του Χρήστου Τσιάμη (ανταπόκριση από Μανχάταν)
Λατρεύω τη μουσική. Έτσι η μέρα εκείνη ήταν για μένα πανηγυρική. Μετά από μια πολύμηνη και ενδελεχή έρευνα, διαβάζοντας κριτικές για συσκευές μουσικής, περιοδεύοντας τα καλύτερα ειδικά καταστήματα της πόλης για να δοκιμάσω την απόδοση τους, είχα τελικά προμηθευτεί το πρώτο μου υψηλής απόδοσης στερεοφωνικό σύστημα! Αμέσως μετά τη δουλειά, νωρίς το βραδάκι, είχα κουβαλήσει ένα – ένα τα ογκώδη κουτιά στον έκτο όροφο, ανεβαίνοντας της πολυκατοικίας τα σκαλιά που, μετά από τρείς ξεχωριστές αναβάσεις με το πικάπ, με το ραδιόφωνο, και με το μαγνητόφωνο, είχαν μετατρέψει σε άθλο τη μεταφορά των δυο μεγάλων, βαριών, μάρκας JBL, ηχείων. Αφού άδειασα τα κουτιά, διάβασα τα βιβλιαράκια με τις οδηγίες προσεχτικά, έκανα τις συνδέσεις των καλωδίων, και μετά περίμενα την Έλεν να γυρίσει από το ατελιέ της για να απολαύσουμε παρέα τη μουσική από το καινούργιο μας απόκτημα. Οχτώ Δεκεμβρίου εν έτει 1980.
Όπως πάντα ενθουσιώδης η Έλεν, κι ολοένα με ιδέες, μου λέει: ‘Δεν νομίζεις ότι η περίπτωση απαιτεί έναν κατακαίνουργιο δίσκο LP, χωρίς γρατσουνιές και ουσίες κολλημένες στις χαρακιές;’ Κι έτσι βγήκαμε βόλτα βραδινή στο Ηστ Βίλλετζ, στο δισκάδικο της οδού Σέντ Μάρκς. Ανεβήκαμε τα εξωτερικά σκαλιά του brownstone και στο κεφαλόσκαλο, αριστερά, ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε στη μυθική Σάνγκρι Λα της μουσικής. Αρχίσαμε να ψάχνουμε στις μεγάλες κασέλες με τους δίσκους ροκ, που βρίσκονταν στο κέντρο του μαγαζιού. Κι εκεί που είχα απορροφηθεί στην αναζήτηση, απ’ την απέναντι πλευρά η Έλεν τραβάει έναν δίσκο και μου τον δείχνει: ‘Τι λες να αγοράσουμε αυτόν;’ . Ήταν ένας δίσκος του Τζόν Λέννον. ‘Όχι’, της λέω. ‘Μάλλον θάχει πολύ από αυτήν’, την Γιόκο Ονο δηλαδή, ‘Δεν είναι πιά ο Λέννον των Μπήτλς’. Κι επέστρεψε τον δίσκο στη θέση του. Καταλήξαμε σε κάποιον άλλον δίσκο ροκ, δεν θυμάμαι ποιόν ακριβώς, και σε έναν δίσκο τζαζ ή κλασσικής (πάλι δεν με βοηθάει η μνήμη.) Κι αγκαλιασμένοι πήραμε τον δρόμο για το σπίτι.
Βάλαμε στα γρήγορα στο στόμα μας μια μπουκιά, μοιραστήκαμε μια κρύα μπύρα εναλλάξ γουλιά – γουλιά, ακολουθώντας τη συνταγή του Έλληνα ποιητή «και ο ζύθος κάνει καλό στο ήθος», χαμηλώσαμε τα φώτα, ξαπλώσαμε στο πάτωμα φαρδιοί πλατιοί, απέναντι από τα ηχεία, και αφήσαμε τη μουσική να μας ταξιδέψει μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα. Σηκώθηκα δυο τρείς φορές να αλλάξω πλευρές των δίσκων και μετά, νότα τη νότα, και οι δυο μαζί είχαμε αρχίσει να κατρακυλάμε, αργά και γλυκά, σε ένα σκοτάδι απαλό και βαθύ. Ώσπου βρεθήκαμε στην άλλη άκρη, ξημερώματα…
Το πρωί ξεκινήσαμε για δουλειά παρέα. Άνοιξα εξώπορτα και, όπως το είχα συνήθειο, πριν κατέβω το σκαλί, έριξα μια ματιά στους τίτλους των εφημερίδων, στον πάγκο μπροστά στο αμέσως διπλανό μας ψιλικατζίδικο. Πελώριος ο τίτλος της Νιού Γιόρκ Πόστ με χτύπησε κατάφατσα: Ο ΤΖΟΝ ΛΕΝΝΟΝ ΝΕΚΡΟΣ ΑΠΟ ΣΦΑΙΡΑ. Αγόρασα την εφημερίδα και περπατώντας διάβασα δυνατά στην Έλεν, που είχε γουρλώσει τα μάτια, όσα έγραφε η εφημερίδα για εκείνο το τραγικό γεγονός που είχε συμβεί στην πόλη μας την προηγούμενη νύχτα. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν αυτή καθώς συνεχίσαμε να περπατάμε προς τον σταθμό του μετρό αμίλητοι. Μέσα μου, όμως, είχαν αναπηδήσει τύψεις για την άρνηση μου, εκείνη τη σημαδιακή βραδιά, όπως εκ των υστέρων μάθαμε, να αγοράσουμε τον δίσκο του Λέννον που η Έλεν είχε προτείνει. Στο τρένο μόνος, ξαναδιαβάζοντας ξανά και ξανά την περιγραφή του εγκλήματος, άρχισα να σκέφτομαι και να διαπιστώνω πως ήταν τότε, στη μέση εκείνης της μοιραίας στιγμής, που εμείς στο πάτωμα ξαπλωμένοι, σε μια άλλη γειτονιά του Μανχάτταν πιο νότια, λικνιζόμαστε στο μαγικό διάστημα της μουσικής, απολαμβάνοντας τον καθαρό ήχο που πλημμύριζε το σπίτι.
Όταν γύρισα απ’ τη δουλειά είχε ήδη νυχτώσει. Η Έλεν ήταν έτοιμη. Μετά από λίγες στάσεις στον υπόγειο, ανεβήκαμε τα σκαλιά της εξόδου, στο τέλος του πλατιού δρόμου, 72nd Street, δίπλα στο Σέντραλ Πάρκ, και ακριβώς απέναντι από το αρχοντικό κτίριο Ντακότα. Στο πεζοδρόμιο ήταν μαζεμένο ένα πλήθος, κυρίως νέων σαν και μας, που απλώς στέκονταν εκεί, με τα χέρια στις τσέπες απ’ το κρύο. Ζευγάρια που σιγανομιλούσαν μεταξύ τους, ή άγνωστοι μεταξύ τους, και όλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί εκεί το προηγούμενο βράδυ. Απέναντι στεκόταν η τεράστια, καμπυλωτή, από σκούρα πέτρα, είσοδος που οδηγούσε στα μύχια του οικιστικού εκείνου συγκροτήματος όπου είχαν διαμέρισμα ο Τζον Λέννον και η Όνο. Μου έχει μείνει αποτυπωμένη στη μνήμη η σκοτεινιά της εισόδου εκείνης, σαν μια μυθική πύλη που οδηγεί στον Κάτω Κόσμο. Μείναμε εκεί για κανένα μισάωρο, άπραγοι, κατά το πλείστον άλαλοι, και ψυχικά μουδιασμένοι. Κατεβήκαμε στον υπόγειο σταθμό μετά και πήραμε το τρένο με κατεύθυνση Downtown, προς της πόλης τα χαμηλά. Ίδια κατεύθυνση με την καρδιά…
Δέκα μέρες αργότερα, βρεθήκαμε στο Σέντραλ Πάρκ, μαζί με άλλα εκατό χιλιάδες άτομα, για ένα δημόσιο μνημόσυνο του Λέννον. Είχε μια κρύα λιακάδα. Τραγουδήσαμε σαν μια τεράστια χορωδία All you need is love, κι επίσης All we are saying is give peace a chance, και ύστερα ήρθε η ώρα να τιμήσουμε τον πεσόντα τραγουδιστή με δέκα λεπτών σιγή. Ναι, το ακούσατε καλά. Σιωπή για δέκα ολόκληρα λεπτά! Κι εκείνο που θυμάμαι εγώ καλά είναι ότι, σε εκείνη τη λαοθάλασσα των φωνακλάδων, συνήθως, Νεοϋρκέζων, επί δέκα λεπτά δεν άκουγες ούτε έναν ανθρώπινο ήχο. Κανένα βήξιμο, κανένα καθάρισμα του λαιμού, κανέναν ψίθυρο. ‘Άκρα του τάφου σιωπή’, κατά τον εθνικό μας ποιητή. Κι εκείνο που θυμάται η Έλεν είναι ένα αδέσποτο σύννεφο, που ήρθε από το πουθενά και έκρυψε τον ήλιο σε εκείνο το χρονικό διάστημα της σιωπής. Και ακόμα θυμάται πως πολλοί, τότε, έστρεψαν το πρόσωπο τους και κοίταξαν ψηλά, και ύστερα ο ένας με τον άλλον αντάλλασσαν ματιές με νόημα.
Τη δεκαετία εκείνη, που τέλειωνε έτσι τραγικά, εμείς οι νέοι τότε, σ’ αυτή τη χώρα, σχηματίζαμε τον προσωπικό μας γνώμονα με μηνύματα και συνθήματα από του ροκ τα τραγούδια. Έτσι, όταν χάσαμε κάμποσους από τους βάρδους μας σε πολύ νεαρή ηλικία, στις αρχές της δεκαετίας, μάς είχε στοιχίσει ακριβά. Να, τον Τζίμι Χέντριξ, τον Τζίμ Μόρισον, την Τζάνις Τζόπλιν. Όμως, δεν είχαμε πενθήσει τότε τόσο όσο για τον Λέννον, που είχε δολοφονηθεί. Τώρα καταλαβαίνω το γιατί. Δεν ήταν απλώς το έγκλημα που είχε υποκινήσει μια τέτοια έκδηλη δημόσια συγκίνηση. Φαίνεται πως, περισσότερο από κάθε τι άλλο, είχαμε κλάψει γιατί είχαμε χάσει μια αλληλένδετη με μας ψυχή σε αυτόν τον ζωντανόν οργανισμό εδώ που τον ονομάζουμε Νέα Υόρκη.
ΙΙ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: H ΓΙΟΚΟ ΟΝΟ ΚΙ Ο ΝΕΑΡΟΣ ΛΕΝΝΟΝ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ
Μάρτης του 1996. Περπατώντας απ’ το γραφείο προς το σπίτι, περνάω μπροστά από το Knitting Factory, στην οδό Λέναρντ τότε, στο Ντάουνταουν Μανχάτταν, και βλέπω στον τοίχο μια αφίσα για μια μελλοντική συναυλία της Γιόκο Όνο και του γιού της, του Σών Λέννον. Αμέσως μου έρχεται στον νου ότι το χρωστάω στην Έλεν, μετά από την άρνηση μου εκείνη τη νύχτα τη σημαδιακή, πριν δεκαπέντε χρόνια περίπου, να αγοράσουμε τον δίσκο του Τζόν Λέννον και της Γιόκο που μου είχε προτείνει. Μπαίνω μέσα στο κτίριο, χωρίς δεύτερη σκέψη, και κατευθύνομαι στο ταμείο. Βγάζω δυο εισιτήρια. Θα της το κάνω έκπληξη!
Είχα τύχει να βρεθώ και παλιότερα στη μικρή αυτή αίθουσα συναυλιών, των διακοσίων τόσων ατόμων, σε συναυλίες της Debbie Harry, του συγκροτήματος Blondie, και της Diamanda Galas. Η αίθουσα αυτή τη φορά ήταν άδεια από καθίσματα. Μόνο η υπερυψωμένη λιτή σκηνή και το γκρίζο τσιμεντένιο πάτωμα. Φτάσαμε σχετικά νωρίς και στηθήκαμε τρία – τέσσερα μέτρα μπροστά απ’ τη μικρή σκηνή. Η αίθουσα γέμισε και είμαστε τώρα στριμωχτά. Το πλήθος, ως επί το πλείστον ντυμένοι στα μαύρα, νεαρές και νεαροί, με ντύσιμο Γκόθ της εποχής. Έρχεται η ώρα, σβήνουν τα φώτα, μπαίνουν από τα δεξιά οι τέσσερις τους, και αρχίζει μονομιάς το πρόγραμμα. Στ’ αριστερά, ακριβώς μπροστά μας, είναι η Γιόκο. Στο κέντρο είναι ο Σών Λέννον που, συνεσταλμένος, συγκεντρωμένος στο όργανο, την κιθάρα του, αποφεύγει οπτική επαφή με το κοινό. Στα δεξιά της σκηνής και ελαφρώς πιο πίσω, το ντουέτο Cibo Matto, των δυο νεαρών γυναικών από την Ιαπωνία, μέσω του Ηστ Βίλλετζ. Ήταν μια συναυλία, χωρίς διάλειμμα, χάρμα, που την ωθούσε δυναμικά, με μια αξιοθαύμαστη ενέργεια της, η εξηντατριάχρονη μαμά! Δυο πράγματα μου έχουν μείνει από εκείνη τη βραδιά. Πρώτα – πρώτα η στοργή της Γιόκο, που ήταν εμφανής επί σκηνής, για τον γιό της και για το ντούο της νεότερης γενιάς στα δικά τους σόλο. Και ύστερα, η αξία της δικής της μουσικής τέχνης, που στο παρελθόν την είχα παρεξηγήσει, κυρίως …λόγω άγνοιας! Στην παράσταση εκείνη μια Νεοϋρκέζικη, οικογένεια μάς άνοιξε σεμνά την πόρτα της.
Περπατώντας κατόπιν από το Knitting Factory προς το Σόχο, μέσα σε έναν οικείο κόσμο γνωστών αγνώστων, που την φαντασία μου επί τόσα χρόνια ποτίζει, το ανέφερα στην Έλεν, κοιτάζοντας μέσα απ’ την πλατιά τζαμαρία τους ζωηρούς θαμώνες στον πάγκο στο παλιό Kenn’s Broome Street Bar, και συμφώνησε κι εκείνη: όταν ήρθε στη Νέα Υόρκη ο Τζόν Λέννον, ήρθε για να μείνει!
info: Το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου 1980, ο Μαρκ Τσάπμαν πυροβόλησε και τραυμάτισε θανάσιμα τον Λένον, έξω από την οικία του (στο ιστορικό κτίριο Dakota της Νέας Υόρκης) και ενώ ο τελευταίος επέστρεφε μετά από την ηχογράφηση των τραγουδιών Walking on Thin Ice και It Happened, που προορίζονταν για τον επόμενο δίσκο του. Ο Τσάπμαν είχε προσεγγίσει τον Λένον νωρίτερα την ίδια ημέρα, κατά την αναχώρησή του από το σπίτι του, αποσπώντας μάλιστα ένα αυτόγραφο του. Μετά την επιστροφή του Λένον από το στούντιο ηχογράφησης, ο Τσάπμαν τον πυροβόλησε πισώπλατα, συνολικά τέσσερις φορές.
Αναζητήστε βιβλία για τον Τζον Λέννον, στα ελληνικά και στα αγγλικά εδώ
Ray Connoly, Being JohnLennon, Weidenfeld & Nicholson
Elizabeth Partridge,John Lennon ,θέλω μόνον την αλήθεια, Άγκυρα
Du Noyer, Paul,THE COMPLETE JOHN LENNON SONGS : ALL THE SONGS. ALL THE STORIES. ALL THE LYRICS.
JOHN LENNON ΚΑΙ YOKO ONO – Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ, VINTAGEbooks
John Lennon, Imagine, Μίνωας (για παιδιά)