της Σοφίας Φελοπούλου (*)
Στο ερώτημα του τίτλου (Τι είναι το θέατρο του Πραγματικού;) έρχεται να απαντήσει το βιβλίο της Αναπληρώτριας καθηγήτριας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ Ζωής Βερβεροπούλου, Το Σύγχρονο Θέατρο του Πραγματικού. Από τις αληθινές ιστορίες στο θέατρο-ντοκουμέντο και στις ερευνητικές δραματουργίες του 21ου αιώνα, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση.
Το βιβλίο ερευνά και μελετά αναλυτικά το θέατρο του Πραγματικού, μία κατηγορία, αλλά και τάση του θεάτρου, που «στεγάζει» διάφορες υποκατηγορίες (η πιο γνωστή μας είναι το θέατρο-ντοκουμέντο ή θέατρο της τεκμηρίωσης, στην ακριβή ελληνική του μετάφραση), και η οποία τις τελευταίες δεκαετίες κατακλύζει την ελληνική και διεθνή σκηνή. Πρόκειται για ένα θέατρο που εστιάζει στον αληθινό κόσμο, με τα γεγονότα της επικαιρότητας να πυροδοτούν το θέαμα, το οποίο, από τη συγγραφή του ακόμη, χρησιμοποιεί αυθεντικά υλικά που τεκμηριώνουν την αξιοπιστία ή την αυθεντικότητα των επί σκηνής δρωμένων, ενώ η μυθοπλασία απομακρύνεται ή και αποβάλλεται.
Ήδη από τον πρόλογο, η συγγραφέας θέτει τους στόχους της έρευνας και του βιβλίου, παράλληλα με τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες της. Το βιβλίο – εν μέρει προϊόν της ενασχόλησής της με τη θεατρική κριτική, καθώς και του επιστημονικού ενδιαφέροντός της για τη δημοσιογραφία των τεχνών και του πολιτισμού – επιδιώκει να καταδείξει το εύρος και την πολυπλοκότητα αυτού του θεάτρου, να ταξινομήσει τις διάφορες κατηγορίες του, διασαφηνίζοντας ορολογίες και προτείνοντας τυπολογίες, προκειμένου να διαμορφώσει, με τη συνδρομή διεπιστημονικών αναφορών, ένα θεωρητικό πλαίσιο, κάτι που απουσιάζει όχι μόνο από την ελληνική βιβλιογραφία, αλλά είναι και αρκετά συγκεχυμένο στη διεθνή. Οι προβληματισμοί της, μεταξύ άλλων πολλών, εστιάζουν στο κατά πόσο το θέατρο του Πραγματικού μπορεί να απαγκιστρωθεί, πλήρως ή μερικώς, από τη μυθοπλασία και τη θεατρική ψευδαίσθηση, σε ποιο βαθμό μπορεί να μελετηθεί και να αναπτυχθεί μία θεωρία για ένα φαινόμενο το οποίο εξελίσσεται και κατά πόσο μπορεί να είναι αντικειμενική μία τέτοια μελέτη, και να αναγνωρίσει τις πιθανές αντιφάσεις και τα προβλήματα του είδους. Αυτή η αντικειμενικότητα φαίνεται να είναι βασική έγνοια της συγγραφέως, όπως και το να αποφύγει την αγιογραφία του συγκεκριμένου θεατρικού είδους. Η αποδεικτική μέθοδός της λοιπόν στηρίζεται σε παραδείγματα έργων και παραστάσεων των τελευταίων δεκαετιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό, ώστε η θεωρία που προκύπτει να είναι καλά θωρακισμένη.
Το βιβλίο αποτελείται από επτά κεφάλαια. Στο πρώτο («Θέατρο και πραγματικότητα») εξετάζεται η σχέση θεάτρου και πραγματικότητας, καθώς και η εξέλιξη και οι μεταμορφώσεις της στη σύγχρονη εποχή. Παρουσιάζονται επίσης οι λόγοι για τους οποίους το θέατρο του πραγματικού από τάση γίνεται φαινόμενο στις αρχές του 21ου αιώνα μέχρι και σήμερα, ενώ επιχειρείται μία πρώτη ερμηνευτική πλαισίωση και τυπολογική κατάταξη.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, το πιο εκτενές («Οι σύγχρονες δραματουργίες του πραγματικού: προς ένα νέο θέατρο έρευνας και τεκμηρίωσης»), κεφάλαιο βάσης σύμφωνα με τη συγγραφέα, δίνεται αρχικά ο ορισμός του «κλασικού» θεάτρου-ντοκουμέντο της δεκαετίας του 1960 (του πιο γνωστού μας) και αμέσως μετά ξεκινά μία αναδρομή στην καταγωγή και την προϊστορία του είδους, δηλαδή πού και πώς ανιχνεύονται ίχνη του πραγματικού στις δραματουργίες του παρελθόντος, από τους Πέρσες του Αισχύλου και το ιστορικό δράμα (με τις τεράστιες διαφορές να τονίζονται), μέχρι τις σοβιετικές «ζωντανές εφημερίδες», το agip-prop, το αμερικανικό παράδειγμα της Hally Flanagan, το δράμα-ντοκουμέντο του ErwinPiscator και τη σύγκρισή του με τον Bertolt Brecht και το πώς οι δυο τους διαμόρφωσαν το θέατρο-ντοκουμέντο, για να οδηγηθούμε τελικά στον Γερμανό Peter Weiss και τις θέσεις του για το θέατρο-ντοκουμέντο, δίχως να αγνοηθεί και η γαλλική συμβολή των Antoine Vitez και Armand Gatti. Το θέατρο-ντοκουμέντο επανακάμπτει από τη δεκαετία του 1990 και μετά, καθώς σε περιόδους κρίσης και κοινωνικοπολιτικών ανακατατάξεων η μυθοπλασία δεν αρκεί. Η Βερβεροπούλου ορίζει τις νέες δραματουργίες του πραγματικού και της τεκμηρίωσης – κατά τη γνώμη της πρόκειται για επανεφεύρεση και όχι για αναζωπύρωση – και ερευνά τη συμβολή του θεάτρου του «άκρως σύγχρονου» στη γονιμοποίηση πολιτικών για τον εκδημοκρατισμό του πολιτισμού. Μελετά και αναλύει τα χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες του νέου είδους· εδώ, πρέπει να τονιστεί πως πρόκειται για μια άκρως πρωτότυπη δουλειά, καθώς η θεωρία της στηρίζεται στη σχολαστική μελέτη συγκεκριμένων παραστάσεων και κειμένων, που έχουν βασικό χαρακτηριστικό τους το στοιχείο της προ-παραστασιακής έρευνας. Για αυτό και η συγγραφέας προτείνει τον όρο «ερευνητικές δραματουργίες» ή «δραματουργίες πεδίου» (όρος που παραπέμπει στις κοινωνικές επιστήμες), εναλλακτικά, αλλά και συμπληρωματικά με τον όρο θέατρο του πραγματικού. Το ελληνικό παράδειγμα είναι έντονα παρόν, αρχής γενομένης από την ιστορία του θεάτρου-ντοκουμέντο στην Ελλάδα και την άνθισή του από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 μέχρι σήμερα, με εκτενείς αναφορές στο έργο των Ελλήνων καλλιτεχνών. Το κεφάλαιο κλείνει με το ερώτημα αν και σε ποιες περιπτώσεις αυτές οι παραστάσεις μπορούν να επαναληφθούν από άλλα σχήματα, με την απάντησή της να είναι καταφατική, εφόσον βέβαια πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια.
Το τρίτο κεφάλαιο («Το θέατρο verbatim και η επιδεικτική αποδεικτικότητα της λέξης») επικεντρώνεται στο αυτολεξεί (verbatim) θέατρο, το οποίο αναπαράγει τα λόγια πραγματικών ανθρώπων λέξη προς λέξη· πρόκειται για μαρτυρίες προσώπων που ηχογραφήθηκαν ή βιντεοσκοπήθηκαν μέσα από συνεντεύξεις, στη διάρκεια της έρευνας που προηγήθηκε της παράστασης. Και εδώ γίνεται αναφορά στην προϊστορία του είδους, τις βρετανικές ρίζες του και την εξέλιξή του. Παρουσιάζονται αναλυτικά τα αυθεντικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται σε αυτά τα θεάματα, όπως και αυτά που το διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα του θεάτρου του πραγματικού, οι στόχοι του και, καθώς η συνέντευξη παίζει σημαντικό ρόλο στην έρευνα και την προετοιμασία του θεάματος, ειδική ενότητα εστιάζει στις πρακτικές της συνέντευξης και στην έννοια της «παράθεσης», όπως επίσης και στη σχέση μαρτυρίας και αλήθειας. Στο αυτολεξεί θέατρο (verbatim) είναι σύνηθες οι επαγγελματίες ηθοποιοί να αντικαθίστανται επί σκηνής από τους πραγματικούς μάρτυρες, οπότε μελετάται και αυτή η συνθήκη (πρόκειται για το υποείδος που στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται και ως θέατρο-ντοκιμαντέρ). Το κεφάλαιο κλείνει και πάλι με ένα ερώτημα, το οποίο απαντάται και αφορά στην ειδολογική ευελιξία του είδους. Τα παραδείγματα από τη διεθνή και ελληνική σκηνή είναι πλουσιότατα και αποκαλυπτικά του εύρους και του πλούτου αυτού του είδους.
Το τέταρτο κεφάλαιο («Το θέατρο του πραγματικού στην ακροαματική καμπή: verbatim θέατρο με ακουστικά και άλλες ηχοκεντρικές φόρμες») εστιάζει στο αυτολεξεί θέατρο με ακουστικά. Το υποείδος αυτό στηρίζεται στα ηχητικά ντοκουμέντα και στη σκηνική αξιοποίησή τους από τους ηθοποιούς, συνεπώς αναπτύσσονται θέματα τεχνολογικής υφής και διαφορετικών τεχνικών υποκριτικής, ενώ τίθενται ζητήματα γύρω από τη γνησιότητα και την ηθική της ακρόασης. Η συγγραφέας συνδέει αυτή την παραλλαγή θεάτρου τεκμηρίωσης με τις Σπουδές Ήχου και με δυνατότητες διεπιστημονικής θεώρησης, ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί στοιχεία από τη φιλοσοφική θεωρία του Jean-Luc Nancy με στόχο την διαμόρφωση ενός λειτουργικού θεωρητικού πλαισίου. Η παραλλαγή αυτή συναντάται κυρίως σε αγγλόφωνες χώρες, το συγκεκριμένο κεφάλαιο ωστόσο προσεγγίζει το είδος μέσα από μια διευρυμένη οπτική και εξετάζει γενικότερα την ηχητική διάσταση του θεάτρου του Πραγματικού, με βάση, και πάλι, πλούσια παραστασιακά παραδείγματα.
Στο πέμπτο κεφάλαιο («Εκφάνσεις και πρακτικές πολιτότητας στο νέο θέατρο-ντοκουμέντο») εξετάζεται η στενή σύνδεση του νέου θεάτρου-ντοκουμέντο (μετά το 1990) με την έννοια της πολιτότητας (citizenship). Αφού αυτή περιγραφεί και αναλυθεί, στη συνέχεια, μέσα από πολλά ελληνικά και ξένα παραδείγματα, βλέπουμε αφενός τη μετατόπιση στην αντιμετώπιση του θεατή, ο οποίος από καταναλωτής θεάματος ανάγεται σε θεατή-πολίτη, αφετέρου το ενδιαφέρον του θεάτρου-ντοκουμέντο για τις κοινότητες που βρίσκονται σε κρίση, για τη σχέση του πολίτη με το περιβάλλον, καθώς και τη σχέση πολιτότητας και πολιτικής. Ούτε από αυτό το κεφάλαιο απουσιάζει ο προσωπικός προβληματισμός της συγγραφέως για τους τυχόν κινδύνους, αλλά και για τις ανοιχτές προοπτικές του είδους.
Στο έκτο κεφάλαιο («Επικαλύπτοντας τις δομές του αληθινού κόσμου: το θέατρο του πραγματικού και το δικαστήριο»), μετά από τις δομικές και αρχετυπικές ομοιότητες θεάτρου και δικαστηρίου και τη σκηνική προϊστορία αυτής της σχέσης, εξετάζονται οι δραματουργικές κατηγορίες που χρησιμοποιούν το στοιχείο της δίκης. Από τα δικαστικά δράματα και τα έργα που αναφέρονται σε πραγματικές νομικές υποθέσεις, η συγγραφέας περνά στη σχέση του θεάτρου-ντοκουμέντο με τις δικαστηριακές δραματουργίες και, μελετώντας και πάλι σύγχρονα παραδείγματα, εξετάζει τα βρετανικά tribunal plays, τις δικαστηριακές δραματουργίες τεκμηρίωσης στις σκηνές του κόσμου (Αμερική, Γαλλία, Ελλάδα, μεταξύ άλλων), καθώς και την προβληματική της δικαιοσύνης στο έργο του Milo Rau. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με θεωρητικές και ερμηνευτικές επισημάνσεις για το κοινωνικο-πολιτικό πρόσημο του είδους, τη δημοφιλία και τις προοπτικές του.
Το έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο («Από την πράξη στη θεωρία: Συζητήσεις για το σύγχρονο θέατρο του Πραγματικού») αποτελεί μια έμμεση εφαρμογή, τρόπον τινά, των μεθόδων του θεάτρου τεκμηρίωσης, από την ίδια τη συγγραφέα, σε κειμενικό όμως επίπεδο. Αφού αρχικά αναπτύξει ένα σκεπτικό για τον διάλογο επιστημονικής θεωρίας και σκηνικής πράξης, μπαίνει (ξανά) η ίδια στο ρόλο του ερευνητή – αυτή τη φορά αναλαμβάνοντας την αποστολή και την εργασία των δημιουργών όταν αναζητούν μαρτυρίες από τους πραγματικούς ανθρώπους-μάρτυρες – και συνομιλεί με οκτώ σύγχρονους Έλληνες δημιουργούς που δραστηριοποιούνται στο θέατρο του Πραγματικού (Ανέστης Αζάς, Πρόδρομος Τσινικόρης, Κορίνα Βασιλειάδου, Χάρης Πεχλιβανίδης, Γιολάντα Μαρκοπούλου, Μάρθα Μπουζιούρη, Ελένη Ευθυμίου και Παντελής Φλατσούσης). Όπως η ομάδα των καλλιτεχνών επιμελείται τις συνομιλίες, έτσι και η συγγραφέας δεν αναπαράγει τη συμβατική φόρμα της συνέντευξης «ερώτηση-απάντηση», αλλά προχωρά στην επεξεργασία και την αφηγηματική ανασύνθεση των τριών συνομιλιών (ανά δύο οι καλλιτέχνες συνομιλούν με τη συγγραφέα). Αυτό, σημειώνει, αποτελεί και ένα «πείραμα», στο οποίο «δοκιμάζονται τα βασικά εργαλεία του θεάτρου τεκμηρίωσης (συνέντευξη, μαρτυρίες, επιμελητικό μοντάζ) για την παραγωγή ενός, επιστημονικά πλαισιωμένου, θεατρολογικού ντοκουμέντου, με θέμα του το ίδιο το νέο θέατρο-ντοκουμέντο».
**
Η συνολική συμβολή του βιβλίου στην ελληνική αλλά και διεθνή βιβλιογραφία είναι σημαντικότατη: η Ζωή Βερβεροπούλου οργάνωσε αυτό το μεγάλο, ως προς την ποικιλία, είδος θεάτρου, το είδε πανοραμικά, άνοιξε την κατηγορία και εννόησε το Θέατρο του πραγματικού ως ένα μεγα-είδος, κάτω από το οποίο στέγασε το γνωστό μας θέατρο-ντοκουμέντο ή θέατρο της τεκμηρίωσης (το οποίο στην πορεία εξελίχθηκε θεαματικά), το αυτολεξεί θέατρο και άλλες υποκατηγορίες, δημιουργώντας τελικά μία συνεκτική θεωρία για το συγκεκριμένο είδος.
Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο στην Ελλάδα πάνω στο θέατρο του Πραγματικού, το οποίο έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό, καθώς η ορολογία και οι τυπολογικές κατατάξεις είναι ρευστές προς το παρόν, ακόμη και διεθνώς, τόσο μεταξύ των μελετητών όσο και μεταξύ των καλλιτεχνών. Μετά από έρευνα χρόνων στη διεθνή βιβλιογραφία και συστηματική παρακολούθηση/καταγραφή παραστάσεων σε Ελλάδα και εξωτερικό, η Ζωή Βερβεροπούλου μας παραδίδει μία ολοκληρωμένη (για τα διεθνή δεδομένα), ολική, διεπιστημονική (ανατρέχει και συνδυάζει τις Κοινωνικές Επιστήμες και τις Δημοσιογραφικές Σπουδές με τις Θεατρικές, Λογοτεχνικές και ενίοτε τις Κινηματογραφικές Σπουδές) και με διακαλλιτεχνικές αναφορές παρουσίαση του Θεάτρου του Πραγματικού, από τις απαρχές του μέχρι σήμερα, ενώ, το σημαντικότερο, οργανώνει σε επιστημονική βάση το είδος και δημιουργεί το θεωρητικό πλαίσιο για τη μελέτη του, όπως ειπώθηκε νωρίτερα. Η συγγραφέας προσεγγίζει το θέμα σε όλες του τις καθοριστικές λεπτομέρειες, με επιστημονική ακρίβεια και με άνεση στον συνδυασμό διαφορετικών μεθοδολογικών εργαλείων, τα οποία της επιτρέπουν να «ανακαλύπτει», να αναλύει, να ερμηνεύει και να «αποδεικνύει» τα ευρήματα, τις θέσεις και τις απόψεις της. Παράλληλα, παραμένει απολύτως αντικειμενική, ασκεί κριτική όπου χρειάζεται και εντοπίζει προβλήματα ή κινδύνους που ελλοχεύουν στη θεατρική διαχείριση της πραγματικότητας. Τέλος, οι μεταγραμμένες συνεντεύξεις της αποτελούν μία θεωρητική πρόταση με ειδικό ενδιαφέρον, αφού δεν υποστηρίζουν απλώς τη συνομιλία σκηνικής πράξης και θεατρολογικής θεωρίας, αλλά και την ορίζουν ως συν-αφηγηματική σύμπραξη του δημιουργού (καλλιτέχνη) και του θεωρητικού (συγγραφέα), γόνιμη, δυναμική και αποτελεσματική.
(*) Η Σοφία Φελοπούλου είναι Αναπλ. καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ
Ζωή Βερβεροπούλου, Το Σύγχρονο Θέατρο του Πραγματικού. Από τις αληθινές ιστορίες στο θέατρο-ντοκουμέντο και στις ερευνητικές δραματουργίες του 21ου αιώνα, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2023, σελ. 568.