολίνο και βέβαια την αρθρογραφία του. Τον συναντούμε να γράφει σε εφημερίδες και περιοδικά, να συνεργάζεται άλλοτε με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, άλλοτε με το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και τελικά με τους κομμουνιστές – δεν έγινε ποτέ μέλος του Κ.Κ. Γερμανίας, αλλά συμπαθούσε τους μαρξιστές. Μετά το 1924 πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στο εξωτερικό (Παρίσι, Σουηδία), όπου και παρέμεινε μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, επισκεπτόμενος τη Γερμανία σποραδικά. Οι ναζί με την άνοδό τους στην εξουσία έριξαν στην πυρά τα γραπτά του κι εκείνος θεώρησε ότι δεν υπήρχε πλέον λόγος να γράφει «για έναν λαό ο οποίος είχε ό,τι επιθυμούσε η πλειοψηφία του». Έχοντας επίγνωση της αδυναμίας του, αυτοεξορίστηκε στη Σουηδία το 1933 και έπεσε σε κατάθλιψη. Βαθιά απογοητευμένος από την επικράτηση των εθνικοσοσιαλιστών και την εξάπλωση της φασιστικής ιδεολογίας, αλλά και σε οικονομική ανέχεια, τον Δεκέμβριο του 1935, μόλις στα 45 του, αυτοκτόνησε στο σπίτι του με υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών.
Ο Τουχόλσκι «αισθανόταν σαν νέος Γουλιέλμος που αντί για τόξο ήταν οπλισμένος με μια γραφομηχανή», όπως γράφει στο Επίμετρό της η Ελένη Βίσκα. Η πένα του, συνήθως σατιρική, επιτίθεται στον Γκέμπελς και στα SS, στο κράτος των πλουσίων και των ισχυρών, στον προϊστάμενο και στις στρατιωτικές αρχές, στον υπερπληθωρισμό της πρώτης περιόδου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στα κινήματα της ανατροπής της. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του, ο Τουχόλσκι άσκησε δριμεία κριτική στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, υπήρξε ο πιο διακεκριμένος αρθρογράφος της, με δέσμες κειμένων, σατιρικών ποιημάτων και τραγουδιών για καμπαρέ.
«Αυτή η εποχή έχει κάτι το ολότελα τρομακτικό», γράφει ο ίδιος αρχίζοντας το κείμενό του «Ημίφως», το πρώτο της έκδοσης. Και λίγο μετά: «Διαισθάνομαι μόνο ότι πλησιάζει αργά κάτι που απειλεί να μας εξολοθρεύσει όλους (…) Εκπλήσσομαι που οι άνθρωποι διαπληκτίζονται για πίνακες, που παθιάζονται για μουσική». Το κείμενο γράφεται το 1920, όταν τα θεμέλια της Δημοκρατίας ήδη τρίζουν. Μπορεί οι ναζί να μην έχουν εμφανιστεί ακόμη συντονισμένα, αλλά ο συντάκτης βλέπει τον κίνδυνο, με τις ανισότητες να μεγεθύνονται, την κοινωνία να μιλά «διαφορετικές γλώσσες», να γίνεται αγεφύρωτη η αντίθεση ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο, τα οποία ο Τουχόλσκι προσδιορίζει με τον μπολσεβικισμό και τον πρωσισμό – «επανάσταση και σταθερότητα» -, να χάνονται οι αναγκαίες για την ανάπτυξη της τέχνης και του πολιτισμού «κοινές βάσεις», ενώ «τίποτα δεν πιάνει, ούτε το χιούμορ, ούτε η σάτιρα – τα βέλη πέφτουν χωρίς να βρουν στόχο». Με άλλα λόγια, μια εικόνα ημίφωτος που δεν καταλαβαίνουμε αν προμηνύει σούρουπο ή χάραμα.
«Τι σε εμποδίζει να διαδίδεις την αλήθεια χαμογελώντας;» Στο δεύτερο κείμενο, με τίτλο «Βερολίνο, Βερολίνο», δημοσιευμένο το 1919 στην εφημερίδα Berliner Tageblatt (στην περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ακολούθησε αριστερή φιλελεύθερη γραμμή), ο Τουχόλσκι ανεβάζει ρυθμούς στη σάτιρα και στρέφει τα βέλη του στη γοργή ανάπτυξη της πόλης του Βερολίνου και της ζωής των κατοίκων της. Οι άνθρωποι, γράφει, δεν εργάζονται – σκοτώνονται στη δουλειά (ακόμη και η διασκέδαση εδώ είναι δουλειά). Παρομοιάζει τον Βερολινέζο με μηχανή – «Ο Βερολινέζος δεν είναι εργατικός, είναι πάντα “κουρδισμένος” … δεν απολαμβάνει τη ζωή του παρά μόνο αν αποκτήσει χρήματα. Δεν καλλιεργεί την κοινωνικότητα, γιατί του είναι κόπος … είναι σκλάβος του συστήματός του. Είναι επιβάτης, θεατής στο θέατρο, θαμώνας στα εστιατόρια και υπάλληλος. Λιγότερο άνθρωπος… Κάνει ό,τι απαιτεί η πόλη από αυτόν, μόνο που … δυστυχώς δεν ζει».
Οι σκέψεις του Τουχόλσκι, τις οποίες η Παναγιώτα Καλογερά συγκρίνει με εκείνες του Μπεχτ, σχετικά με το Βερολίνο, (στο τέλος κάθε κειμένου ακολουθεί σύντομη ανάλυσή του από την μεταφράστρια), διατηρούν στο ακέραιο την επικαιρότητά τους και για τις σημερινές σύγχρονες πόλεις.
Πικρόχολα σχόλια και σκωπτικές φράσεις χρωματίζουν και το τρίτο κείμενο (1931) που αφορά στην εθνική οικονομία. Από τον ορισμό της που αναφέραμε στην αρχή μέχρι διάφορες ατάκες, όπως «Το ότι ο εργάτης πρέπει να λαμβάνει μισθό για την εργασία του είναι μια θεωρία που έχει πλέον εν γένει εγκαταλειφθεί» και μέχρι τις τελευταίες λέξεις «…χωρίς καμία εγγύηση», ο αναγνώστης διερωτάται αν το κείμενο γράφτηκε σήμερα. Ο Τουχόλσκι «κεντάει» όταν περιγράφει τα οικονομικά τραστ, αναφέροντας ότι όταν ένας επιχειρηματίας βαριέται, τότε καλεί τους άλλους και σχηματίζουν ένα τραστ, πράγμα που σημαίνει ότι δεσμεύονται να μην παράγουν περισσότερα απ΄όσα μπορούν και να μην πωλούν κάτω του βασικού κόστους. Ή το χρηματιστήριο που είναι «χρήσιμο για να αντικαθιστά τη λέσχη και την ταβέρνα μιας ομάδας αναστατωμένων κυρίων». Εν τέλει, η εθνική οικονομία είναι «η μεταφυσική του παίκτη πόκερ».
Η σάτιρα ήταν το μεγάλο όπλο του Τουχόλσκι, γιατί «δαγκώνει, γελάει, σφυρίζει και κρούει το μεγάλο, πολύχρωμο ταμπούρλο ενάντια σε όλα όσα παραμένουν στάσιμα και νωθρά», όπως την ορίζει στο τέταρτο και τελευταίο κείμενο (1919, Berliner Tageblatt), ίσως το μανιφέστο της γραφής του. Αυτός που ασκεί τη σάτιρα είναι ο σατιρικός, «ένας πληγωμένος ιδεαλιστής», που «θέλει τον κόσμο να είναι καλός, αυτός όμως είναι «κακός, οπότε ορμά ενάντια στο κακό». Ο σατιρικός, όπως και σήμερα, είχε δύσκολο ρόλο γιατί έπρεπε «να τα βάλει με το μεγάλο τέρας», με αποτέλεσμα «ούτε μια φορά δεν στράφηκε η γερμανική σάτιρα ενάντια στον εχθρό της χώρας». Όσο για το ερώτημα του τίτλου «Τι επιτρέπεται στη σάτιρα;», η απάντηση είναι ξεκάθαρη: «Τα πάντα!», γιατί «Η γνήσια σάτιρα καθαρίζει το αίμα: και όποιος έχει υγιές αίμα, έχει και καθαρή επιδερμίδα».
Όμως ούτε η σάτιρα, ούτε η σφοδρή κριτική του Κουρτ Τουχόλσκι, όπως και οι αγωνιώδεις φωνές άλλων συγγραφέων, σαν του Γιάζεφ Ροτ ή του Χανς Φάλαντα, τελικά απέτρεψαν το κακό. Ο Τουχόλσκι δείχνει να είχε παραδεχτεί το ανώφελο της προσπάθειάς του από το 1923 όταν έγραφε: «Έχω επιτυχία, αλλά δεν επηρεάζω καθόλου».
«Σούρουπο ή χάραμα; Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αντισημιτισμός, σάτιρα» Kurt Tucholsky, εκδ. «Κριτική», μτφρ. Σωματείο Μεταπτυχιακών Σπουδών Γερμανικής Γλώσσας & Λογοτεχνίας, σελ. 143
Βρες το εδώ